Η καταπίεση κάθε είδους, µεταξύ άλλων και στις σχέσεις πατέρα - γιου που την
έχει βιώσει και ο ίδιος, βρίσκεται στο επίκεντρο του έργου του περουβιανού,
νοµπελίστα πλέον, συγγραφέα
Ο αυταρχισµός είναι ένα θέµα που έρχεται ξανά και ξανά στα βιβλία του Μάριο
Βάργκας Λιόσα. Η εµπειρία του µάλιστα από ένα αυταρχικό σχολείο, το στρατιωτικό
γυµνάσιο Leoncio Ρrado στη Λίµα, έγινε το διαβατήριό του για τη
διεθνή λογοτεχνική σκηνή. Την περιέγραψε στο µυθιστόρηµα «Η πόλη και τα σκυλιά»
που τον καθιέρωσε. Ενα µυθιστόρηµα τολµηρό, τα αντίτυπα του οποίου οι
αξιωµατικοί του Ρrado τα
έκαιγαν κατά χιλιάδες σε κεντρική πλατεία της Λίµα. Αλλά και πολύ αργότερα, σε
ένα από τα πιο γνωστά του µυθιστορήµατα, τη «Γιορτή του τράγου», καταπιάνεται
µε το θέµα της πολιτικής,
αυτήν τη φορά καταπίεσης. Περιγράφει
τη χούντα του Τρουχίλο στη Δοµινικανή Δηµοκρατία της δεκαετίας του 1960, που
είχε όµως και πολύ «ψωµί» για έναν µυθιστοριογράφο, καθώς ο Τρουχίλο ήταν ένας
δικτάτορας - κλόουν στον οποίο άρεσαν οι τελετές και που είχε µετατρέψει τη
χώρα «σε µια συνεχή φάρσα, της οποίας ήταν ο σεναριογράφος, ο σκηνοθέτης και ο
πρωταγωνιστής».
Το ότι ασχολήθηκε µε τον Τρουχίλο είναι ένα δείγµα ακριβώς της τάσης του Λιόσα
να ξεφεύγει από τα στενά όρια της χώρας του, τα οποία άλλωστε παραβίασε πολλές
φορές και στην ιδιωτική του ζωή. Τα πρώτα του λογοτεχνικά βήµατα τα έκανε στο
Παρίσι, ξέροντας ότι στο Περού θα ήταν αδύνατον να γίνει επαγγελµατίας
συγγραφέας. Κατά καιρούς έχει µείνει στο Λονδίνο, στη Βαρκελώνη, έχει επιστρέψει
στη Λίµα και έχει ξαναφύγει. Ακόµη όµως και αν ενηλικιώθηκε λογοτεχνικά στην
Ευρώπη, δικαίως θεωρείται ένας από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της
σύγχρονης λατινοαµερικανικής, ισπανόφωνης λογοτεχνίας, µαζί µε τον Γκαµπριέλ
Γκαρσία Μάρκές, τον Κάρλος Φουέντες, τον Χούλιο Κορτάσαρ.
Προκατάληψη
Αυτό το συνεχές πηγαινέλα στην Ευρώπη και τη Λατινική Αµερική τον έκανε άλλωστε
θαυµαστή των κοσµοπολίτικων κοινωνιών αλλά και της τοπικής κουλτούρας
ταυτόχρονα που, κατά τη γνώµη του, δεν είναι πράγµατα ασύµβατα. Σε παλαιότερη
συνέντευξή του είχε πει ότι η άποψη πως η παγκοσµιοποίηση καταστρέφει τις
τοπικές κουλτούρες δεν είναι παρά προκατάληψη.
«Ερχεται το αντίστροφο» εξηγεί. «Παντού. Στην Ισπανία, οι τοπικές κουλτούρες
ποτέ δεν ήταν τόσο ισχυρές, τόσο πλούσιες, τόσο αξιοδοτηµένες όσο σήµερα. Οι
Καταλανοί, οι Βάσκοι συνεχίζουν να µιλούν τη γλώσσα τους, σηµασιοδοτούν ξανά το
παρελθόν τους, χτίζουν µουσεία, αποκαθιστούν παλιές πόλεις, κάνουν γνωστή την
ιδιαίτερη κουζίνα τους. Οι Σκωτσέζοι ξαναβρίσκουν το παρελθόν τους, τις
µουσικές τους. Οι µεγάλες γιορτές του χθες αναβιώνουν ή αναβαθµίζονται κάτι όµως που δεν τους εµποδίζει να
εκτιµούν το αγγλικό ροκ. Η παγκοσµιοποίηση» συµπληρώνει «επέτρεψε στους
κατοίκους των περιοχών να απελευθερωθούν από τον πνιγηρό εθνικισµό και κρατισµό
του προηγούµενου αιώνα. Που, κατεχόµενος από τη λατρεία του ενοποιηµένου και
συγκεντρωτικού έθνους, ήθελε να ξεριζώσει όλη την αυθεντικότητά του να ζεις σε
µια µοναδική γη, µε τα έθιµα και τους µύθους της. Με την αυξανόµενη κυκλοφορία
των πολιτικών ιδεών και την ανακάλυψη άλλων τρόπων σκέψης, διακυβέρνησης, µε το
άνοιγµα των συνόρων και το Ιντερνετ, ο αυταρχικός εθνικισµός υποχώρησε.
Οπότε οι άνθρωποι των περιοχών επωφελήθηκαν για να εκφραστούν, να ξαναβρούν τις
ρίζες τους».
Βλέπει µάλιστα ότι «πρόκειται πολύ περισσότερο για πολιτισµικό, καλλιτεχνικό,
γιορταστικό κίνηµα παρά για πολιτικό». Που σηµαίνει ότι «όχι µόνο δεν υφίσταται
φόβος πολιτικού κατακερµατισµού αλλά θα υπάρξει πολιτιστική άνοιξη».
Δύο γάµοι
Αλλο θέµα που, σταθερά, επανέρχεται στα βιβλία του είναι οι σχέσεις πατέρα και
γιου. Οχι αναίτια, αφού βίωσε τραυµατικά και ο ίδιος τον χωρισµό των γονιών
του. Πέρασε την παιδική του ηλικία µε τη µητέρα του και τον παππού του (από τη
µητέρα του), στη Βολιβία. Οι επαγγελµατικές υποχρεώσεις του παππού τούς
ξανάφεραν στο Περού, σε µια επαρχιακή πόλη.
Και µετά οι γονείς του επανασυνδέονται. Ηταν ένας εξαφανισµένος πατέρας που τον
είχαν σχεδόν ξεχάσει και ξαναµπήκε στη ζωή τους. Αλλά που είχε την εξουσία να
τον βάλει σε ένα καθολικό σχολείο της Λίµα και µετά στο στρατιωτικό γυµνάσιο. Ο
Λιόσα, µετά τις πρώτες πανεπιστηµιακές του σπουδές στη Λίµα, πέρασε τον ωκεανό
και άφησε πίσω το παρελθόν.
Πρώτα στη Μαδρίτη και µετά, στα 23 του, στο Παρίσι. Δούλεψε ως καθηγητής
ισπανικών αλλά και ως δηµοσιογράφος στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων και στη
γαλλική τηλεόραση. Στο µεταξύ έχει παντρευτεί στα 19 του, έχει χωρίσει στα 28
του και ξαναπαντρεύεται, έναν χρόνο µετά, την εξαδέλφη του Πατρίσια Λιόσα µε
την οποία απέκτησε δύο γιους και µία κόρη. Με σπουδές Νοµικής και Φιλολογίας,
και µε διδακτορικό στη Μαδρίτη, ο Λιόσα έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής σε
διάφορα πανεπιστήµια και
στο Πρίνστον. Εγραψε µεγάλο αριθµό µυθιστορηµάτων, έγραψε επίσης αρκετό θέατρο
και κάµποσα δοκίµια, έχοντας κατά καιρούς καταπιαστεί µε το έργο του Μάρκες
αλλά και µε τη Μαντάµ Μποβαρί του Γκουστάβ Φλοµπέρ.
Η ίδια η Σουηδική Ακαδηµία ξεχώρισε στο βιογραφικό του Μάριο Βάργκας Λιόσα τα
βιβλία του «Συνοµιλία στον καθεδρικό ναό» (δεν έχει µεταφραστεί στα ελληνικά),
«Ο πόλεµος της συντέλειας του κόσµου», «Η γιορτή του τράγου».
16 βιβλία στα ελληνικά
Στα ελληνικά κυκλοφορούν 16 βιβλία του Μάριο Βάργκας Λιόσα: από τις Εκδόσεις
Καστανιώτη κυκλοφορούν τα «Η πόλη και τα σκυλιά», «Το παλιοκόριτσο», «Ο
παράδεισος στην άλλη γωνία», «Το πράσινο σπίτι», «Επιστολές σ ένα νέο συγγραφέα», «Το ψάρι στο νερό»,
«Η γιορτή του τράγου», «Τα τετράδια του δον Ριγοβέρτο», «Μια ιστορία για τον
Μάυτα».
Από τις Εκδόσεις Εξάντας τα «Πότε πήραµε την κάτω βόλτα;», «Ο πόλεµος της
συντέλειας του κόσµου Ι, ΙΙ» «Ο Λιτούµα στις Ανδεις», «Ο Πανταλέων και οι
επισκέπτριες», «Ποιος σκότωσε τον Παλοµίνο Μολέρο;». Από τις Εκδόσεις Πατάκη τα
«Μητριάς εγκώµιο», «Οι αρχηγοί».
Δύο Νοµπέλ γρονθοκοπούνται
Αυτό
µάλλον δεν έχει ξαναγίνει. Δύο µελλοντικοί νοµπελίστες συγγραφείς να πιαστούν
στα χέρια. Βέβαια, τότε δεν ήταν ακόµη νοµπελίστες, ήταν όµως στενοί φίλοι και
κουµπάροι. Ο Μάρκες βάφτισε τον γιο του Λιόσα και του έδωσε το δικό του όνοµα,
Γκαµπριέλ. Το 1971, όµως, ο Γκαµπριέλ Γκαρσία Μάρκες και ο Μάριο Βάργκας Λιόσα
αντάλλαξαν γροθιές σε ένα σινεµά στο Μεξικό, για άγνωστο λόγο. Ηταν προσωπικός
ο λόγος, αυτό µόνο είπαν. Και ποτέ δεν τον δηµοσιοποίησαν. Γιατί, κατά τα άλλα,
µάλλον υπάρχει εκτίµηση µεταξύ τους. Τουλάχιστον από την πλευρά του Λιόσα που
αρκετά πριν από τον καβγά είχε γράψει για το έργο του Μάρκες: «Τα διηγήµατα και
τα µυθιστορήµατά του µπορούν να διαβαστούν ως θραύσµατα ενός τεράστιου και
ποικίλου, επίσης ενδελεχούς δηµιουργικού σχεδίου εντός του οποίου µπορεί ο αναγνώστης να βρει το
πλήρες νόηµά τους». Μετά τη φιλονικία, έστω και αν είχαν περάσει πολλά χρόνια,
έδωσε τόπο στην οργή. Ενώ µετά το επεισόδιο είχε απαγορεύσει την ανατύπωση του
εγκωµιαστικού βιβλίου («Η ιστορία µιας θεοκτονίας») που είχε γράψει για τον
Μάρκες, το συµπεριέλαβε εντέλει σε νέα σειρά που κυκλοφόρησε στην Ισπανία µε τα
άπαντά του. «Δεν υπάρχει λόγος να λογοκρίνουµε περιόδους της ζωής µας», είπε. Και
η ευτυχέστερη κατάληξη, όταν κυκλοφόρησαν σε νέα ειδική έκδοση τα «Εκατό χρόνια
µοναξιάς», σαράντα χρόνια µετά την πρώτη τους κυκλοφορία, ο Λιόσα έγραψε τον
πρόλογο.
Μ.Π.
|