Απόψεις για τη δημοτική γλώσσα, τη
μετάφραση αλλά και για το προσωπικό του ύφος περιέχονται στις επιστολές του
μεγάλου κρητικού συγγραφέα προς τον γάλλο αρχαιολόγο Πιερ Αμαντρύ
«... η γαλικη γλώσα σήμερα δεν μπορει ν΄ αποδόσει όλο το πρωτόγονο της
νεοεληνικης· μονάχα στην εποχη του Rabelais μπορούσε· κ΄ ιδιαίτεραη γλώσα η δικη μου είναι
πολυ τραχεια, ο ρυθμος πολύ ορμητικος, καθόλου πολιτισμένοςκ΄
“γλαφυρος”, όπως λένε· το Βενέζη πολυ εύκολα μπορει ν΄ αποδόσει η γαλικη γλώσα,
το Βενέζη, το Θεοτοκα,τον Τερζάκη κ΄ τόσους άλλους». Αυτά έγραφε ο Νίκος
Καζαντζάκης σε χειρόγραφη επιστολή του προς τον γάλλο αρχαιολόγο Πιερ
Αμαντρύ στις 8.6.1954.
Πρόκειται για μία από τις έξι επιστολές του Καζαντζάκη προς τον Αμαντρύ τις
οποίες δώρισε η χήρα του δεύτερου Αγγελική Αμαντρύ-Παυλίδη στο Αρχείο του
Μουσείου Καζαντζάκη. Οι επιστολές, πέντε χειρόγραφες και μία δακτυλόγρα- φη,
εστάλησαν από τη γαλλική πόλη Αντίμπ, όπου το ζεύγος Καζαντζάκη ήταν
εγκατεστημένο από το 1948, κατά το διάστημα από τον Δεκέμβριο του 1953 ως τον
Σεπτέμβριο του 1954. Η δεκαετία του 1950 είναι ιδιαιτέρως δημιουργική για τον
Καζαντζάκη. Το μυθιστορηματικό έργο του γνωρίζει μεγάλη αναγνώριση στην Ελλάδα
και στο εξωτερικό, ενώ ο ίδιος συνεργάζεται στενά με μεταφραστές και εκδότες. Ο
Αμαντρύ μεταφράζει στα γαλλικά το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και ο Καζαντζάκης
επιθεωρεί κεφάλαια της μετάφρασης και του στέλνει υποδείξεις. Η χυμώδης
δημοτική γλώσσα του δυσκολεύει συχνά τους μεταφραστές. «Εχει πολλούς
κρητικισμούς» υποστηρίζει η κυρία Αμαντρύ, η οποία βοηθούσε αρχικά τον
σύζυγό της στη μετάφραση του έργου. Ο Καζαντζάκης όμως το αρνείται: «Οχι
μονάχα οι ξένοι παρα και οι Εληνες δεν ξέρουντη δημοτικη τους γλώσα και
γι΄ αυτο λέξεις κοινότατες τους είναιάγνωστες. Κι επειδη ντρέπονταινα το ομολογήσουν λένε πως οι λέξεις αυτες είναι κρητικες» (στην
επιστολή τής 30.1.1954). Και σε άλλη επιστολή του σημειώνει: «Σε όλο το
κείμενο προκαλω οποιονδήποτενα βρει τρεις λέξεις αποκλειστικακρητικες,
δηλαδη μία λέξη σε κάθε εκατον πενήντα σελίδες» (9.5.1954).
Το πάθος του συγγραφέα για τη δημοτική γλώσσα και η διαρκής μέριμνα για την
κάθε λέξη προβάλλουν έντονα στις επιστολές προς τον Αμαντρύ, όπου διατυπώνονται
κρίσεις για την καζαντζακική γλώσσα από το χέρι του ίδιου του συγγραφέα: «Κάθε
νεοεληνικη λέξη για μένα έχει υλικο βάρος, έντονημυρωδια και είναι
ζωντανη σα ζώο» (στις 17.3.1954). Μανιώδης συλλέκτης λέξεων, καταγράφει
σχολαστικά σε σημειωματάρια λέξεις που αντλεί από κάθε πηγή, από τον
δημοτικιστή καθηγητή Μανόλη Κριαρά ως τους αγρότες της ελληνικής επαρχίας. Και
τις σχολιάζει:
«Εμας οι λέξειςμυρίζουν ακόμα χώμα, χόρτο κι ανθρώπινο ιδρώτα· οι γαλικες
λέξεις είναι πια πολυ εξευγενισμένες» (17.3.1954).
Οι επιστολές είναι γραμμένες σε μονοτονικό (περίπου 30 χρόνια πριν από την
επίσημη καθιέρωσή του) και με πολλές απλοποιήσεις. Υποστηρικτής του ψυχαρικού
δημοτικισμού, ο ίδιος εξηγεί σε υστερόγραφο επιστολής: «Με συγχωρείτε για το
(αν)ορθογραφικο μου σύστημα·δεν γράφω τα διπλα σύμφωνακαι δεν
τονίζω παρα την τονιζόμενησυλλαβή· και όταν η λέξητονίζεται στη
λήγουσα δεν βάζωκαθόλου τόνο. Και τα πνέματα ψιλη και δασεία
καταργούνται».
«Εγραφε έξι επιστολές την ημέρα»
Οι έξι
επιστολές προς τον Αμαντρύ προστίθενται στις περίπου 4.500 επιστολές του
Επιστολικού Αρχείου στο Μουσείο Καζαντζάκη. Προέρχονται κυρίως από δωρεές και η
συγκέντρωσή τους ξεκίνησε από τον ιδρυτή του μουσείου Γιώργο Ανεμογιάννη.«Δραστήριος επιστολογράφος σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, ο Καζαντζάκης
έγραφε συχνά ως και πέντε-έξι επιστολέςτην ημέρα προς διαφορετικούς
παραλήπτες. Χιλιάδες επιστολές του βρίσκονται στα χέρια ιδιωτών, τους οποίους
καλούμε να τις δωρίσουν στο Μουσείο, όπου μπορούν αφενός να συντηρηθούν και
αφετέρουνα είναι διαθέσιμες στο κοινό και στους μελετητέςτου
έργου του Καζαντζάκη» μας λέει η έφορος του Μουσείου Καζαντζάκη κυρία Βαρβάρα
Τσάκα. Επόμενο βήμα, η συνεργασία με τον Πάτροκλο Σταύρου, θετό γιο και
κληρονόμο της Ελένης Καζαντζάκη, προκειμένου να δοθεί η άδεια όλο αυτό
το ανέκδοτο υλικό να εκδοθεί και να γίνει προσιτό σε όλους.
Λαμπρινή Κουζελη
|