Δεν
γίνεται να μη νοιαζόμαστε για τη γνώμη που σχηματίζουν οι άλλοι για
μας, οι ξένοι, είτε δουλεύουν εδώ, μετανάστες, είτε παρατηρούν με
κάποια προσοχή τα τεκταινόμενα από την απόσταση που τους προσφέρει η
εστία τους. Και δεν μιλάω φυσικά για τη θρυλική «εικόνα της χώρας», τη
βιτρίνα της, την υπεράσπιση της οποίας έχουν αναλάβει οι
μετεριζοφύλακες των καναλιών, που από το ύψος της αυθεντίας τους όλο να
τραυματίζεται τη βλέπουν κι όλο να πληγώνεται. Για τις βαθύτερες
σκέψεις και τα ουσιώδη αισθήματα μιλάω, όσα υπερφαλαγγίζουν και την
τυχαία αφορμή τους αλλά και τα στερεότυπα με τα οποία αναπαριστάνεται
επιπόλαια στο μυαλό κάθε τρίτου μια χώρα ή ένας λαός. Στη δική μας
περίπτωση, όπως το βλέπουμε τους τελευταίους μήνες, δεν νοείται αναφορά
στη σύγχρονη Ελλάδα και αναπαράστασή της δίχως προσφυγή σε στερεότυπες
φράσεις και σχήματα που έλκουν την καταγωγή τους από την αρχαιοελληνική
μυθολογία και ιστορία, με αποτέλεσμα, από την πολλή χρήση, ό,τι κάποτε
ακουγόταν τιμητικό, τώρα να ηχεί ονειδιστικό.
Η
αλήθεια βέβαια είναι ότι προτιμούμε, χρόνια τώρα, να αναπαράγουμε
βροντωδώς μόνο τις εγκωμιαστικές αναφορές που μας αφορούν και, σαν από
κάποιο αίσθημα ανασφάλειας ή από ένα σύμπλεγμα
αυτοϋποτίμησης/αυτοϋπερεκτίμησης κινημένοι, να ανακαλύπτουμε
ανθελληνικές συνωμοσίες πίσω από οποιοδήποτε κριτικό σχόλιο, και το πιο
μετρημένο. Ετσι όμως παραμένουμε ενθουσιωδώς καθηλωμένοι στο έλος της
αυταρέσκειας, κι αυτή που τραυματίζεται εντέλει δεν είναι η εικόνα μας
αλλά η αυτογνωσία μας. Θα λειτουργούσε πιστεύω σαν μια νέα
απελευθέρωση, το ίδιο σπουδαία με την πρώτη δύο αιώνες πριν, ο
απεγκλωβισμός μας από τις ακλόνητες βεβαιότητες ότι απαρτίζουμε έθνος
ξεχωριστό στην ιστορία, λαό περιούσιο στον οποίο σύμπασα η ανθρωπότητα
οφείλει χάριτες εσαεί, και μάλιστα υλικά μεταφραστέες.
Και
η τωρινή γνώμη των ξένων μάς νοιάζει, πώς αλλιώς. Αλλά, κακά τα ψέματα.
Οι «δημιουργικές λογιστικές» των κυβερνητών μας σπάραξαν τη σάρκα της
χώρας, την οικονομική πρώτα κι ύστερα την ψυχική, και παρέδωσαν τους
κατοίκους της (αδιακρίτως, έφταιξαν-δεν έφταιξαν) στη χλεύη των ξένων,
και μάλιστα των εταίρων μας. Η μισή ανασφάλεια που νιώθουμε έχει να
κάνει με τα κλονισμένα οικονομικά μας, με τη ραγδαία απομείωσή τους,
άρα και με το τέλος των ψευδαισθήσεων, τουλάχιστον για όσους αφήνονταν
στη γοητεία τους. Η άλλη μισή όμως, ηθικής και πνευματικής τάξεως,
σχετίζεται με την απαξίωση των ονομάτων «Ελλάδα» και «Ελληνες» στο
στόμα και στα γραφτά Αγγλων, Γάλλων, Γερμανών κ. ο. κ., λογίων και
«λαϊκών», αρχόντων και αρχομένων. Ο φόβος δηλαδή είναι μήπως αυτό που
εμφανίζεται σαν κοινό ευρωπαϊκό αίσθημα απέναντί μας, και το οποίο δεν
φαίνεται να διαρρηγνύεται από τις λιγοστές εντελώς διαφορετικού ήθους
στάσεις, πείσει τους λεξικογράφους να εφοδιάσουν τα συγγράμματά τους με
δεύτερα και τρίτα ερμηνεύματα του «Greek», ευτελιστικά και
ντροπιαστικά. Υπάρχει άλλωστε και το σχετικό παρελθόν, τότε που το
«Ελληνας», το «Γραικός» μάλλον, κυκλοφορούσε στα λεξικά (αρχής
γενομένης από το Μικρό Λαρούς) σαν συνώνυμο του κλέφτη, του κατεργάρη
και του απατεώνα, γαλλιστί fripon και αγγλιστί thief, swindler κ. λπ.
Αυτό που εμείς, ή μάλλον ορισμένοι από εμάς, το περνούσαμε για «μαγκιά»
και καμαρώναμε, για τους άλλους (και πάλι: ορισμένους άλλους),
ουδέτερους ή αυστηρούς, δεν ήταν παρά καταδικαστέο χαρακτηρολογικό
μειονέκτημα.
Οσοι δικοί
μας ζουν και δουλεύουν στο εξωτερικό ή όσοι απλώς ταξιδεύουν για λίγο,
ειρωνεία εισπράττουν στις περισσότερες επαφές τους, σαν να βρέθηκε
επιτέλους ο παρίας της Ευρώπης, ο παράσιτος και γι’ αυτό αποπομπαίος
τράγος. Κι όταν ακόμα η ειρωνεία έχει κάποια ψήγματα συμπόνιας μέσα
της, και πάλι επιθετικά εκδηλώνεται, με τον αέρα της υπεροψίας. Το
είδαμε αυτό και όσοι δεν ταξιδεύουμε, στην τηλεόρασή μας. Είδαμε δηλαδή
τον Αγγλο σκηνοθέτη Στίβεν Φρίαρς, σε μίνι συνέντευξή του στον Ορέστη
Ανδρεαδάκη για λογαριασμό του MEGA, να λέει ακούγοντας την προέλευση
του δημοσιογράφου: «Α, είστε από την Ελλάδα. Τραγική φιγούρα. Ορίστε,
να σας δώσω ένα ευρώ» - κι έκανε την κίνηση της ελεημοσύνης. Γέλασε
μάλιστα με το εύρημά του ο σκηνοθέτης, βέβαιος ίσως ότι εκείνη τη
στιγμή γράφει ιστορία, με την κακόγουστη ηθοποιία του έστω,
σκηνοθετημένη από την προπέτεια και τη μερικότατη γνώση των πραγμάτων.
Αμφιβάλλω πάντως αν υπήρξε Ελληνας, όσο ανοιχτόμυαλος και
ανοιχτόκαρδος, που να είδε την όλη παράσταση σαν χαριτωμένο,
ενδεχομένως και συμπονετικό αστεϊσμό.
Υπάρχουν
βέβαια και άλλοι σκηνοθέτες, καθώς και λογοτέχνες, ιστορικοί και
πολιτικοί, δημοσιογράφοι, συνδικαλιστές ή «απλοί άνθρωποι», καταπώς
συνηθίζουμε να τους αποκαλούμε, που άλλα πρεσβεύουν, εντελώς
διαφορετικά, για την Ελλάδα και τα χρέη της και για τους Ελληνες και
την ηθική τους. Δεν συμφωνούν στα επιμέρους όλοι τους, συγκλίνουν όμως
στη διπλή ιδέα ότι, πρώτον, οι Ελληνες δεν είναι χαλασμένοι από τη
φύτρα τους (όπως δεν είναι βέβαια και εκ γενετής υπέρτεροι) και ότι το
πρόβλημα, οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό, δεν είναι αποκλειστικά
ελληνικό, κατά συνέπεια κάθε άλλο παρά επιλύεται με τη δαιμονοποίηση
μιας χώρας, η οποία αντιμετωπίζεται σαν ιός ή σαν απειλή για μια Ευρώπη
δήθεν άσπιλη, αδιάφθορη και οικονομικά πανίσχυρη· για «rishio Grecia»,
για «ελληνικό κίνδυνο» ή «κίνδυνο-Ελλάδα» μίλησε τις προάλλες ένας από
τους υπουργούς του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, βλέπουμε εντούτοις ότι τα
κακοφήμως γνωστά PIGS τελικά δεν είναι μόνο τέσσερα ούτε όλα τους
νοτιοευρωπαϊκά και ότι παντού οι ίδιες εξηγήσεις προτείνονται για τον
οικονομικό καταποντισμό και οι ίδιες θεραπείες συστήνονται, τα ίδια
φάρμακα συνταγογραφούνται από το ιατροσυμβούλιο του ΔΝΤ.
Στη
δήλωση του Στίβεν Φρίαρς, λοιπόν, εύκολα θα αντέτασσε κάποιος τη στάση
του Ζακ Λικ Γκοντάρ, που είπε πως «η Δύση χρωστάει στην Ελλάδα, η οποία
θα μπορούσε να ζητήσει από τον σημερινό κόσμο χιλιάδες εκατομμύρια για
συγγραφικά δικαιώματα», αναβαθμίζοντας έτσι την πρόταση της Γερμανίδας
ιστορικού Λεονώρας Ζέελινγκ, αλλά και του Ιταλού συγγραφέα Αντόνιο
Ταμπούκι, να πληρώνουν συμβολικά οι Δυτικοί για κάθε ελληνογενή λέξη
που χρησιμοποιούν. Και θα μπορούσε επίσης να προσθέσει όσες διαδηλώσεις
γίνονται διεθνώς, έστω ολιγάριθμες, υπό το σύνθημα «Είμαστε όλοι
Ελληνες» ή τα δημοσιεύματα που τιμούν τις αντιδράσεις των Ελλήνων
πολιτών. Το ζητούμενο ωστόσο δεν είναι να βαυκαλιστούμε ακόμα μια φορά
με τους ξένους επαίνους. Το ζητούμενο επίσης δεν είναι να αρχίσουμε να
αναθεματίζουμε οποιονδήποτε έχει την άποψη που δικαιούται απολύτως να
έχει, όσο και αν μας πληγώνει, αλλά να μπούμε στον κόπο να σκεφτούμε
γιατί κατέληξε στη συγκεκριμένη στάση, ποια έργα των χειρών μας (ή έστω
των χειρών των κυβερνητών μας, λυμένα λόγω της δικής μας βολικής
αδράνειας ή συνυπευθυνότητας) τον οδήγησαν ώς εκεί. Μόνο έτσι ενδέχεται
να βγούμε ωφελημένοι, παρά την κρίση.
Παντελή Μπουκαλα
|