Την ώρα της
ανταλλαγής πυροβολισμών στη μέση μιας κεντρικής πλατείας της Τεχεράνης, ένας
άνδρας σε αναπηρικό καροτσάκι στριφογυρίζει πέρα- δώθε... Η περιγραφή είναι του
κορυφαίου Πολωνού ρεπόρτερ Ρίσαρντ Καπισίνσκι από το βιβλίο του Ο Σάχης των
σάχηδων, όπου ζωντανεύει την ιρανική επανάσταση όπως την έζησε στα 48 του.
Και κυρίως, προσπαθεί να εξηγήσει το φαινόμενο μιας παραδοσιακής κουλτούρας που
αντιστέκεται σε ένα διαφορετικό πολιτισμικό μοντέλο, το οποίο εμφανίζεται ως
πιο προοδευτικό. Αφηγητής χαρισματικός, με μάτι γυμνασμένο και ικανό να
αποκωδικοποιεί καταστάσεις και συμπεριφορές, με παιδεία ιστορικού, περιέργεια
ανθρωπολόγου, πάθος ιεραπόστολου και αντοχές αιώνιου έφηβου, ειδικός στον
λεγόμενο Τρίτο Κόσμο, ο Καπισίνσκι που πέθανε διάσημος το 2007 στα 75 του,
ανήκε σε ένα είδος υπό εξαφάνιση. Εκείνο των ρεπόρτερ-συγγραφέ- ων που
κυνήγησαν, συνέλαβαν και ερμήνευσαν τις στιγμές όπου η επικαιρότητα του 20ού
αιώνα έγραφε ιστορία. Οπως ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ, όπως ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
(τους οποίους θαύμαζε), όπως ο βρετανός συνάδελφός του Φίλιπ Νάιτλι (που είχε
τολμήσει να γράψει πως το πρώτο θύμα μεταξύ των πολεμικών ανταποκριτών είναι η
αλήθεια), όπως ο Ρόμπερτ Φισκ... Και αν μετά τον θάνατο του Καπισίνσκι
ακούστηκαν κάποιες φωνές αμφισβήτησης για τον βαθμό ακεραιότητάς του
(συνεργαζόταν, είπαν, με τις μυστικές υπηρεσίες μεταξύ 1965-72), δύσκολα θα
αρνηθεί κανείς ότι το έργο του, κρινόμενο σε βάθος χρόνου, δεν τον έχει
δικαιώσει. Πόσω μάλλον που ποτέ δεν εξαργύρωσε τις επιτυχίες του με τίτλους,
καρέκλες ή υπηρεσιακές αρμοδιότητες. Το επιβεβαιώνει και η Αυτοπροσωπογραφίαενός ρεπόρτερ (Μεταίχμιο, μτφ. από τα πολωνικά Αλεξάνδρα Ιωαννίδου) με
την (εγκεκριμένη από τον ίδιο) επιλογή από συνεντεύξεις, συνομιλίες και
διαλέξεις του στο διάστημα 1985-2002. Αυτό το βιβλίο που λέει ελάχιστα για τα
νιάτα του, τίποτα για την ιδιωτική του ζωή, πολύ λίγα για τους ιδεολογικούς
περιορισμούς που επέβαλλε στην ενημέρωση το κομμουνιστικό καθεστώς της πατρίδας
του, και πολλά για τον τρόπο δουλειάς του, θα άξιζε να διαβαστεί από κάθε
επίδοξο δημοσιογράφο και να επιβληθεί ως ενέσιμο φάρμακο στους έλληνες σταρ του
μιντιακού στερεώματος. Διότι ανατέμνει το ηθικό χρέος του δημοσιογράφου να μη
μένει στην επιφάνεια των γεγονότων, αλλά να εμβαθύνει στα αίτιά τους, να
εξερευνά όχι μόνο την κορυφή του κόσμου- τις προηγμένες κοινωνίες- αλλά «και
τον πάτο του», να δίνει φωνή σε εκείνους που οι πολιτικοί αρνούνται να
ακούσουν, να μην αναπαράγει τα στερεότυπα, να χρησιμοποιεί την πληροφορία ως
φορέα αλήθειας και όχι ως εμπόρευμα.
ΟΚαπισίνσκι ειδικότερα, πίστευε ότι οι συνειδητοί ρεπόρτερ μπορούν με τις
αναλύσεις τους να επηρεάσουν τη λήψη αποφάσεων στον νέο χάρτη των κοινωνικών
συγκρούσεων και να προκαλέσουν σχέσεις κατανόησης και συνεργασίας με τους
πολιτισμούς τους οποίους ο δυτικός κόσμος αντιμετωπίζει ως απειλή, θεωρώντας
τους ταυτόχρονα ήσσονος σημασίας.
Ο ίδιος παρότι είχε κάνει κάποια
ενοχλητικά ρεπορτάζ για την πατρίδα του- ήταν μάλιστα ο μοναδικός ρεπόρτερ που
έγινε δεκτός στα ναυπηγεία του Γκντανσκ όταν ξέσπασαν οι... εκτός γραμμής
απεργίες που οδήγησαν στη σύσταση της Αλληλεγγύης- προτίμησε να ανοιχτεί πέρα
από τον ορίζοντα της Ευρώπης (ούτε στα Βαλκάνια θέλησε να πάει). Εγινε ο πρώτος
ξένος ανταποκριτής του Πολωνικού Πρακτορείου Ειδήσεων με 50 αφρικανικές χώρες
στην αρμοδιότητά του. Παρακολούθησε την άνθηση του κινήματος των Αδεσμεύτων από
το 1956, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας 27 επαναστάσεων και έζησε 45 χρόνια στην
αιχμή των γεγονότων ασκώντας σκληρή κριτική στον ευρωπαϊκό τρόπο σκέψης. Και
αυτό παρότι κατείχε σε βάθος τον Ομηρο, τον Καντ ή τον Σπινόζα... Ολη αυτή την
εμπειρία- αυθεντικά περιστατικά και αυθεντικούς ανθρώπους- την επεξεργάστηκε με
τρόπους λογοτεχνικούς στα βιβλία του, τα οποία οι Αγγλοι εντάσσουν στο είδος της
«ταξιδιωτικής λογοτεχνίας» ενώ οι Αμερικανοί στη «νέα δημοσιογραφία». Στα
ελληνικά κυκλοφορούν τα Εβενος, Το χρώμα της Αφρικής, Ο
πόλεμος του ποδοσφαίρου, Ταξίδια με τον Ηρόδοτο (Μεταίχμιο), αλλά
περίφημα είναι και η Αυτοκρατορία για την πτώση της ΕΣΣΔ ή ο Καίσαραςγια τη δομή της εξουσίας. Σήμερα βέβαια που οι κάμερες και το Διαδίκτυο μας
φέρνουν τον κόσμο στο πιάτο, τέτοιοι ρεπόρτερ με στοχαστικά ρεπορτάζ σπανίζουν.
«Ολοένα και περισσότερες πληροφορίες βρίσκονται στα χέρια ολοένα και λιγότερων
ανθρώπων» και η χειραγώγηση του κοινού έχει αντικαταστήσει τη λογοκρισία,
επισημαίνει ο Καπισίνσκι. Είναι χαρακτηριστικό, λέει, ότι «η τρομοκρατία, οι
φονταμενταλιστές, το εμπόριο ναρκωτικών ή το οργανωμένο έγκλημα» παρουσιάζονται
ως τα μεγαλύτερα προβλήματα, «ενώ το κύριο πρόβλημα του κόσμου είναι ότι τα δύο
τρίτα της ανθρωπότητας ζουν στα όρια της πείνας». Για κάτι τέτοιους λόγους οι
Καπισίνσκι θα είναι πάντα αναγκαίοι.