Η Γαλλία
αρχίζει ένα µεγάλο πείραµα µε στόχο να ανοίξει τις πόρτες των «grandesecoles», των πανεπιστηµίων της ελίτ, στα παιδιά φτωχών
οικογενειών. Οµως, δεν λείπουν οι ενστάσεις.
Η Γαλλία φαντάζεται τον εαυτό της ως µια χώρα «δηµοκρατικής αρετής», στην οποία
επικρατεί αξιοκρατία και η οποία διοικείται από µια καλοεκπαιδευµένη ελίτ που
προκύπτει από ένα άγρια ανταγωνιστικό εκπαιδευτικό σύστηµα. Στην κορυφή του
είναι οι «grandesecoles», γύρω στις 220 σχολές διαφόρων
ειδικοτήτων. Και στην κορυφή της κορυφής αυτής της πυραµίδας είναι µια φούχτα
περίφηµα ιδρύµατα που δέχονται λίγες χιλιάδες φοιτητές τον χρόνο, οι οποίοι
περνούν από εξαιρετικά ανταγωνιστικές εξετάσεις.
«Στη Γαλλία, οι οικογένειες γιορτάζουν την εισαγωγή σε µια grandeecole περισσότερο από το πτυχίο», λέει ο Ρισάρ Ντεκουέν, ο οποίος διευθύνει την
πιο φιλελεύθερη από τις σχολές αυτές, το Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών του
Παρισιού, γνωστό ως SciencesΡo. «Αφού περάσεις τις
εξετάσεις, στα 18 ή στα 19 σου, ανήκεις κάπου για το υπόλοιπο της ζωής σου». Το
αποτέλεσµα, λένε οι επικριτές, είναι µια αυτοαναπαραγόµενη ελίτ των πλούσιων
και των λευκών που εφοδιάζει τα παιδιά της µε τις κοινωνικές δεξιότητες, την
οικονοµική υποστήριξη και την πολιτιστική γνώση για να περάσουν τις εισαγωγικές
εξετάσεις, τις οποίες δίνουν συνήθως έπειτα από άλλα δύο χρόνια εντατικής
µελέτης µετά το Λύκειο, σε ακριβά προπαρασκευαστικά σχολεία. Το πρόβληµα δεν
είναι µόνον η στενή, περιορισµένη βάση αυτής της ελίτ. «Η Γαλλία έχει τόσα
προβλήµατα νεωτερικότητας», λέει ο Ντεκουέν. Αυτοί που περνούν τις εξετάσεις
«είναι εξαιρετικά έξυπνοι, όµως το θέµα είναι: Είσαι δηµιουργικός; Είσαι
πρόθυµος να διακινδυνεύσεις; Να ηγηθείς σε µια µάχη;».
Παρά τις ενστάσεις, η κυβέρνηση προτρέπει τις σχολές να βάλουν στόχο να
αυξήσουν το ποσοστό των υπότροφων φοιτητών τους στο 30% τριπλάσιο του σηµερινού. Οι σχολές φοβούνται πως
η κυβέρνηση θα υπονοµεύσει την υπεροχή τους στο όνοµα της κοινωνικής µηχανικής,
ενώ κάποιοι επισηµαίνουν ότι ένα τέτοιο άνοιγµα αντιβαίνει στο ιδεώδες µιας
αξιοκρατίας τυφλής σε φυλή, θρησκεία και εθνότητα. Το πείραµα, ωστόσο, θα τεθεί
σε εφαρµογή. Και η Ριζάν ελ-Γιαζιντί είναι µία από τις πρωτοπόρους στο πείραµα
αυτό. Κόρη βορειοαφρικανών γονιών στο «σκληρό» παρισινό προάστιο Μποντί,
συµµετέχει σε ένα δοκιµαστικό πρόγραµµα που βοηθάει έξυπνα παιδιά φτωχών
οικογενειών να ξεπεράσουν τα τεράστια πολιτιστικά µειονεκτήµατα που συχνά
σήµαιναν την αποτυχία τους στις κρίσιµες εισαγωγικές εξετάσεις. «Προς το παρόν
είµαστε ακόµη µια µικρή οµάδα, αλλά θα γίνουµε περισσότεροι, θα υπάρξει
πραγµατική πρόοδος», λέει η 20χρονη Γιαζιντί. Οµως είναι και ανήσυχη.
«Είµαστε τυχεροί, αλλά είναι και µεγάλος κίνδυνος για µας. Μπορεί να µην τα
καταφέρουµε σε µια κορυφαία σχολή».