Από τον ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ
Το ακόλουθο κείμενο είναι απόσπασμα συνέντευξης του ιταλού μελετητή
Ντιέγκο Φουζάρο, ο οποίος μίλησε για το βιβλίο του «Esserre senza tempo»
(«Bompiani», 2010) στον διαδικτυακό τόπο Lanterne Rosse.
- Τον χρόνο τον ζούμε είτε το θέλουμε είτε όχι. Ωστόσο, εσείς λέτε ότι ο
χρόνος κατά κάποιον τρόπο μας έχει κλαπεί, μας έχει αφαιρεθεί. Από ποιον, από
τι;
- Μεταξύ των πολλών ορισμών που μπορούμε να δώσουμε στην παρούσα
ιστορική φάση, υπάρχει ένας ο οποίος ίσως καλύτερα από τους άλλους συλλαμβάνει
το πνεύμα της: το παρόν μας είναι η εποχή της βιασύνης, ένας «χρόνος χωρίς
χρόνο», στον οποίο όλα τρέχουν άτακτα και χωρίς να σταματούν ποτέ, εμποδίζοντάς
μας όχι μόνον να ζούμε πλήρως τις παρούσες στιγμές, που διαδέχονται με
ιλιγγιώδη ταχύτητα η μία την άλλη, αλλά και να σκεφτούμε νηφάλια αυτά που
συμβαίνουν γύρω μας. Πάρα πολλά γεγονότα συσσωρεύονται σε όλο και πιο σύντομες
χρονικές περιόδους, προκαλώντας σε μας που ζούμε αυτήν την επιτάχυνση κάθε
τομέα της εμπειρίας (από την καθημερινή ζωή ως τον εργασιακό βίο, από τις
διαδικασίες μάθησης ως το σύμπαν των πληροφοριών) μιαν αίσθηση αποξένωσης και
ταυτόχρονα έναν εκνευρισμό: ποτέ δεν έχουμε αρκετό χρόνο για όλα όσα έπρεπε ή
θα θέλαμε να κάνουμε. Η νεωτερικότητα, με το πάθος της για το μέλλον, είχε
συνειδητά επιλέξει τον δρόμο της επιτάχυνσης των ρυθμών στο όνομα του
μέλλοντος. Το παρόν γινόταν αντιληπτό ως σημείο μετάβασης προς ένα διαφορετικό
και καλύτερο μέλλον. Οι επαναστατικές εμπειρίες είναι το πιο χαρακτηριστικό
παράδειγμα αυτού του πάθους για το μέλλον. Ας σκεφτούμε τη γαλλική και την
μπολσεβίκικη επανάσταση και το πάθος τους για το μέλλον. Από το 1989, αντίθετα,
με την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου, το μέλλον ως προγραμματικός
ορίζοντας έχει χαθεί. Δεν ζούμε πλέον στο όνομα του μέλλοντος αλλά στο όνομα
του ίδιου του παρόντος, που τείνει να γίνει ολικό, πανταχού παρόν, αιώνιο. Η
ίδια η ιστορία, με την αδιάκοπη ροή της, φαίνεται σαν να έχει ξαφνικά παγώσει.
Αυτή η διαιώνιση του παρόντος συνοδεύεται από μιαν ερημοποίηση του μέλλοντος.
Και ωστόσο συνεχίζουμε να βιαζόμαστε. Αυτός είναι ο παραλογισμός του καιρού
μας, το πιο μεγάλο του παράδοξο. Δεν υπάρχει πλέον ένας μελλοντικός σκοπός και
ωστόσο συνεχίζουμε να τρέχουμε.
Προς τα πού; Σε τι χρησιμεύει αυτή η βιασύνη, η παραφορτωμένη με παρόν;
Το μυστικό της μηδενιστικής και μεταμοντέρνας επιτάχυνσής μας έγκειται κατά τη
γνώμη μου σε ένα σύστημα παραγωγής -το καπιταλιστικό- το οποίο πρέπει να
εγγυάται αποτελεσματικότητα, παραγωγικότητα, όλο και πιο γρήγορα κέρδη, και
ταυτόχρονα δεν έχει πλέον ανάγκη το μέλλον και μάλιστα πρέπει να το εξορκίζει,
επειδή εμπεριέχει τη δυνατότητα του διαφορετικού. Απώθηση του μέλλοντος και
υπαρξιακή και παραγωγική βιασύνη μπορούν έτσι να συμβιώνουν αινιγματικά στο
πλαίσιο μιας εποχής που έπαψε να πιστεύει στον Θεό αλλά εξακολουθεί να πιστεύει
στην Αγορά.
- Ο καιρός περνάει με τρόπο διαφορετικό για όποιον είναι πλούσιος και
για όποιον είναι φτωχός...
- Ο χρόνος είναι ένας για όλους, αλλά δεν τον κατοικούν όλοι με τον ίδιο
τρόπο. Η κοινωνία που περιγράφει θαυμάσια ο Μαρξ είναι μια κοινωνία στην οποία,
πλάι στη γνωστή «πάλη των τάξεων», διεξάγεται και μια εξίσου λυσσαλέα «πάλι για
τον χρόνο. Στο «Κεφάλαιο», ο Μαρξ δείχνει με εντυπωσιακό τρόπο πως το κεφάλαιο
προσπαθεί με κάθε τρόπο να νικήσει στο πεδίο του χρόνου, αρχικά επιμηκύνοντας
όσο το δυνατόν περισσότερο το ωράριο εργασίας πέρα από κάθε ανθρώπινη αντοχή.
Στη συνέχεια, καθώς προσκρούει στα ανυπέρβλητα φυσικά όρια, απορρίπτει την
απεριόριστη επιμήκυνση του ωράριου εργασίας, αλλά δεν απαρνιέται το μοχθηρό
όνειρό του για ολική κυριαρχία πάνω στον χρόνο και επιβάλλει την παραγωγή σε
μικρότερο χρόνο αυτού που προηγουμένως παραγόταν σε περισσότερο χρόνο. Είναι η
γνωστή μετάβαση από την «απόλυτη» στη «σχετική υπεραξία». Η παραγωγή επιταχύνεται
και μαζί με αυτήν αναστατώνονται και οι ρυθμοί της ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία
υποχρεώνεται να προσαρμοστεί στους ταχύτατους ρυθμούς των μηχανών.
- Πώς περιγράφετε στο έργο σας την ίδια την έννοια του «χρόνου»;
- Ο Αυγουστίνος, στις «Εξομολογήσεις», έλεγε ότι γνώριζε καλά τι είναι ο
χρόνος όσο δεν χρειαζόταν να το εξηγήσει σε κάποιον. Ο ίδιος ο Καντ, τον 18ο
αιώνα, σημείωνε το παράδοξο σύμφωνα με το οποίο δεν μπορούμε να μιλάμε για τον
χρόνο παρά μόνον «χωροθετώντας» τον, δηλαδή ανάγοντάς τον σε χωρικές μεταφορές.
Στο βιβλίο μου προσπαθώ να ανιχνεύσω μιαν ιστορικο-κοινωνική γένεση του χρόνου,
βοηθούμενος σε αυτό και από τις αναλύσεις ιστορικών όπως ο Μπροντέλ ή ο
Κοσέλεκ. Η ίδια η ιδέα μιας ιστορίας στον ενικό, γραμμικής, κατευθυνόμενης
«μονοσήμαντα» από το παρελθόν προς το μέλλον, γεννιέται μόνον με τον
Διαφωτισμό, ακολουθώντας το ρεύμα της επιτάχυνσης της ιστορίας που γεννήθηκε
στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, χάρη σε διαδικασίες όπως η βιομηχανική
επανάσταση στην Αγγλία ή η Γαλλλική Επανάσταση. Ολο και περισσότερα γεγονότα
συσσωρεύονταν σε όλο και μικρότερα χρονικά διαστήματα και αυτό γινόταν τόσο στο
κοινωνικό-πολιτικό πεδίο (η επαναστατική Γαλλία) όσο και στο
τεχνικό-βιομηχανικό-επιστημονικό (η Αγγλία). Αρχισαν τότε να ζουν με την
πεποίθηση ότι ήταν η ίδια η ολότητα των ανθρώπινων εμπειριών και επομένως η
ιστορία αυτή που επιτάχυνε τον βηματισμό της (...). * |