Για περισσότερο από μισό αιώνα και μέσα στην
άγρια τροπική βλάστηση της Κεντρικής Αμερικής, δύο αρχαιολόγοι με τις ομάδες
τους πάλευαν να βρούν και να χαρτογραφήσουν τα απομεινάρια μιας από τις μεγαλύτερες
πόλεις των Μάγιας. Προχωρούσαν αργά, ιδρώνοντας για να ανοίξουν δρόμο με τις
ματσέτες τους, καθώς δεν υπήρχε άλλος τρόπος να ξαναβρούν την πνοή του αρχαίου
αστικού τοπίου, την οποία είχαν καλύψει τα πυκνά φυλλώματα του δάσους.
Ακόμη και οι νέες τεχνολογίες της τηλεπισκόπησης είχαν αποδειχθεί άχρηστες,
Ούτε τα ραντάρ ούτε η υπερφασματική απεικόνιση από αέρος και μέσω δορυφορου
είχαν καταφέρει να «διαπεράσουν» τα δέντρα.
Πέρυσι την άνοιξη, όμως στην εποχή της ανομβρίας ένα ζευγάρι αρχαιολόγων οι
Αρλεν και Νταϊάνα Τσειζ, δοκίμασαν μια νέα μέθοδο, χρησιμοποιώντας την
ατμόσφαιρα για να στείλουν παλμούς λέιζερ που διείσδυαν στην πυκνή ζούγκλα και
αντανακλούσαν στο έδαφος. Με αυτόν τον τρόπο κατάφεραν να αποκτήσουν
τρισδιάστατες εικόνες του αρχαιολογικού χώρου της πόλης Καρακόλ, στο Μπελίζε,
μιας από τις μεγαλύτερες πόλεις των μάγιας
Σε τέσσερις μόλις μέρες, ένα δικινητήριο αεροπλάνο, εξόπλισμένο με μια
προηγμένη εκδοχή του lidar (ανίχνευση και κύμανση φωτός), πέταξε
αρκετές φορές πάνω από τη ζούγκλα και συνέλεξε περισσότερα στοιχεία απ’αυτά που
είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν οι συνάδελφοί τους στα 25 χρόνια της επιτόπιας
χαρτογράφησης. Έπειτα από επεξεργασία τριών εβδομάδων των εργαστηριακών
δεδομένων, οι μετρήσεις έφεραν στην επιφάνεια τις τοπογραφικές λεπτομέρειες
μιας περιοχής 207 τ.χλμ., με ίχνη από μεγάλα αρχιτεκτονικά έργα αλλά και από
σπίτια, δρόμους και αγροτικές κατασκευές.
«Μείναμε με το στόμα ανοιχτό», θυμαται η δρ Ντ. Τσέιζ, αναφερόμενη στην
πρώτη φορά που είδαν τις εικόνες. «Πιστεύουμε», λέει «ότι το lidar θα επιφέρει στην αρχαιολογική έρευνα για τους
Μάγιας την ίδια περίπου επανάσταση που έφεραν η χρονολόγηση με ραδιενεργό
άνθρακα στη δεκαετία του ’50 και οι αποκρυπτογραφήσεις των ιερογλυφικών των
Μάγιας στις δεκαετίες του ’80 και του ‘90».
Οι Τσέιζ, που διδάσκουν ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο του Ορλάντο, είχαν
συμπεράνει από προγενέστερες έρευνες ότι στις μέρες της δόξας της, δηλαδή κάπου
ανάμεσα στο 550 με 900 μ.Χ. , η Καρακόλ είχε φτάσει να είναι ένα μεγάλο αστικό
κέντρο.
Γύρω από το κέντρο, με τα παλάτια και τις μεγάλες πλατείες υπήρχε μια
βιομηχανική ζώνη με φτωχές συνοικές, ενώ πιο έξω βρίσκονταν τα προάστια με τις
κατοικίες, τις αγορές, τα αγροκτήματα και τις στέρνες.
Αυτή η εικόνα της αστικής εξάπλωσης οδήγησε τους Τσέιζ στο συμπέρασμα ότι ο
πληθυσμός της πόλης έφτασε, στα χρόνια της ακμής, τις 115.000. Κάποιοι
αρχαιολόγοι, ωστόσο, πιστεύουν ότι τα υπάρχοντα στοιχεία δεν απαρκούν για την
εξαγωγή τέτοιων συμπερασμάτων. «Τώρα, διαθέτουμε πλήρη στοιχεία και έχουμε δει
το τοπόπ στο σύνολο του» λέει ο δρ Αρλν Τσέιζ. «Ξέρουμε το μέγεθος και τα όρια
της πόλής, κι έτσι επιβεβαιώνονται οι υπολογισμοί μας σχετικά με τον
πληθυσμό-επίσης, βλέποντας όλες αυτές τις αγροτικές κατασκευές, καταλαβαίνουμε
επίσης πώς τρεφόταν αυτός ο πληθυσμός».
Η μελέτη της Καρακόλ υπήρξε και η πρώτη επίσημη εφαρμογή της προηγμένης
τεχνικής με λέιζερ σε τόσο εκτεταμένο αρχαιολογικό χώρο. Πολλές εφημερίδες
έχουν περιγράψει σε άρθρα τους τη χρήση του lidar στην περιοχή του Στόουνχεντζ στην Αγγλία, και αλλού, σ’ένα οχυρό της Εποχής
του Σιδήρου και σε αμερικανικές φυτείες. Μόνο πέρυσι, η Σάρα Πάρκακ από το
Πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα στο Μπέρμιγχαμ, προέβλεψε ότι «η απεικόνιση lidar έχει πολλά να προσφέρει στους αρχαιολόγους που
κάνουν εξερευνήσεις στα τροπικά δάση».
Οι Τσέιζ υποστηρίζουν ότιμ όταν ξεκίνησαν τη μελέτη τους για την Καρακόλ,
δεν γνώριζαν τις εκτιμήσεις που είχε περιλάβει η δρ Πάρκακ στο βιβλίο της
«Αίσθηση της υπερφασματικής απεικόνισης στην αρχαιολογία». Κινήθηκαν με βάση
τις συμβουλές ενός συναδέλφου τους από την κεντρική Φλόριντα, του Τζον
Βάινσχαμπελ, βιολόγου που χρησιμοποιούσε έδω και πολλά χρόνια την υπερφασματική
απεικόνιση στη μελέτη των δασών και άλλων καλλιεργημένων εκτάσεων.
Ο δρ Βάινσχαμπελ εξασφάλισε την αρχική χρηματοδότηση του έργου, μέσω ενός
σχετικά άγνωστου διαστημικού αρχαιολογικού προγράμματος της NASA.Άλλοι αρχαιολόγοι, οι οποίοι δεν έχουν
συμμετάσχει στη σχετική έρευνα αλλά έχουν ενημερωθεί για τα αποτελέσματα,
συμφωνούν ότι η τεχνολογία μπορεί να ενισχύσει θεαματικά τις εξερευνήσεις,
κυρίως στους τροπικούς με την οργιώδη βλάστηση και στην έρευνα για
προκολομβιανές πόλεις του Μεξικού και της Κεντρικής Αμερικής. Επισήμαναν ωστόσο
την ανάγκη να συνεχιστεί και η παραδοσιακή, επιτόπια χαρτογράφηση, για την
εδραίωση μιας «γήινης πραγματικότητας».
Οι Τσέιζ υποστηρίζουν πως η νέα έρευνα δείχνει τον τρόπο με τον οποίοα μια
ισχυρή αγροτική κοινωνία μπόρεσε να ανθήσει μεσα στο τροπικό περιβάλλον,
συμβάλλοντας έτσι στην ακμή του πολιτισμού των Μάγιας κατά την κλασική περίοδο,
μεταξύ 250 και 900 μ.Χ.
«Αυτό θα αποτελέσει μια πραγματική επανάσταση στον τρόπο με τον οποίο
διεξάγουμε τις έρευνες μας για τους Μάγιας», δήλωσε ο δρ Αρλεν Τσέιζ κατά την
επιστροφή του από τις πρόσφατες έρευνες στην Καρακόλ/
John Noble Wilford
|