Ο,τι
μας συμβαίνει είναι πρωτόγνωρο και σοκαριστικό, κι όχι επειδή είχαμε
καλομάθει και γίναμε μαλθακοί, ούτε επειδή φταίνε καθ’ ολοκληρίαν οι
παθογένειες του ελλαδικού κράτους και η οκνηροπονηρία του Ελληνος και
τέτοια στερεοτυπικά. Οχι. Ο,τι συμβαίνει στην Ελλάδα τώρα και θα
εξελίσσεται με σφοδρότητα μήνα με τον μήνα, είναι πρωτόγνωρο για όλη τη
μεταπολεμική Ευρώπη. Η κρίση κρατικών χρεών, οι εγγενείς ασυμμετρίες
στην Ε.Ε., η ταχύτατη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, η ριζική
αμφισβήτηση του κοινωνικού συμβολαίου, η εξουθενωτική πίεση στα
μεσοστρώματα, η χειρουργική αφαίρεση του μέλλοντος, οι απειλές
αποκλεισμού, ο μαζικός εκφοβισμός, η συλλογική ενοχοποίηση, όλα τούτα
είναι πρωτόγνωρα για τους λαούς της μεταπολεμικής Ευρώπης, και ασφαλώς
πρωτόγνωρα για τους Ελληνες της 36χρονης Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Η
επιχειρούμενη «λατινοαμερικανοποίηση» της Ευρώπης θέτει καινοφανή
ερωτήματα στους πληττόμενους λαούς. Σε αυτά τα ερωτήματα είναι προφανές
ότι δεν μπορούν πια να απαντήσουν οι πολιτικές ελίτ που κατέχουν σήμερα
την εξουσία, διότι η σκέψη και η δράση τους είναι σχεδόν απολύτως
ετερόφωτες και ετερόνομες· διότι αυτές ακριβώς οι ελίτ παρήγαγαν την
παρούσα κρίση, είναι οργανικό μέρος της κρίσης· διότι τα διανοητικά
εργαλεία τους είναι ξεπερασμένα. Τα εγχειρίδια Business Administration
και Αssets Management των τεχνοκρατών που ασκούν πολιτικοοικονομική
διαχείριση είναι απελπιστικά αστεία εφόδια για να αναμετρηθείς με τα
σύνθετα γεωπολιτικά, ιστορικά και ανθρωπολογικά διακυβεύματα της πιο
μεγάλης ίσως κρίσης του καπιταλισμού από το 1929. Η πολιτική τιμωρεί
τους μάνατζερ, αλλά μαζί τιμωρεί πολύ επώδυνα και τα πλήθη που της
γύρισαν την πλάτη.
Θα
διακινδυνεύσω μια περιγραφή της ελληνικής περίπτωσης, με αφορμή την
απουσία πρωτότυπων προσεγγίσεων και εννοιολογήσεων της κρίσης. Στον
διαμορφωτικό 19ο αιώνα μεγάλα πνεύματα του ελληνισμού αναζήτησαν
απαντήσεις κοιτώντας προς τη Δύση αλλά κυρίως προς τον χώρο τους και
την παράδοσή τους. Συνέθεσαν πρωτότυπες, κοπιώδεις απαντήσεις, όχι
πάντα λυσιτελείς, αλλά πάντα αυθεντικές, αυτόχθονες και τολμηρές: για
το ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε, πού πάμε, τι μπορούμε να κάνουμε —
Σολωμός, Ζαμπέλιος, Παπαρρηγόπουλος, Κουμανούδης, Ροΐδης...
Μετά
την ήττα του 1897, γεννήθηκε επίσης ένα νέο γηγενές πνεύμα, που
εκφράστηκε πολιτικά, πνευματικά, καλλιτεχνικά, από τον Παλαμά έως τον
Βενιζέλο. Στον μακρό 20ό αιώνα, μετά την καταστροφή του ’22, με ακόμη
μεγαλύτερη ένταση, μια γενιά διανοουμένων, καλλιτεχνών και πολιτικών
ανδρών στοχάστηκε με αυτόχθονες, αυθεντικούς όρους την ταυτότητα, τις
δυνατότητες, την ιδιοσυστασία, τους δρόμους που ανοίγονται, άνδρες που
επιχείρησαν μια ζεύξη του μοντέρνου με το παραδοσιακό, του διεθνούς με
το εντόπιο, που είδαν τον εαυτό τους υπερήφανο και αυτοτελή. Μιλώ για
τη λεγόμενη Γενιά του ’30, υπό ευρεία έννοια. Ο «κρατικός» Σεφέρης, ο
υπερμοντέρνος Εγγονόπουλος, ο κεντρώος Θεοτοκάς, ο βυζαντινός
Κόντογλου, ο αριστερός Δούκας, ο μυστικός Πικιώνης, ο ακατάτακτος
Πεντζίκης, κ.ά., είδαν τον Ελληνα εαυτό με αγωνία και περηφάνια, σαν
μέρος του Δυτικού όλου αλλά και σαν αυτόφωτο πρόσωπο. Η κληρονομιά τους
είναι κληρονομιά υπερηφάνειας και αυθεντικότητας. Και κράτησε ζωντανό
τον ελληνισμό του κρατιδίου μέσα από πολέμους, κατοχή, εμφύλιο, έως τη
δικτατορία του ’67.
Στη
μεταπολίτευση, αυτή η παράδοση πρωτογενούς σκέψης ατονεί — για πολλούς
λόγους. Ατονεί σταδιακά, έως νεκρώσεως, ακόμη και η πνευματική σύνδεση
των ελίτ με την ηπειρωτική Ευρώπη· παύει η τροφοδοσία από τη Γαλλία,
την Ιταλία, τη Γερμανία. Οι ελίτ διαπαιδαγωγούνται πλέον αγγλοσαξονικά,
μαθαίνουν να σκέφτονται αγγλοαμερικάνικα, να καθρεφτίζονται σε
υπερατλαντικούς καθρέφτες, να μην αναγνωρίζουν εαυτούς στην παράδοση.
Καθίστανται ανίκανες να σκεφτούν τον εαυτό τους και τον τόπο με όρους
άλλους εκτός των κολεγιακών εγχειριδίων· ανίκανες να σκεφτούν τη
γεωπολιτική και ιστορική Ελλάδα δυναμικά, με όρους αυτοτέλειας και
ιστορικότητας. Οι ελίτ σήμερα παπαγαλίζουν αγγλοσαξονικά, βλέπουν την
Ελλάδα μηχανικά, σαν case study, τη βάζουν σε excelάκια στο λάπτοπ·
ορισμένως: τη βλέπουν απ’ έξω, σαν ξένοι, που μάλιστα ντρέπονται και
λίγο για το μεσογειακό και βαλκάνιο χούι, ντρέπονται για τους φτωχούς
και άξεστους γονείς τους. Ντρέπονται για τον άξεστο Μακρυγιάννη, τον
Καραϊσκάκη, τον Καβάφη, τον Σεφέρη; Ναι, ντρέπονται, επειδή οι ίδιοι
είναι άξεστοι, άμοιροι παιδείας, ημετέρας και θύραθεν, επειδή είναι
ετερόφωτοι ή άφωτοι, επαρχιώτες της Δύσεως και όχι πρωταγωνιστές της.
Είπαμε,
βλέπουν την Ελλάδα απέξω, με το κυάλι αντεστραμμένο, και τη σκέφτονται
αγγλικά, δηλαδή τεχνικά και αποσπασματικά. Δεν βλέπουν τον κόσμο από
εδώ προς τα εκεί· και δεν τον σκέφτονται ελληνικά, δηλαδή ιστορικά και
καθολικά. Και η Ελλάδα βουλιάζει
Νίκου Γ. Ξυδάκη
|