Για να
τριτώσει το καλό, συνεχίζω τον έπαινο για το δραμινό περιοδικό, που κατορθώνει
ν΄ ανοίξει Δίοδο στα μπλοκαρισμένα μας συνήθως γράμματα. Ο λόγος σήμερα
για το υποδειγματικό δοκίμιο που υπογράφει ο Γρηγόρης Πεντζίκης με την επιγραφήΠαιχνίδι ή Οραμα. Σκάβοντας το έργο δύο σημαντικών νέων ποιητών,
που αυτοσυστήνονται στο ίδιο τεύχος. Προηγείται (σ. 77) η Γεωργία
Τρανταφυλλίδου (1968) με Δυο άσπρα ποιήματα · αντιγράφω τους τελευταίους
στίχους από το πρώτο:
Τα καλοκαίρια η απουσία/ οι αντοχές, η αμνησία. / Εδώ τελειώνειτο
παιχνίδι/ εδώ φωλιάζει και το φίδι. / Σ΄ ένα κρεβάτι κάπου στην πόλη/ το έργο
ανέβηκε, ζήτω οι ρόλοι/ που συνεπαίρνουν/ και σου τα παίρνουν τα ωραία/
πουκάμισα. Και πέφτει χιόνι.
Επεται (σ. 80) ο Κυριάκος Συλφιτζόγλου (1983), με άτιτλο ποίημα από όπου
αποσπώ, βάναυσα πάλι, κάποιουςστίχους: ταλαίπωρο καρναβάλι/εδώ είναι
η γωνιά σου/ κάτωαπό τον σκονισμένο προβολέα / τα ψεύτικα βλέφαρά σου [...]πάνεχρόνια που... / η ταύτιση είναι/ ξεπερασμένη/ στο λέω/ μα ήθελα
να σε ρωτήσω/ για το πλεόνασμα της φθοράς [...] κι αν σπάσει ο καθρέφτης/τι
προκύπτει; / το είδωλο/γηράσκει/ αεί/ διδασκόμενο / δηλαδή/ ψευδόμενο.
Αυτά για πρόγευση, προτού επιστρέψω στο δοκίμιο του Πεντζίκη, που ο ίδιος το
συστήνει ως «κριτική», εκτός και αν η ρουμπρίκα ανήκει στη σύνταξη του
περιοδικού. Εγώ πάντως επιμένω, μιλώντας για δοκίμιο: όχι μόνο γιατί εδώ και
κάμποσα χρόνια έχει εκπέσει το έντιμο αυτό είδος σε γενικότερη ανυποληψία, αλλά
γιατί βρίσκω στη δόκιμη αυτή λέξη βιογραφική ουσία. Το πράγμα αρχίζει με τις Δοκιμέςτου Σεφέρη, όπου μαθήτευσα στα δύσκολα εφηβικά χρόνια, και φτάνει στο πρώτο
τυπογραφικό δοκίμιο που έπεσε στα χέρια μου. Για τους δύσπιστους υπάρχει και το
«δοκίμιν της αγάπης».
Τα δύο ερεθιστικά αποσπάσματα επίκαιρης ποίησης που παρέθεσα προϊδεάζουν,
υποθέτω, γιατί και πώς ο Πεντζίκης έφτασε στον τίτλο του δικού του δοκιμίου,
ενόψει συντελεσμένων τριών ποιητικών συλλογών. Δύο της Γεωργίας Τριανταφυλλίδου
( Ο ποιητής έξω η πρώτη, Δικαίωμα προσδοκίας η δεύτερη), και μιας
του Κυριάκου Συλφιτζόγλου ( Εκαστος εφ΄ ω ετάφη ). Προφανώς ο Πεντζίκης
αναγνώρισε εδώ δείγματα δόκιμης ποίησης του καιρού μας, που με τις επιλογές και
τον τρόπο τους σκανδαλίζουν, δίνοντας προτεραιότητα στο γλωσσικό παιγνίδι και
απωθώντας κάθε βαρυσήμαντο όραμα. Εβαλε όμως εξαρχής τους δύο όρους σε
εισαγωγικά αμφιβολίας, και τους εξέθεσε σε ερωτηματική διάζευξη. Σε αυτή τη
βάση ο επόμενος έλεγχος (θεωρητικός και μεθοδολογικός πρώτα, παραδειγματικός
ύστερα) καταλήγει στη μείωση της επιφανειακής διαφοράς των δύο όρων και στην
ανάδειξη μιας εσωτερικής ποιητικής συζυγίας τους- την ονομάζει μορφή. Ενδιαμέσως
αποφορτίζονται από τα απωθητικά τους βαρίδια οι δύο κρίσιμοι όροι. Το
«παιχνίδι» από την ελαφρότητα του λογοπαιγνίου και της ιδεολογικής
ουδετερότητας. Το «όραμα» από τον ιδεαλιστικό εξωραϊσμό και τον ρητορικό του
χαρακτήρα. Η διπλή αυτή αποφόρτιση ευνοεί εφεξής τόσο τη μετακίνηση του
οράματος από τον εξωτερικό περίγυρο στο εσωτερικό σώμα του ποιήματος όσο, και
προπαντός, τη μεταστοιχείωσή του σε μορφή, που μορφοποιεί το ποίημα. Σ΄ αυτό
εξάλλου το κρίσιμο κεφάλαιο υπάρχουν κορυφαία υποδείγματα από τον χώρο της
νεοελληνικής ποίησης, που εντοπίζονται εύκολα: λ.χ. στον Σολωμό, αλλά και στον
Καβάφη.
Στην περίπτωση του Σολωμού εξέχει η οραματική μορφή της Φεγγαροντυμένης, που αναδύεται, σχεδόν από το πουθενά, και μεταμορφώνεται σε μουσικό ήχο,
καθώς εξελίσσεται η σύνθεση του «Κρητικού», αποκαλύπτοντας έτσι τη γόνιμη μήτρα
της σολωμικής ποίησης. Προηγείται βέβαια η συμβολική μορφή της Ελευθερίας, που υφίσταται διαδοχικές μεταμορφώσεις: επαναστατική στον « Υμνο»,
θρηνητική «Εις το θάνατο του Λορδ Μπάιρον», μεταμορφώνεται σε Δόξαμονάχη στο
«Επίγραμμα των Ψαρών», για να καταλήξει Μητέραμεγαλόψυχη στο «Γ΄
Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων».
Ο Καβάφης δεν χρειάζεται διαμεσολάβηση . Φτάνει να ακούσουμε προσεκτικά
τον ποιητικό του απολογισμό στο «Εκόμισα εις την τέχνην» (δημοσιεύεται το 1921)
όπου η Μορφή (με κεφαλαίο το αρκτικό της γράμμα) ορίζεται ως
συντελεστήςκλειδί του ποιήματος. Αντιγράφω: Κάθομαι και ρεμβάζω. Επιθυμίες
κ΄ αισθήσεις/ εκόμισα εις την Τέχνην-κάτι μισοειδωμένα, / πρόσωπαή
γραμμές · ερώτων ατελών/ κάτι αβέβαιες μνήμες. Ας αφεθώ σ΄ αυτήν./ Ξέρει
να σχηματίσει Μορφήντης Καλλονής·/ σχεδόν ανεπαισθήτωςτον βίον
συμπληρούσα, / συνδυάζουσα εντυπώσεις, συνδυάζουσατες μέρες.
Δεν χρειάζονται σχόλια. Να θυμίσω μόνον ότι μορφή και ομορφιά
ανταποκρίνονται μεταξύ τους: στα νιάτα σμίγουν, στα γεράματα χωρίζουν.