Ένα τελευταίο ραντεβού -Κώστας Αξελός (Το Βήμα/Βηmagazino)
Τον γνώρισα πριν από 15 χρόνια στο ατελιέ
του Ιάσονα Μολφέση, στην Μπουλβάρ Σεν Ζακ στο Παρίσι. Καθόταν σε μια πολυθρόνα
σκηνοθέτη και απολάμβανε το βαρύ γαλλικό τσιγάρο του. Εκείνη την ημέρα ο –
επίσης αείμνηστος- εικαστικός σχεδίαζε το πορτρέτο του. Δύο σπουδαίοι Έλληνες
σε μια τελετουργία που είχα την τύχη να αποθανατίσω με τον φακό μου.
Από τότε ο Αξελός δεν με ξέχασε. Με ενημέρωνε πάντα για τις διαλέξεις του
στην Ελλάδα και συχνά μου ταχυδρομούσε τα νέα βιβλία του.Τώρα κοιτάζω το ράφι
τους στη βιβλιοθήκη μου και αισθάνομαι πως η αξία τους είναι ανυπολόγιστη,
καθώς οι λευκές σελίδες έχουν και από μια ιδιόχειρη αφιέρωση του. Νοήματα
μεστά, λακωνικά και γεμάτα ευαισθησία. Καμία σχέση με εκείνο που ακολουθούσε
στις τυπογραφημένες. Ο Αξελός γαργαλούσε το κεφάλι του αναγνώστη. Έπαιζε με τις
αντιφάσεις. Με γλώσσα απλή εξέφραζε ένα ασύλληπτο στοχαστικό βάθος. Και ύστερα
ξεσπούσε το χάος. «Πιο πλούσια έννοια από το τίποτε» έλεγε. Γεννημένο από μια
θύελλα νοημάτων. Και όπως είχε πει χιουμοριστικά σε μια διάλεξη του στο ϊδρυμα
Γουλανδρή –Χορν στην Αθήνα,«το χάος
δεν ελιναι κανένα μπουρδέλο, διότι το μπουρδέλο είναι από τα πιο οργανωμένα
πράγματα του κόσμου». Αισθανόταν πιο κοντά στους αρχαίους Έλληνες ο Αξελός παρά
στους βιβλικούς προφήτες, απεχθανόταν την ιδέα της δημιουργίας εκ του μηδενός.
Προτιμούσε το ορφικό έρεβος, την ατέρμονη άβυσσο που που από μέσα της
αναδύθηκαν όλα τα όντα.
Το 2009 τον συνάντησα δύο φορές στο Παρίσι. Μία τον Σεπτέμβριο και μία στα
τέληΝοεμβρίου. Πάντα στο καφέ «Select», στη γειτονιά
του, το Μονπαρνας, τον Λόφο των Εννέα Μουσών. Το Μονπαρνς ήταν για χρόνια η
Μέκκα της διανόησης. Εδώ έζησαν και άλλοι γίγαντες της τέχνης και του
πνεύματος: ο Πικάσο, ο Ματίς, ο Τζιακομέτι, ο Λένιν και ο Τρότσκι, ο
Χεμινγουεϊ, ο Ελιοτ, ο Μπρετόν, ο Μπέκετ, ο Σαρτρ, ο Καστοριάδης, ο Ξενάκης και
τόσοι άλλοι. Καθήσαμε μακριά από την πολυκοσμία και είχε όρεξη για συζήτηση.
Παρήγγειλε ένα παγωμένο τσάι. Είχε επιστρέψει από ένα ταξίδι αναψυχής και μου
διηγήθηκε πόσο αναζωογονητικό ήταν το κολύμπι σε μια αλπική λίμνη. Τόσο που τις
επόμενες ημέρες κατέφεφερε να τελειώσει ένα δοκίμιο το οποίο τον παίδευε για
καιρό.
Μετά τα «πώς είσαι» και «τι κάνεις» αρχισε να μου μιλάει για την έννοια της
καταστροφής. «Η πρώτη καταστροφή του ανθρώπου είναι η σκέψη. Η σκέψη μεταβάλλει
τον άνθρωπο από ένα ζώο που απλώς ψοφάει σε έναν ον που γνωρίζει ότι διαρκώς
πεθαίνει. Η σκέψη δεν είναι φτιαγμένη για να παρηγορεί τον άνθρωπο. Είναι
ευλογία και ταυτόχρονα κατάρα. Τον κάνει να δει αλλιώς τη συνάρτηση ευτυχία
–δυστυχία. Όταν ο άνθρωπος δεν θα θέλει πια να εξουσιάζει τον κόσμο, τότε ίσως
να έχουμε μια ειρηνική και απόλυτα θεμιτή καταστροφή που θα ήταν το ξεπέρασμα
του ανθρωποκεντρισμού. Σήμερα υπάρχουν ακόμη σοβαρές αντιστάσεις ενάντια στον ολοκληρωτικό
αφανισμό μας. Σε δισεκατομμύρια χρόνια φυσικά, όπως το θέλει ο νόμος, θα γίνουν
τα πάντα σκόνη. Αλλά ως τότε η ανθρωπότητα οφείλει να ανησυχεί όσο μπορεί
περισσότερο. Σκοπός άλλωστε της φιλοσοφικής σκέψης είναι η πρόσκληση μιας
ανησυχίας που θα οδηγούσε τον άνθρωπο σε μια πιο ομόρρυθμη σχέση με τον κόσμο.
Να αντλήσει τις δυνάμεις του και να καταλάβει τις αδυναμίες του προερχόμενες
από τον ίδιο κόσμο του οποίου αποτελεί αναπόσπαστο μέλος».
Η ελπίδα στη σκέψη του Αξελού είναι
συνυφασμένη με το όραμα του γαλλικού Μάη. «Ήμουν στην επαναστατική επιτροπή
καθηγητών – σπουδαστών. Ο Μάης του ΄68 άλλξε τα δεδομένα στον δημόσιο χώρο και
στον δημόσιο λόγο. Έριξε τους μεσότοιχους της κοινωνίας. Αστοί κατέβηκαν στα
ίδια οδοφράγματα με τους εργάτες. Έθεσε καινούργια ήθη, απελευθέρωσε τις
σχέσεις των δύο φύλων. Εγώ, βέβαια, γεννήθηκα πολυγαμικός και δεν θα σταματήσω
ποτέ να είμαι». Γελάει. Είχε ένα γέλιο εφήβου, ενός ανθρώπου γεννημένου
ελεύθερου. «Και ας είναι η ελευθερία ο σταυρός όπου σταυρώνεται η σκέψη», όπως
συνήθιζε να πιστεύει.
«Ο στοχαστής ρωτά τον όλον και το κάνει να
τρίζει πάνω στις βάσεις του» απάντησε όταν τον ρώτησα «που πάμε;» και συνέχισε:
«Εμείς οι άνθρωποι, οι θνητοί, είμαστε αυτοί που μας αφορά το παιχνίδι της
ποιητικότητας του κόσμου. Ας ανταποκριθούμε στο ερώτημα του κόσμου. Στο
προσφερόμενο άνοιγμα που μας προδιαθέτει αλλιώς απέναντι στον ίδιο τον εαυτό
μας που δεν είναι κτήμα μας, απέναντι στους άλλους που δεν είναι αντικείμενα
μας, απέναντι στον κόσμο, που δεν είναι εχθρός μας αλλά φιλικός και
ανταγωνιστικός».
Με ενα άλμα στον χωροχρόνο του μνημονικού
του, περνάμε στα παιδικά του χρόνια: «Δεν ήταν πολύ ευχάριστα. Οι γονείς μου
δεν τα πήγαιναν καθόλου καλά, αλλά συμβιβάστηκαν γιατί ‘έτσι έπρεπε’, ‘για το
καλό όλων’ για το ‘τι θα πει ο κόσμος’. Ήμουν ευτυχισμένος παντού έξω από το
σπίτι, μακριά από τους γονείς μου και μακριά από την Ελλάδα».
«Πριν από μία δεκαεία επισκέφθηκα την Ιθάκη.
Η κυρία που μου νοίκιαζε το δωμάτιο μου ζήτησε να δώσω διάλεξη σε δέκα μαθητές.
Οι δέκα έγιναν εκατό. Το θέμα της ήταν ‘Από την Οδύσσεια της Ιθάκης στην
Οδύσσεια του κόσμου’, ωστόσο έθιξα και το ζήτημα του σύγχρονου Έλληνα που
μαστίζεται από το πάθος της κτητικότητας. Θεωρεί δική του τη φύση και
κυριολεκτικά την έχει γαμήσει. Ύστερα λέει: ‘Η γυναίκα Μου, ο γιος Μου και
είναι το ίδιο σαν να λέει το ποδήλατό Μου’. Στο τέλος της διάλεξης με πλησίασαν
μερικές γυναίκες και τόνισαν πόσο δίκαια και ανεπιφύλακτα μίλησα. Αυτό που
αγαπώ στις γυναίκες είναι ο θηλυκός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν τον
κόσμο».
«Ποιος είναι αυτός ο τρόπος;» τον ρώτησα.
«Δεν μπορώ να σου τον εξηγήσω γιατί δεν είμαι γυναίκα. Αλλά θα σου δώσω ένα
παράδειγμα: Γεννήθηκα στην Αθήνα από γονείς βενιζελικούς. Εγώ κομμουνιστής ων,
στα 17 μου έφυγα απ’ο το σπίτι. Ο πατέρας μου δεν ήθελε να με δει ούτε
ζωγραφιστό, η μητέρα μου όμως όπου και αν ήμουν, ερχόταν με χαρά να με
συναντήσει». Τα μάτια του έλαμψαν από νοσταλγία. «Αυτό έχετε εσείς οι γυναίκες.
Είστε ανοιχτές».
«Και το πληρώνουμε καθημερινά» τον διακόπτω. «Γι’αυτό γεννήθηκαν τα
φεμινιστικά κινήματα που φωνάζουν για ίσα δικαιώματα. Είσαι και εσύ
φεμινίστρια;» με ρωτά. Η απάντηση μου δεν είχε σημασία. «Στην αγάπη δεν χωράνε
δόγματα» μου λέει στοργικά. «Ο αληθινός έρωτας είναι φωτιά και η φωτιά δεν
περιορίζεται από τίποτε».
Θυμήθηκα μια παλαιότερη συνάντησή μου με τον Αξελό σε ένα παριζιάνικο σπίτι
κοινών φίλων. Στην παρέα ήταν η σύντροφός του, ευρωβουλευτής τότε, Κατερίνα
Δασκαλάκη, ο Μολφέσης, ο Ζακ Λακαριέρ, η φωτογράφος Αννα Κατσίμπρα και ένας
γόνος των Εμπειρίκων. Δεν θα ξεχάσω ποτέ που τον άκουσα να μιλάει για ζώδια. Ο
Αξελός για ζώδια! Συστηνόταν ως «Καρκίνος με ωροσκόπο Τοξότη». Έσπαζε τον πάγο
με πικάντικα ανέκδοτα. Ανάγκη συναναστροφής με όρους απλότητας; Ανάπαυλα από
μια διαρκή και ενίοτε εξοντωτική φιλοσοφική ενατένιση;
Μπορεί. Δεν ήμουν φοιτήτρια του. Είχα την τύχη να συναναστραφώ μαζί του
μακριά από έδρανα και μαυροπίνακες. Και ας ήταν ακούραστος ως δάσκαλος. Και ας
μιλούσε επί ώρες για τον Ηράκλειτο, τον Μαρξ και τον Χαιντεγκερ. Και ας μην
έλεγε ποτέ «όχι» όταν τον καλούσαν για διαλέξεις. Στην Ελλάδα οι διαλέξεις του
έκαναν πάταγο. Πάει λιγότερο από ένας χρόνος που η Φιλοσοφική του ΑΠΘ τον έκανε
επίτιμο διδάκτορά της. Τον έχουν τιμήσει τα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης, Κρήτης,
Ιωαννίνων και Λάρισας και στην Αθήνα το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Μόνο το
«στεγανοποιημένο», κατά τον ίδιο, Καποδιστριακό δεν τον είχε καλέσει ποτέ και
ας είχε γεννηθεί εκατό βήματα από το κατώφλι του.
«Δεν σας λείπει η Ελλάδα;» τον ρώτησα, «Όχι είμαι ξεριζωμένος από τα νιάτα
μου. Εδω ήρθα και εμεινα με τους φίλους μου: τον Μολφέση , τον Ξενάκη. Από τότε
που ήρθε το καράβι και μαςπήρε όλους.
Εμένα, τον Καστοριαδη, τον Σβορώνο και άλλους πολλούς. Ούτε που το πιστεύαμα!»
Ηταν τέλη του 1945 όταν ο Κώστας Αξελος, χάρη στον σωτήριο ρόλο του
Οκταβίου Μερλιέ, διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου και στην παρέμβαση του
γαλλικού κράτους, μπήκε και αυτός μαζί με τόσους άλλους διωκόμενους αριστερούς
και αντιστασιακούς στο θρυλικό καράβι «Ματαρόα», μια αληθινή κιβωτό της
ελληνικής διανόησης που διέσωσε με το ταξίδι από τον Πειραιά στη Μασσαλία μια
ολόκληρη γενιά. Λίγο καιρό μετά καταδικαζόταν ερήμην σε θάνατο. Θάνατος; Στο
σημείο αυτό τον ρώτησα τι θα ήθελε να είχε που δεν το πρόλαβε σε τούτη τη ζωή:
«Θα ήθελα να είχα δύο κόρες» ήταν η απάντηση του. «Έχετε όμως το γονεϊκό ρόλο
απέναντι στους σπουδαστές σας. Είστε ίνδαλμα της νεολαίας, το γνωρίζετε;».
«Γνωρίζω ότι ταξιδεύω μανιωδώς σε όλον τον κόσμο δίνοντας διαλέξεις.
Αργεντινή, Κούβα. Βραζιλία. Σε μια διάλεξη πρόσφατα στη Βραζιλία γνώρισα τον
μεγάλο μοντερνιστή αρχιτέκτονα Όσκαρ Νιμάγερ που σχεδίασε τη φουτουριστική πόλη
Μπραζίλια. Τι συγκλονιστικός άνθρωπος. Γίναμε φίλοι αμέσως».
«Κύριε Αξελέ, πόσα χρόνια θέλετε να ζήσετε;» τον ρώτησα. «Ουουου, πολλά!»
απάντησε με ενθουσιασμό. «Βέβαια ποτέ δεν ξέρεις με τη ζωή» συνέχισε και τότε η
φωνή του ράγισε και μίλησε για την αδικοχαμένη ποιήτρια Λευκή Μολφέση, κόρη του
αγαπημένου του φίλου Ιάσονα, η οποία σκοτώθηκε σε τροχαίο. «Μοίρα δεν είναι
κάτι που πέφτει πάνω στον άνθρωπο, αλλά είναι το μέρος του ανθρώπου , το
μερίδιό του μέσα στον κόσμο» κατέληξε.
Στο γραφείο του δεν υπάρχει υπολογιστής ούτε καν γραφομηχανή. Όταν μια
υπάλληλος εταιρείας του τηλεφώνησε για να του πουλήσει λαπτοπ, της είπε ότι δεν
χρησιμοποιεί τέτοια μαραφέτια. Τότε αυτή τον ρώτησε: «Και τι χρησιμοποιείτε;».
«Ένα χοντρό μολύβι και ένα μαχαίρι» της απάντησε. Τον φαντάζομαι να αφήνει
το χοντρό μολύβι, να βάζει στο πικάπ τζαζ – την αγαπημένη του τζαζ – και να
αγναντεύει έξω από το παράθυρο τη «μικρή Νέα Υόρκη» του τη γειτονιά του στο
Μονπαρνάς. Η φωνή του ήταν άλλοτε ενός πολύγλωσσου αστού, άλλοτε ενός γκουρού
και άλλοτε ενός μαχητικού νέου.
Κάποτε μου έστειλε στην Πράγα όπου ήμουν το νέο του βιβλίο με την εξής
λακωνική ευχή: « Ας μη βουλιάζουμε στα οικονομικά».
Με αποχαιρετά με ένα φιλί στο μάγουλο. Αλησμόνητη η τελευταία εικόνα του. Τον
έβλεπα μέσα από την τζαμαρία του μπιστρό να συνεχίζει να με χαιρετά και να
απομακρύνεται σχεδόν χοροπηδώντας. Ήταν τόσο χαρούμενος που θα συναντούσε την
Κατερίνα, τη σύντροφο της ζωής του, τη συνεργάτιδα και μεταφράστρια των γραπτών
του. «Είναι ανοιχτή, τρυφερή και έχει βαθιά κατανόηση» μου είχε εκμυστηρευτεί
για την ίδια. Θα περνούσαν ένα Σαββατοκύριακο μαζί στην εξοχή. Στον ίδιο
αναστηλωμένο νερόμυλο όπου τον Ιούνιο με πλήθος φίλων γιόρτασαν τα γενέθλια του
φιλοσόφου. Τα τελευταία του γενέθλια.