Μετά τη
µεταπολίτευση, η έρευνα ως προς τη διαχείρισή της αποτέλεσε αρχικά αντικείµενο
της Γενικής Γραµµατείας Ερευνας & Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ), η οποία εν συνεχεία
λειτούργησε κάτω από την οµπρέλα του υπουργείου Ανάπτυξης.
Στην ουσία όµως η εφαρµογή της διενεργείτο κατά την πλειονότητά της στα
πανεπιστηµιακά εργαστήρια, και σε ένα σηµαντικό ποσοστό στα ερευνητικά ιδρύµατα
της χώρας, αλλά και εδώ, κυρίως από πανεπιστηµιακούς.
Στην αρχή της τελευταίας δεκαετίας το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευµάτων
ενεπλάκη πιο ενεργά στη διαχείριση κονδυλίων και στον συντονισµό προγραµµάτων
έρευνας, όπως και πολλά άλλα υπουργεία που είχαν ερευνητικό αντικείµενο. Με την
αύξηση των µνηστήρων δηµιουργήθηκαν αλληλοσυγκρουόµενα συµφέροντα και µια
πολυφωνία, η οποία είχε ως αποτέλεσµα να µη γνωρίζει «η δεξιά τι ποιεί η
αριστερά».
Εξαιτίας αυτής της κατάστασης, πολύ ορθά η Πολιτεία αποφάσισε στην προηγούµενη
διακυβέρνηση να ενοποιήσει και συντονίσει όλες τις ερευνητικές δραστηριότητες
κάτω από µία οµπρέλα, µε έναν νόµο ο οποίος ετοιµάσθηκε αλλά δεν ψηφίσθηκε
ποτέ. Η νέα κυβέρνηση, χωρίς να χρειασθεί να δηµιουργήσει νέες υπουργικές
δοµές, ενοποιεί την έρευνα µαζί µε την παιδεία κάτω από την οµπρέλα του
υπουργείου Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευµάτων, µε µία απόφαση που
θεωρήθηκε ότι ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση. Παρ όλο που θα περίµενε κανείς κάτω από την ίδια
στέγη τα θέµατα της έρευνας γενικότερα αλλά και ειδικότερα εκείνα που άπτονται
των ΑΕΙ και των ερευνητικών ιδρυµάτων ότι θα υποστούν µια εσωτερική διεργασία
ανάµεσα στις Γραµµατείες, Διευθύνσεις και τα στελέχη του υπουργείου µε
αποτέλεσµα να προκύψουν καλύτερα συντονισµένες προτάσεις, διαπιστώνει ότι αυτή
τη στιγµή υπάρχουν δύο διαφορετικοί νόµοι προς διαβούλευση από δύο διαφορετικές
οµάδες του υπουργείου, οι οποίες από ό,τι φαίνεται έχουν ελάχιστη έως µηδαµινή
επικοινωνία µεταξύ τους όσον αφορά στον τοµέα της έρευνας.
Αυτό έχει ως αποτέλεσµα τη δηµιουργία µιας σύγχυσης στην ακαδηµαϊκή -
ερευνητική κοινότητα, η οποία σε ένα µεγάλο ποσοστό της είναι δισυπόστατη, αφού
εργάζεται και στα ερευνητικά ιδρύµατα και στα πανεπιστήµια ταυτόχρονα, και
αναγκάζεται να εναλλάσσει το «καπέλο του ερευνητή µε αυτό του ακαδηµαϊκού»,
ανάλογα µε την οµάδα διαβούλευσης.
Εύχοµαι αυτοί οι δύο δρόµοι στην πορεία να συναντηθούν και να λάβουν σοβαρά υπ όψιν τους ο ένας την ύπαρξη του άλλου ή
ενδεχοµένως να συµπτυχθούν πριν οριστικοποιηθούν τα τελικά κείµενα. Ο
Ιωάννης Παλλήκαρης είναι πρύτανης του Πανεπιστηµίου Κρήτης
Του Ιωάννη Παλλήκαρη |