Tης Mαριας Kατσουνακη
Το 1968 ήταν οριακή χρονιά, όπου κι αν ζούσε κανείς - Ευρώπη, Ασία,
Λατινική Αμερική, ΗΠΑ. Ανάμεσα στα κατακλυσμιαία γεγονότα του Βιετνάμ, του
γαλλικού Μάη, της εισβολής των ρωσικών τανκς στην Πράγα, στο ημερολόγιο εκείνου
του έτους υπάρχει καταγεγραμμένο και ένα ασήμαντο συμβάν: στη Ρίγα ακυρώθηκε
μια συναυλία των Simon & Garfunkel. Διόλου ανεξάρτητη η ματαίωση με τις
πολιτικές εξελίξεις, αλλά δεν εγγράφεται ασφαλώς στις ανατροπές που σημάδεψαν
τον κόσμο…
Η παράσταση «Ο ήχος της σιωπής» (από το ομώνυμο τραγούδι των Simon &
Garfunkel «Sound of Silence») του 43χρονου Λεττονού σκηνοθέτη Αλβις Χερμάνις, η
οποία παρουσιάστηκε την περασμένη εβδομάδα στη νέα Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών
του Ιδρύματος Ωνάση, βασίστηκε ακριβώς σε αυτό, το φαινομενικά εντελώς
επουσιώδες. Ο καινοτόμος καλλιτέχνης εμπνεύστηκε μια παράσταση «για τη νιότη
των γονιών μας, για την εποχή που εκείνοι ανέμεναν τον ερχομό μας, για τη
χαμένη αθωότητα, όταν ένωνε ακόμα τους ανθρώπους η αυταπάτη μιας συλλογικής
ευτυχίας». «Πιθανότατα, αυτή ήταν η τελευταία συλλογική ουτοπία στην ιστορία
του πολιτισμού», σημειώνει ο Χερμάνις.
Επί δυόμισι ώρες 14 ηθοποιοί αυτοσχεδιάζουν, χωρίς λόγια, πάνω σε
δημοφιλή τραγούδια του ντουέτου, επινοώντας μικρές ιστορίες. Τα τέλη της
δεκαετίας του ’60 από τη ρομαντική, ποιητική πλευρά της επανάστασης. Το αμήχανο
φλερτ και ο έρωτας, ανεμελιά, μόδα, ψυχεδέλεια, αποτύπωση μιας πραγματικότητας
αδιάψευστης όσο και οι φωτογραφικές εικόνες, τα σύντομα ενσταντανέ που
ανασυνθέτουν αισθητικά και ιδεολογικά τη διαρκή νεότητα μιας εποχής.
Ο Χερμάνις δεν ξεχνά ότι «οι πραγματικές ρίζες του κινήματος ήταν πολύ
βαθύτερες», δεν περιορίζονταν στη χίπικη ανάγνωση της ζωής.
«Το συγκεκριμένο κίνημα μοιάζει με την τελευταία μέρα του καλοκαιριού,
όταν η Φύση διαισθάνεται πως την επόμενη μέρα αρχίζει η αποσύνθεση», λέει ο
Λεττονός καλλιτέχνης. «Είναι η τελευταία νύχτα του καλοκαιριού, που όλα τα
λουλούδια ανθίζουν με τρελό ρυθμό. Νομίζω πως οι άνθρωποι διαισθάνθηκαν με
κάποιον τρόπο ότι αυτή ήταν η τελευταία νύχτα του ονείρου της συλλογικής ουτοπίας».
Ο χειμώνας του 2010 που μας βρίσκει θεατές στον «Ηχο της σιωπής» δεν
κυοφορεί διαισθήσεις. Βαδίζει, βαδίζουμε, σε βεβαιότητες. Η ευφυής στην
ακρίβεια και οργάνωσή της, σύλληψη και εκτέλεση της παράστασης, αφήνει ως
επίγευση την παγωνιά του σοκ. Του αδήλωτου σοκ που μπορεί να προκαλέσει η
τρυφερότητα μιας μελωδίας, μιας κίνησης, μιας φευγαλέας ανάμνησης. Η διαπίστωση
ότι η βία δεν είναι μόνο η ορατή, η συγκρουσιακή, αλλά και το απολύτως σαφές,
στρατολογημένο μέλλον, από το οποίο δεν υπάρχουν διαφυγές. Ο εγκλεισμός σε μια
πραγματικότητα που δεν προσβλέπει σε ανατροπές γιατί δεν διαμορφώθηκε πάνω στην
αθωότητα αλλά στην εμμονή του μεγαλύτερου κέρδους.
Οι γονείς του ’60 ήταν ανέμελοι εκδρομείς, άλλοι με οράματα, άλλοι με
φιλοδοξίες. Τα παιδιά τους, σημερινοί γονείς, νόμιζαν ότι παρέλαβαν τη σκυτάλη
της ευφορίας και της ευδαιμονίας για να διαπιστώσουν τέσσερις δεκαετίες
αργότερα ότι η δική τους παραίσθηση δεν ήταν παρά μια κατασκευή. Ενας ιστός που
συνυφάνθηκε, μια παγίδα που φάνταζε χρυσή, υποθηκεύοντας παρόν και μέλλον.
Εκ των υστέρων θεατές του 1968 και κάτοικοι του 2010 αξιολογούμε το
χθες, βιώνοντας το τέλος του σήμερα. Ζούμε το μερίδιο της ιστορίας που μας
αναλογεί, ζαλισμένοι από την ένταση και τη σφοδρότητα των κοινωνικών αλλαγών. Ο
«Ηχος της σιωπής», ακριβώς επειδή άφηνε τους στίχους των τραγουδιών να
«μιλούν», επανατοποθέτησε διλήμματα και αξίες, λικνίζοντας τις αισθήσεις με
χιούμορ, σε μια ρομαντική, γλυκόπικρη ματαίωση. Αναψηλαφώντας την
πραγματικότητα των μικρών αφηγήσεων, ο Χερμάνις κάνει τους θεατές κοινωνούς της
άποψης του Αμερικανού θεωρητικού Χακίμ Μπέι: «Στις μέρες μας είναι αδύνατον να
αλλάξει κανείς όλον τον κόσμο. Είναι όμως δυνατό να αλλάξει κανείς τον
μικρόκοσμο που τον περιβάλλει, είτε πρόκειται για το θέατρο, είτε για τους
φίλους και την οικογένειά του».
Αλλάζοντας τον μικρόκοσμο, αλλάζουμε και τον κόσμο; Κάθε απάντηση μας
αφορά.
Μαρία Κατσουνάκη
|