Στην Αργεντινή,
τους διαδηλωτές που ξεχύνονταν στους δρόμους για να εκφράσουν την πίστη τους
στον Περόν τούς έλεγαν descamisados (χωρίς πουκάμισα). Από την άποψη αυτή, τα «κόκκινα πουκάμισα» της Ταϊλάνδης
είναι σε καλύτερη μοίρα. Στην πραγματικότητα, βέβαια, και οι descamisados φορούσαν πουκάμισα. Απλώς, εκείνη την
ημέρα του Οκτωβρίου του 1945 που είχαν συγκεντρωθεί μπροστά στο προεδρικό
μέγαρο ζητώντας την αποφυλάκιση του Περόν έκανε πολλή ζέστη, και πολλοί έβγαλαν
τα πουκάμισά τους. Ετσι τους έμεινε το παρατσούκλι. Οι περισσότεροι προέρχονταν
από τα πιο φτωχά στρώματα της χώρας, όπως συμβαίνει και σήμερα με τους
διαδηλωτές της Ταϊλάνδης. Οι τελευταίοι, όμως, ήταν υποχρεωμένοι να υπακούουν
και στα κελεύσματα της εποχής, που δίνουν σε κάθε εξέγερση ένα χρώμα. Καθώς
λοιπόν το παραδοσιακό χρώμα της μοναρχίας στην Ταϊλάνδη είναι το κίτρινο,
εκείνοι για να ξεχωρίζουν διάλεξαν το κόκκινο.
Η κρίση που έχει ξεσπάσει στη χώρα έχει άμεση σχέση με την ανάπτυξή της τις
τρεις τελευταίες δεκαετίες. Από μια αρχαϊκή χώρα που την κυβερνούσε μια παλιά
μοναρχία, η Ταϊλάνδη έγινε μια σημαντική βιομηχανική δύναμη που εξάγει
μεταλλεύματα, μηχανές και ηλεκτρονικά εξαρτήματα. Ομως η ανάπτυξη αυτή ήταν
άνιση. Και ο πρώτος που το κατάλαβε ήταν ο Τακσίν Σιναουάτρα, ένας
δισεκατομμυριούχος μεγιστάνας των τηλεπικοινωνιών που στη διάρκεια της θητείας
του (2001- 2006) κατάφερε να βελτιώσει αισθητά τη ζωή των αγροτών, να
καθιερώσει φτηνή περίθαλψη και να μειώσει κατά 57% τον αριθμό των πολιτών που
ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας. Τόσο ο ίδιος όμως όσο και οι άνθρωποί του
ήταν διεφθαρμένοι. Και το καθεστώς του ήταν βίαιο: το 2003, με πρόσχημα τη
δίωξη των ναρκωτικών, έγιναν 2.500 εξωδικαστικές εκτελέσεις.
Παρά ταύτα, ο Τακσίν παραμένει το ίνδαλμα των εξεγερμένων της Μπανγκόκ, όπως ο
Περόν ήταν το ίνδαλμα των εξεγερμένων του Μπουένος Αϊρες. Οι μόνοι που δεν
έχουν ίνδαλμα, ούτε χρώμα, είναι οι descamisados της Ταϊλάνδης- όπως τους αποκαλεί η Μοντ.
Ανθρωποι που δεν υποστηρίζουν ούτε τους κίτρινους ούτε τους κόκκινους, αλλά
απλώς παρακολουθούν με ανησυχία τις περιπέτειες της δημοκρατίας τους. Ο
25χρονος Βανασίνγκ Πρασερτκούλ, ηθοποιός και μουσικός της τζαζ, που θα ήθελε να
αφοσιωθεί στην τέχνη, αλλά όλα τον οδηγούν στην πολιτική. «Εχω φτάσει να
κοιτάζω τι χρώμα πουκάμισο φορούν οι φίλοι μου, είναι ηλίθιο», λέει. Η 57χρονη
Σανσανί Στιρασούτα, αδελφή βουδίστρια, για την οποία μόνο ο βουδισμός επιτρέπει
την υπέρβαση των κρίσεων. Η 38χρονη Καρούνα Μπουακαμάσρι, δημοσιογράφος της
τηλεόρασης, που διαπιστώνει ότι όλα στηρίζονται στο χρήμα. «Πληρωνόμαστε για να
ψηφίζουμε, πληρωνόμαστε για να διαδηλώνουμε, εμείς φταίμε, σε μένα ρίχνω την
ευθύνη».