Ο ρομαντισμός και ο
ελληνοκεντρισμός, ως γνωστόν, όχι μόνον κυριάρχησαν σε κάποια περίοδο της
νεοελληνικής σκέψης στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά επέζησαν συγκλονιστικών
ιστορικών ανακατατάξεων και συνεχίζουν να τροφοδοτούν με τις ίδιες λέξεις και
εικόνες τη σύγχρονη κοινή γνώμη πάνω στην ιστορία του νεοελληνικού πολιτισμού.
Ετσι δεκαετίες τώρα, η κυρίαρχη
άποψη για τη διατήρηση των παραδοσιακών οικισμών (ταυτόσημη δυστυχώς με την
τουριστική αξιοποίηση) θέλει αναλλοίωτη και κατά κάποιον τρόπο «αμόλυντη» τη
μορφολογική τους εικόνα από καινούργια κτίσματα, προκειμένου να είναι
ελκυστικοί στους τουρίστες των καλοκαιρινών διακοπών και όχι να αποτελούν
τόπους μόνιμης κατοικίας όπως ήταν στο παρελθόν.
Αλήθεια, τι σημαίνει σήμερα, την
εποχή της απόλυτης ρευστότητας και των μεγάλων τεχνολογικών επαναστάσεων, να
υποστηρίζουμε το τοπικό απέναντι σε ένα υποτιθέμενο διεθνές, ή το αντίστροφο;
Αφού, είτε το θέλουμε είτε όχι, βρισκόμαστε ταυτόχρονα και στο τοπικό και στο οικουμενικό.
Ή μην τυχόν ήταν έτσι πάντα; Ας μην ξεχνάμε ότι οι πολιτισμοί λειτουργούσαν
πάντοτε ως συγκοινωνούντα δοχεία. Μαζί με τους ανθρώπους ταξίδευαν και οι ιδέες
τους. Αυτή η δημιουργική ανταλλαγή ιδεών και γνώσεων, άλλωστε, προήγαγε τους
πολιτισμούς.
Στην αρχιτεκτονική λοιπόν, όπως
άλλωστε και στη ζωή την ίδια, δεν υπάρχουν απαράβατες νομοτέλειες, δεν υπάρχει apriori σωστό ή λάθος! Κάθε φορά καλούμαστε να κρίνουμε το συγκεκριμένο
αρχιτεκτονικό έργο έτσι όπως στέκει στον τόπο και τον χρόνο. Εδώ και όχι κάπου
αλλού. Τώρα, και όχι χθες ή αύριο.
Ας μείνουμε, λοιπόν, μακριά από
την επιδερμίδα και την εικονογραφία της παραδοσιακής μας αρχιτεκτονικής και την
ίδια στιγμή να κοιτάξουμε βαθιά μέσα στον κρυφό πυρήνα των περασμένων, αν
υπάρχει κάτι «ζωντανό» που αναπνέει ακόμη και φτάνει σαν ηχώ σε εμάς σήμερα.
Αυτή την ενεργό παράδοση αν μας κάνει, να την κρατήσουμε και να την εξελίξουμε,
αλλιώς, αν τίποτε ουσιαστικό δεν μένει ζωντανό, τότε να συνεχίσουμε τον δρόμο
μας αφήνοντας πίσω το νεκρό της σώμα και αυτά που κάποτε ήταν σημαντικά στον
καιρό τους.
Κι όταν γυρίζουμε το βλέμμα μας
προς τα πίσω, δεν είναι από ρομαντική διάθεση, αλλά για να δούμε ώς πού
φτάσαμε, αν έχουμε έστω και λίγο προχωρήσει. Γιατί όπως αναφέρει ο Σάββας
Κονταράτος στο έξοχο βιβλίο του «Αρχιτεκτονική και Παράδοση»: «Τελικά, το
πρόβλημά μας -στην αρχιτεκτονική, αλλά και σε πολλούς άλλους τομείς- φαίνεται
πως δεν είναι τόσο ο κίνδυνος αλλοίωσης ή απώλειας κάποιας εθνικής ταυτότητας
σχηματισμένης στο παρελθόν, όσο η αδυναμία μας να αποκτήσουμε μια σύγχρονη
ταυτότητα, ξεφεύγοντας από τον κύκλο όπου αναπαράγεται η πολιτισμική μας
αλλοτρίωση. Και ίσως να είναι η αόριστη συνείδηση αυτού του προβλήματος που μας
κάνει να αναζητούμε κάθε τόσο στηρίγματα στο παρελθόν ή σε αυτό που αποκαλούμε
παράδοση».