Ωσπου
να έρθει ένας καιρός κι ένας κόσμος, εάν έρθει, που το γένος των
ανθρώπων θα κρίνει περιττή, αν όχι διχαστική, τη λατρεία των ουρανίων
και τις αναπεμπόμενες δεήσεις να εμπλακούν στα ανθρώπινα στο πλευρό της
μιας ή της άλλης φυλής, ας προσεύχονται ανεμπόδιστα οι άνθρωποι, όσοι
το θέλουν και όπου το θέλουν. Κι όσοι ξενίζονται ή δυσανασχετούν
κρίνοντας πως η δική τους θρησκεία είναι ανώτερη και εξ αποκαλύψεως,
ίσως δουν διαφορετικά τα πράγματα αν συνεκτιμήσουν ότι κάτω από τις
πολλές ονομασίες και μορφές τού θρησκεύειν, όσες ασταμάτητα παράγει ο
χρόνος, διασώζεται ένας κοινός πυρήνας. Αίφνης, την περασμένη Τρίτη οι
χιλιάδες μουσουλμάνοι, κάτοικοι της Αθήνας (μιας πόλης που επιχειρούν
να τη δηλητηριάσουν όσοι φαιόνοες δεν ανέχονται την ανέγερση τζαμιού,
προβάλλοντας ποικίλα προσχήματα, ανάμεσά τους και την τρομοκρατία),
γιόρτασαν με δημόσιες προσευχές το Κουρμπάν Μπαϊράμι, την απόφαση
δηλαδή του Αβραάμ να θυσιάσει τον γιο του – τον Ισμαήλ κατά το Ισλάμ,
τον Ισαάκ κατά τη Βίβλο. Η γιορτή τους θύμισε, ή σε ορισμένους το
έδειξε για πρώτη φορά, ότι τρεις θρησκείες, ο ιουδαϊσμός, ο
χριστιανισμός και ο ισλαμισμός, μοιράζονται κάτι περισσότερο από
ορισμένες κρίσιμες αφηγήσεις: Ανάγουν και οι τρεις την αρχή τους στο
ίδιο πρόσωπο, τον Αβραάμ, γι’ αυτό και καλούνται αβρααμικές.
Περί
τον 17ο αιώνα π. Χ., στα μέρη της Χαναάν, ο Αβραάμ, που θεωρείται ο
πρώτος μονοθεϊστής, απέδιδε στον Θεό τη γενική ονομασία el (και ελπίζω
να μην μπουν εδώ στον πειρασμό οι παρ’ ημίν θιασώτες των παντοδύναμων
Ελ που «ζουν ανάμεσά μας» να εντοπίσουν στο el αυτό άλλη μία απόδειξη
της διαχρονικής παντοκρατορίας των Ελλήνων αφενός, της ελληνικότητας
του Θεού αφετέρου). Οσο για τον άλλον κοινό πυρήνα, των μύθων πια και
όχι των θρησκειών, για τις ομοιότητες δηλαδή των εβραϊκών αφηγήσεων με
τις μεσοποτάμιες και τις αρχαιοελληνικές, πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία θα
βρει ο αναγνώστης στο βιβλίο του Ρόμπερτ Γκρέιβς και του Ραφαέλ Πατάι
«Εβραϊκοί μύθοι» (μετάφραση Στέφανος Ροζάνης, εκδ. Υψιλον, 1991). Θα
πληροφορηθεί, λ. χ., εκεί ότι «η θυσία των πρωτότοκων γιων ήταν
συνηθισμένη στην Παλαιστίνη, και την τελούσαν Μωαβίτες, Αμμωνίτες,
Αραμαίοι και Εβραίοι («Ο Σολομών εισήγαγε στην Ιερουσαλήμ τη λατρεία
του Μελχόλ και του Χαμώς, στους οποίους προσέφεραν ολοκαύτωμα παιδιά
στην Κοιλάδα του Ταφέθ, την επονομαζόμενη Γέεννα»), και θα δει ότι «η
επιχειρηθείσα από τον Αβραάμ θυσία του Ισαάκ έχει παράλληλο στην
ελληνική μυθολογία, στον Κάδμειο μύθο του Αθάμαντα και του Φρίξου».
Εως
τα ενενήντα εννέα του χρόνια λοιπόν, μας λέει η «Γένεσις», συμφύροντας
ιστορικό υλικό με θρύλους και δοξασίες, το όνομα του ανθρώπου που
έμελλε να αναδειχθεί πρώτος πατριάρχης του Ισραήλ ήταν ’Αβραμ. Τότε του
φανερώθηκε ο Θεός για να του αλλάξει το όνομα και να συνάψει μαζί του
την πρώτη διαθήκη: «Ωφθη κύριος τω ’Αβραμ και είπεν αυτώ: Εγώ ειμι ο
θεός σου· ευαρέστει εναντίον εμού και γίνου άμεμπτος. Και θήσομαι την
διαθήκην μου ανά μέσον εμού και ανά μέσον σού και πληθυνώ σε σφόδρα.
Και έπεσεν ’Αβραμ επί πρόσωπον αυτού, και ελάλησεν ο θεός λέγων: Και
εγώ ιδού η διαθήκη μου μετά σού, και έση πατήρ πλήθους εθνών. Και ου
κληθήσεται έτι το όνομά σου ’Αβραμ, αλλ’ έσται το όνομά σου Αβραάμ, ότι
πατέρα πολλών εθνών τέθεικά σε». Αλλαξε όμως και το όνομα της συζύγου
του Αβραάμ ο Θεός· η Σάρα έγινε Σάρρα και απέκτησε τη δυνατότητα να
γεννήσει, στα άγονα ενενήντα της, τον Ισαάκ. Ο Αβραάμ όμως, ο πατέρας
των εθνών, είχε ήδη έναν γιο, τον Ισμαήλ· τον είχε αποκτήσει στα
ογδόντα έξι του, από την Αγαρ, την «Αιγυπτίαν παιδίσκην της Σάρας», τη
δούλα της, και μάλιστα έπειτα από παρότρυνση της ίδιας της συζύγου του
(«είσελθε ουν προς την παιδίσκην μου, ίνα τεκνοποιήσης εξ αυτής»).
Και
όταν «απεγαλακτίσθη» ο Ισαάκ, το θεϊκό σχέδιο, ή απλούστερα και
ανθρωπινότερα η ζήλια της Σάρας και ο φόβος διανομής της κληρονομιάς,
επέβαλε την εκδίωξη της Αγαρ, της «εγκαταλελειμμένης»: «Εκβαλε την
παιδίσκην ταύτην και τον υιόν αυτής· ου γαρ κληρονομήσει ο υιός της
παιδίσκης ταύτης μετά του υιού σου Ισαάκ» είπε πάλι η Σάρρα στον Αβραάμ
κι αυτός, μετά τους αρχικούς δισταγμούς του, συμφώνησε. Και
εκδιώχθηκε η Αγαρ, για να την παρηγορήσει στον δρόμο της
καταναγκαστικής προσφυγιάς της ένας άγγελος, που της επανέλαβε την
απόφαση του Θεού να «ποιήσει έθνος μέγα» και διά του Ισμαήλ. Ισμαηλίτες
είναι οι Αραβες, και Αγαρηνούς, από την Αγαρ, ονόμαζαν οι Ελληνες τους
Τούρκους πολλά χρόνια πριν. Στο Κοράνιο, πάντως, ο Αβραάμ εμφανίζεται
να ευχαριστεί και να δοξάζει τον Θεό και για τα δύο παιδιά του: «Δόξα
στον Θεό, ο Οποίος χάρισε σ’ εμένα τον Ισμαήλ και τον Ισαάκ, όταν πια
ήμουν γέρος» (βλ. «Το Ιερό Κοράνι», Κάκτος, 2006, μετάφραση Φιλολογική
Ομάδα Κάκτου). Στη «Γένεση», ο Θεός διά του αγγέλου του (ή τέλος πάντως
διά της χειρός όσων συνέγραψαν τη Βίβλο) καταδικάζει τελεσίδικα τον
Ισμαήλ, χωρίς πολλές πολλές εξηγήσεις, και του φορτώνει μοίρα σκληρή
και αναπόδραστη: «Ούτος έσται άγροικος άνθρωπος· αι χείρες αυτού επί
πάντας, και αι χείρες πάντων επ’ αυτόν, και κατά πρόσωπον πάντων των
αδελφών αυτού κατοικήσει» (στη μετάφραση της Ελληνικής Βιβλικής
Εταιρείας: «Αυτός θα είναι άνθρωπος αγροίκος, θα φέρεται σε όλους με
σκληρότητα και όλοι γύρω του θα του φέρονται με σκληρότητα· θα ζει
χώρια από τους αδελφούς του»). Στο Κοράνιο, ο Αβραάμ σαν να θέλει να
αναιρέσει την προδιαγεγραμμένη σκληρότητα απάναντι σους Ισμαηλίτες,
παρακαλεί τον Θεό: «Κύριε, εγκατέστησα ένα μέρος της οικογένειάς μου σε
μια άγονη κοιλάδα κοντά στον Ιερό Οίκο σου (κοντά στον ιερό βωμό του
Καάμπα στη Μέκκα). Ενίσχυσέ τους, όταν προσεύχονται, κάνε φιλικές
απέναντί τους τις καρδιές των ανθρώπων». Ας προστεθεί εδώ ότι το
Κοράνιο συνομιλεί με τη Βίβλο, την οποία και ρητά αναφέρει: «Πριν από
το Κοράνι υπήρξε η Βιβλος του Μωυσή η οποία δόθηκε προς καθοδήγηση των
ανθρώπων και ως απόδειξη της μεγαλοψυχίας του Θεού. Το Κοράνι
επικυρώνει τη Βίβλο σε γλώσσα αραβική, για να διδαχθούν οι κακοί και να
λάβουν οι καλοί τις χαρμόσυνες ειδήσεις».
Χαρμόσυνες
ειδήσεις από τις θρησκείες, αν κρίνουμε από την Ιστορία και το άφθονης
θρησκευτικής αφορμής αίμα που την πότισε, δεν έχουν λάβει πολλές οι
άνθρωποι, ή, κι αν τις έλαβαν, στρεβλώθηκαν με τον καιρό, αφού τα
κηρύγματα ειρήνης μετατράπηκαν σε εντολές μίσους και πολέμου· ώς και ο
Τζορτζ Μπους ο Β΄, που ξεκαθάρισε προσφατα ότι «δεν μετανιώνει», από
τον θεό (του) έλεγε ότι έπαιρνε οδηγίες. Το ότι η Παλαιά Διαθήκη
παραδίδει τον Αβραάμ όχι μονάχα ως μονοθεϊστή αλλά και ως έχοντα
μονοπωλιακές σχέσεις με τον Θεό, και οι ιστορίες που πλάθει για να
επικυρώσει την πεποίθηση αυτή η οποία καταστάλαξε στο δόγμα του
περιούσιου λαού, εξηγούν, τουλάχιστον εν μέρει, όσα ακόμα συμβαίνουν
στα μέρη εκείνα, με άμεση αντανάκλαση στο σύνολο σχεδόν του κόσμου. Το
’χει συνήθειο η ιστορία να κληροδοτεί άλυτους τους κόμπους της.
Του Παντελη Μπουκαλα
|