Η επισιτιστική βοήθεια δεν αποτελεί πλέον στίγμα (Ελευθεροτυπία/The New York Times)
Η σίτιση μέσω κουπονιών, ένα πρόγραμμα που
κάποτε χαρακτηριζόταν υποτιμητικά «κοινωνική πρόνοια’, βρίσκει πλέον ευρεία
αποδοχή λόγω της οικονομικής κρίσης. Ύστερα από σοβαρές περικοπές τη δεκαετία
του 1990, το Κογκρέσο έκανε στροφή προκειμένου να διευρύνει τον αριθμό των
δικαιούχων, να περιορίσει τη γραφειοκρατία και να εξωραΐσει την εικόνα του
προγράμματος. Αυτές οι αλλαγές σε συνδυασμό με την ανεργία έχουν εκτινάξει σε
ύψη-ρεκόρ τις αιτήσεις ένταξης στο πρόγραμμα, καθώς πλέον ένας στους οκτώ
Αμερικανούς λαμβάνει βοήθεια.
Η αναβίωση του προγράμματος ξεκίνησε πριν από μια δεκαετία, όταν η θέσπιση
σκληρής νομοθεσίας περί κοινωνικής πρόνοιας στέρησε χρηματικά επιδόματα από
εκατομμύρια ανθρώπους, πολλοί από τους οποίους χαμηλόμισθοι. Συμπαθούντες
πολιτικοί αξιωματούχοι σήμερα θεωρούν ότι τα κουπόνια σίτισης είναι ένας τρόπος
να βοηθήσουν αυτούς τους ανθρώπους. Για τις Πολιτείες το πρόγραμμα ήταν
ελκυστικό και για άλλον ένα λόγο: τα επιδόματα πληρώνονται από την ομοσπονδιακή
κυβέρνηση.
Η δυναμική εκστρατεία ένταξης στο πρόγραμμα ατόμων που έχουν ανάγκη είναι
εμφανής στην περίπτωση της Μόνικα Μπόστικ-Τόμας, μιας 45χρονης χήρας από το
Χάρλεμ, η οποία εργάζεται με μερική απασχόληση ως σχολική τροχονόμος.Από τότε
που έχασε το σύζυγό της παλεύει να τα βγάλει πέρα με ένα ετήσιο εισόδημα 15.000
δολαρίων.
Δεν απευθύνθηκε ωστόσο πουθενά για βοήθεια, μέχρι τη στιγμή που δεχθηκε ενα
τηλεφώνημα από την Επισιτιστική Τράπεζα της Νέας Υόρκης, έναν από τους φορείς
κοινωνικής αρωγής που συνεργάζονται με το δήμο. Ο υπάλληλος υπολόγισε ότι της
αναλογούσε μηνιαίο επίδομα 147 δολαρίων. «Είναι σημαντική βοήθεια!» δήλωσε η κ.
Μπόστικ-Τόμας.
Από το 1964 που δημιουργήθηκε το επισιτιστικό πρόγραμμα με κουπόνια γνώρισε
και εποχές διακομματικής υποστήριξης αλλά και εποχές επιθέσεων από τη
συντηρητική πλευρά. Ο δημοκρατικός Τζορτζ ΜακΓκάβερν και ο ρεπουμπλικάνος Μπομπ
Ντόουλ υπήρξαν ένθερμοι υποστηρικτές του προγράμματος στη Γερουσία. Ο Ρόναλντ
Ρίγκαν όμως διηγείτο ιστορίες για «γεροδεμένους νεαρούς άντρες» που
χρησιμοποιούσαν κουπόνια τροφίμων για να αγοράσουν μπριζόλες.
Τη δεκαετία του 1990 το επισιτιστικό πρόγραμμα επλήγη από τη δεσμευση του
προέδρου Μπιλ Κλίντον «να τερματίσει το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας». Παρότι ο
πρόεδρος αναφερόταν στην χρηματική βοήθεια, ο νόμος του 1996 που περιόριζε τα
χρηματικά επιδόματα περιλάμβανε και σημαντικές περικοπές στις παροχές κουπονιών
σίτισης καθώς και στις προϋποθέσεις για να είναι κανείς δικαιούχος.
Καθώς όμως η προσοζή εστιάστηκε στους φτωχούς εργαζομένους, τα κουπόνια
σίτισης απέκτησαν νέους υποστηρικτές. Ο ρεπουμπλικανος πρώην κυβερνήτης του
Ουισκόνσιν, Τόμι Τζ. Τόμσον, υπερηφαβευόταν για την περικοπή των χρηματικών
επιδομάτων και παράλληλα διατυμπάνιζε την αύξηση των κουπονιών σίτισης. ΣχετικόδελτίοΤύπουτο 2000 έλεγε: «Leading the Way to Make Work Pay».
Σύμφωνα με το αμερικανικό υπουργείο Γεωργίας, κάθε μήνα σχεδόν το 90% των
ανθρώπων πουτ λαμβάνουν κουπόνια σίτισης έχουν εισόδημα κάτω από την
ομοσπονδιακή γραμμή φτώχειας. Όσον αφορά όμως τις οικογένειες με παιδιά, το
ποσοστό των εργαζομένων αυξήθηκε στο 47% το 2008 από 26% που ήταν στα μέσα της
δεκαετίας του 1990, ενώ το ποσοστό των ατόμων που λαμβάνουν χρηματικά επιδόματα
έπεσε κατά δύο τρίτα.
«Όλα αυτά είναι ομοσπονδιακά κεφάλαια που τροφοδοτούν με δολάρια τις
τοπικές οικονομίες», υποστηρίζει ο Ράσελ Σάικς, κυβερνητικός σύμβουλος στο
Μιλγουόκι του Ουσκόνσιν ο οποίος προειδοποιεί ότι το σύστημα πρόνοιας
ενθαρρύνει τους φτωχούς να εργάζονται λιγότερο ώστε να δικαούνται το επίδομα.
«Θα είναι πολύ δύσκολο», τονίζει «να ‘απογαλακτιστούν’ από το σύστημα όλες
αυτές οι μάζες της χαμηλής μεσαίαςτάξης που καρπώνονται την κρατική βοήθεια».
Ο 24χρονος Χουάν Ντιέγκο κάστρο έχει μηνιαίο μισθό περίπου 2.500 δολαρίων
και αρχικά πίστευε ότι τα κουπόνια σίτισης θα πρέπει να απευθύνονται σε
ανθρώπους με μεγαλύτερη ανάγκη. Υπάλληλος όμως της τράπεζας τροφίμων τον
ενθάρρυνε να υποβάλει αίτηση , με το επιχείρημα ότι υπάρχει αρκετή βοήθει για
όλους.
Την ώρα που ο κ. Κάστρο μοιάζει προβληματισμένος, η 44χρονη Αλμπα Κατάνο
δείχνει αποκαρδιωμένη. Μετανάστρια από την Κολομβία, εργάζεται εδώ και δώδεκα
χρόνια στη νυχτερινή βάρδια ενός συνεργείου καθαρισμού. Έπεσε όμως και έχασε
τρείς μήνες εργασίας έπειτα από εγχείρηση στο γόνατο.
Τον περασμένο Νοέμβριο πήγε κουτσαίνοντας σε μια εκκλησία στο Κούινς της Νέας
Υόρκης όπου ένας υπάλληλος της τράπεζς τροφίμων συγκέντρωνε αιτήσεις.
Όσον αφορά τους χαμένους μισθούς της, η κ. Κατάνο αντιμετώπιζε το θέμα
στωικά, λέγοντας ότι το σανκότσο της (κολομβιανή σούπα) θα περιείχε λιγότερο κρέας
και περισσότερα χόρτα. Ταράχτηκε όμως όταν άρχισε να μιλά για το πως επηρεάζει
αυτή η κατάσταση τη δεκάχρονη κόρη της.
«Το ψυγείο μου είναι αδειο», ε’ιπε η κ. Κατάνο.
Τον περασμένο μήνα η κ. Κατάνο επέστρεψε στη δουλειά της λαμβάνοντας ένα επίδομα
170 δολαρίων το μήνα και δεν έχει πλεον κανέναν ηθικό ενδοιασμό να συγκαταλέγεται
μεταξύ των 38 εκατ. Αμεικανών που σιτίζονται με κρατική βοήθεια. «Είχα την εντύπωση
ότι οι εργαζόμενοι δεν δικαιούνταν επιδόματα», αναφέρει. «Και τότε μου είπαν ‘Όχι,
όχι το πρόγραμμα έχει βελτιωθεί’».