ΒΑΡΒΑΡΑ ΤΕΡΖΑΚΗ
 
Επικοινωνία
Οι Αμερικανοί δέχονται το επίδομα σίτισης
Jason DeParle και Robert Gebeloff (εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία)
The New York Times, 01.01.1970



 

 

 

 

Μαρτινσβιλ, Οχάιο – Η διανομή δελτίων τροφίμων, ένα πρόγραμμα που κάποτε αντιμετωπιζόταν με περιφρόνηση ως ενα αποτυχημένο μέτρο κοινωνικής πρόνοιας, σήμερα φθάνει σε ύψη-ρεκόρ και αυξάνεται ολοένα και περισσότερο κάθε μήνα, παρέχοντας τροφή στο ένα όγδοο των Αμερικανών και στο ένα στα τέσσερα παιδιά.

Πάνω από 36 εκατομμύρια άνθρωποι χρησιμοποιούν για την αγορά βασικών αγαθών, όπως το γάλα, το ψωμί και το τυρί, διακριτικές πλαστικές κάρτες, τις οποίες δίνουν στα ταμεία καταστημάτων στις μαραζωμένες πόλεις και σε προάστια γεμάτα από επιγραφές κατάσχεσης.

Στην πλειονότητα τους έχουν εισοδήματα κοντά ή κάτω από το ομοσπονδιακό όριο φτώχειας-δηλαδή περίπου 22 χιλιάδες δολάρια για μια τετραμελη οικογενεια- όμως αυτή η ειδική κοινωνική μερίδα αποτελείται από ανθρωπους που αγωνιζονται να αντεπεξελθουν σε βασικές ανάγκες. Η αυξανόμενη απήχηση του προγράμματος είναι σ’αυτή τη γωνία του νοτιοδυτικού Οχάιο, όπου η εργατική τάξη συχνά θεωρούσε τα κουπόνια τροφίμων ως ένδειξη τεμπελιάς. Η ανεργία όμως μαστίζει την περιοχή και η διανομή δελτίων τροφίμων σε έξι επαρχίες γύρω από το Σινσινάτι έχει αυξηθεί τουλάχιστον κατά 50%.

Καθώς οι περισσότεροι συνάδελφοι του είναι απολυμένοι, ο Γκρεγκ Ντόσον, ηλεκτρολογος από το αγροτικό Μάρτινσβιλ, θεωρεί τον εαυτό του τυχερό που ακόμα έχει δουλειά. Εργάζεται σε νυχτερινή βάρδια και τοποθετεί φωτισμό σε ψυγεία παντοπωλείων. Όταν όμως περικόπηκαν τα έσοδα του από υπερωρίες και τα έξοδα του αυξήθηκαν, ο κ. Ντόσον άρχισε να περιορίζει το φαγητό που έτρωγε προκειμένου να θρέψει τη γυναίκα του και τα πέντε παιδιά του.

Προσπαθούσε να χορτάσει με δημητριακά και αβγά. Κατανάλωνε επίσης αρκετό κρέας από κονσερβες. Κατόπιν, με το στομάχι του να διαμαρτύρεται πήγαινε στη δουλειά για να εγκαταστήσει φωτισμό σε τρόφιμα που δεν είχε δυνατότητα να αγοράσει. «Αισθάνομαι ντροπή», λέει ο 29χρονος, κ. Ντόσον , ο οποίος νιώθει τόσο άσχημα για το μηνιαίο επίδομα των 300 δολαρίων ώστε το έχει κρύψει από τους γονεία του. «Πάντοτε θεωρούσα ότι αφορούσε άτομα που προσπαθούσαν να ‘αρμέξουν’ το σύστημα. Πλέον όμως φτάσαμε σε ένα σημείο που νιώσαμε ότι χρειαζόμασταν πραγματικά αυτή τη βοήθεια».

Αν και κατά τη διάρκεια της ύφεσης ο αριθμός των δικαιούχων εμφανίζει ραγδαία αυξηση, ο δρόμος είχε εξομαλυνθεί σε καλύτερες εποχές για την οικονομία, όταν η κυβέρνηση Μπους είχε οργανώσει μια καμπάνια προκειμένου να εξαλείψει το κοινωνικό στίγμα αυτού του προγραμματος και αποκάλεσε τα κουπόνια τροφίμων «βοήθημα σίτισης» αντί του όρου πρόνοια, πράγμα που κατέστησε ψυχολογικά ευκολότερη την υποβολή αιτήσεων. Αυτή η διακομματική προσπάθεια επισφράγισε μια εντυπωσιακή μεταστροφή πολιτικής της δεκαετίας του 1990, όταν ορισμενοι συντηρητικοί βουλευτές επιχείρησαν να καταργήσουν το πρόγραμμα, το αμερικανικό Κογκρέσο προχώρησε σε τεράστιες περικοπές ενώ τα γραφειοκρατικά εμπόδια απομάκρυναν πολλους πολίτες που είχαν ανάγκη βοήθειας.

Η καμπάνια προώθησης του προγράμματος επισιτιστικής βοήθειας με κουπόνια τροφίμων και της νέας του ονομασίας –Supplemental Nutrition Assistance Program (SNAP)- δέχεται πολλές επικρίσεις για εξαπάτηση των πολιτών.

«Κάποιοι άνθρωποι επιλέγουν να καμουφλάρουν αυτή την κατάσταση ονομάζοντας την επισιτιστικό πρόγραμμα αλλά ουσιαστικά δεν διαφέρει καθόλου από το χρηματικό επίδομα πρόνοιας», τονίζει ο Ρόμπερτ Ρέκτορ του Heritage Foundation, οι απόψεις του οποίου έχουν βρεί αρκετούς υποστηρικτές μεταξύ των συντηριτικών βουλευτών στο Καπιτώλιο, την έδρα του αμερικανικού Κογκρέσου. Προβάλλοντας ωε επιχείρημα ότι η βοήθεια δρα ανασταλτικά ως προς την εργασία και το γάμο, ο κ. Ρέκτος δήλωσε ότι τα δελτία τροφίμων θα πρέπει να περιλαμβάνουν εργασιακές προϋποθέσεις εξίσουν αυστηρές με εκείνες που αφορούσαν το χρηματικό επίδομα.

Όπως πολλοί νέοι δικαιούχοι εδώ στο Μάρτινσβιλ, ο κ. Ντόσον υποστηρίζει ότι συχνά ο κόσμος εκμεταλλεύεται το πρόγραμμα και σπεύδει να διευκρινίσει ότι εκείνος διαφέρει. Ενώ κάποιοι άνθρωποι «επιλέγουν να μην παντρευτούν, ώστε να έχουν δικαίωμα να κάνουν αίτηση για κοινωνικά επιδόματα», εκείνος είναι ένας παντρεμένος οικογενειάρχης που πηγαίνει τακτικά στην εκκλησία, εργάζεται και έχει δικό του σπίτι.

Στις αρχές της χρονιάς η Σάρα και ο Ταϊρόν Μάνγκολντ είχαν ενα αναμενόμενο εισόδημα 70 χιλιάδων δολαρίων. Εκείνη εργαζόταν ως ασφαλίστρια προγραμμάτων υγείας και εκείνος σε συνεργείο εγκατάστασης συστημάτων ψύξης-θέρμανσης. Εκείνη απολύθηκε την άνοιξη και ο σύζυγός της μερικούς μήνες αργότερα. Έπρεπε να τα βγάλουν πέρα με ένα επίδομα ανεργίας και μια οικογένεια με τρία παιδιά. «Είχαμε γίνει ιδιαίτερα ευερέθιστοι και υποφέραμε από κρίσεις πανικού», λέει η κ. Μάνγκολντ. «Η πείνα κάνει τους ανθρώπους ευέξαπτους».

Τα δελτία τροφίμων ενισχύουν πλέον το μηνιαίο εισόδημα της οικογένειας κατά 623 δολάρια και η κ. Μάνγκολντ, η οποία εξακολουθεί να παραδέρνει σε δουλειές του ποδαριού, δεν φέρει πλέον αντιρρήσεις.

«Πάντοτε πίστευα ότι οι άνθρωποι που ζουν με επιδόματα της πρόνοιας ήταν τεμπέληδες», αναφέρει, «αλλά νιώθω ανακούφιση όταν ξέρω ότι πλέον μπορώ να θρέψω τα παιδιά μου».

© 2007 - easyweb team