Πέρασα τον Μαρτιο με μια αποστολή ακτιβιστών, επιχειρηματιών και
ειδικών επί της πολιτικής τακτικής, περιπλανώμενος σε Δυτική, Νότια και
Ανατολική Αφρική, καταβάλλοντας τεράστιες προσπάθειες για να ακούσω τους
κατοίκους της-κάτι πάντοτε δύσκολο για έναν ιρλανδό φαφλατά. Κρατώντας ωστόσο
το στόμα μου ερμητικά κλειστό, κατάφερα να ανακαλύψω ενδιαφέρουσες μελωδίες
παντού: από το παλάτι ως το πεζοδρόμιο...
Μέσα στον διάχυτο σχεδόν
εκκωφαντικό ενθουσιασμό για τη διοργάνωση του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος
Ποδοσφαίρου το καλοκαίρι στην Αφρική, καταφέραμε να εντοπίσουμε μια
συναρπαστική είδηση. Επιτέλους επιτευχθηκε αρμονία μεταξύ δύο πλευρών που στο
παρελθόν είχαν βρεθεί συχνά αντιμέτωπες: της ανερχόμενης επιχειρηματικής τάξης
της Αφρικής και των κοινωνικών ακτιβιστών της.
Δεν είναι μυστικό ότι οι
αριστερίζοντες ακτιβιστές τηρούν καχύποπτη στάση έναντι της επιχειρηματικής
ελίτ. Και η καχυποψία είναι αμοιβαία, σε παγκόσμιο επίπεδο. Η κοινωνία των
πολιτών βλέπει την επιχειρηματική δραστηριότητα ως κάτι ελαφρώς απολίτιστο. Από
την άλλη, οι επιχειρηματίες θεωρούν ότι οι ακτιβιστές παραείναι ενεργοί.
Ωστόσο, από ό,τι είδα τα πράγματα έχουν αρχίσει να αλλάζουν. Η ενέργεια αυτών
των αντίρροπων δυνάμεων ξαφνικά ενώνεται, γεμίζει γραφεία, αίθουσες συσκέψεων
και μπαρ. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι και οι δύο ομάδες – ο ιδιωτικός τομέας
και η κοινωνία των πολιτών-βλέπουν ότι το μεγάλο εμπόδιο που αντιμετωπίζουν
είναι κοινό: η κακή διακυβέρνηση. Συνεργάζονται λοιπόν προκειμένου να αλλάξουν
τους κανόνες με τους οποίους παίζεται το παιχνίδι.
Οι επιχειρηματίες
γνωρίζουν ότι ακόμη και μια καλή σχέση με μια κακή κυβέρνηση αποτρέπει τους
ξένους επενδυτές. Η κοινωνία των πολιτών αντιλαμβάνεται ότι ακόμη και μια
πλούσια σε πόρους χώρα αντιμετωπίζει μάλλον περισσότερα παρά λιγότερα
προβλήματα, εφόσον δεν έχει πατάξει της διαφθορά. Η ένωση των παραπάνω δυνάμεων
καθοδηγείται από εξαίρετα πρόσωπα κατά το μάλλον ή ήττον άγνωστα στο ευρύ
κοινό, αν και όλοι τους θα άξιζαν να είναι διάσημοι. Επιτρέψτε μου να σας συστήσω
μερικούς από αυτούς.
Ο Τζον Γκιθόνγκο είναι
το διάσημο «καρφί» της Κένυας και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του
βιαστικά ουκ ολίγες φορές. Έχοντας προσληφθεί από την κυβέρνηση για να
ξεκαθαρίσει πράγματα και καταστάσεις, φαίνεται ότι έκανε τη δουλειά του πιο
καλά από ό,τι έπρεπε. Είναι ιδρυτής της οργάνωσης «Inuka», η οποία προωθεί συνεργασίες των φτωχών των πόλεων με κορυφαίους
επιχειρηματίες, δημιουργώντας συμμαχίεςμε σκοπό την εξάλειψη της φτώχειας και τον έλεγχο των διεφθαρμένων
τοπικών κυβερνήσεων. Αποτελεί τον τύπο του ηγέτη που δίνει σε πολλούς Κενυάτες
ελπίδα για το μέλλον, παρά την αστάθεια της κυβέρνησης συνασπισμού τους.
Στο ίδιο τραπέζι με τον
Γκιθόνγκο και εμένα βρέθηκε ένα βράδυ στο Ναϊρόμπι ο djRowbow, ένας σωσίας του Μάικ Τάισον.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός του, που λέγεται GhettoRadio, αποτέλεσε τη φωνή της
λογικής, όταν το ηφαίστειο της εθνικής έντασης στην Κένυα εξερράγη το 2008. Ενώ
ορισμένοι ενθάρρυναν το βίαιο ξέσπασμα του λαού της Κιμπέρα,μιας από τις μεγαλύτερες φτωχογειτονιές της
Αφρικής, αυτός ο τρομακτικός εμφανισιακά άνδρας εφιστούσε την προσοχή του
κοινού στην παραπληροφόρηση που κυριαρχούσε και λειτούργησε ως ειρηνοποιός. Η
λίστα τραγουδιών του σταθμού του περιλαμβάνει Μπομπ Μάρλεϊ και ένα είδος
αυτοσχέδιας ρέγκε μουσικής-κάτι μεταξύ Clash και Μάρβιν Γκέι. Το μόνο ψέμα που μου είπε όλο το βράδυ ήταν ότι του
αρέσουν οι U2. Από τη μεριά μου, ομολογώ
ότι ίσως το παράκανα παίζοντας το χαρτί του Jay-Z και της Μπιγιονσέ. «Είναι
φίλοι μου», επανέλαβα πολλάκις.
Αυτό που θα σας πω τώρα
ίσως να μην το πιστέψετε, αλλά υπάρχει ένας μουσικός στη Σεναγάλη που αποτελεί
χαρακτηριστικό παράδειγμα της νέας τάξης πραγμάτων. Ο Γιουσού Ν’ Ντουρ-ίσως ο
καλύτερος ερμηνευτής στον πλανήτη-είναι ιδιοκτήτης μιας εφημερίδας και αυτή τη
στιγμή βρίσκεται στο μέσον μιας πολύπλοκης διαπραγμάτευσης για την αγορά ενός
τηλεοπτικού σταθμού. Εύκολα διακρίνει κανείς τόσο τη στρατηγική σκέψη όσο και
τη σιδερένια θέληση του. Ο Γιουσού Ν’ Ντουρ γράφει το σάουντρακ της αλλαγής και
ξέρει ακριβώς με ποιον τρόπο να χρησιμοποιήσει τη φωνή του . (Προσπάθησα να
φανταστώ πώς θα ήταν αν ήμουν, ας πούμε, ιδιοκτήτης των «NewYorkTimes» και του NBC. Κάποια μέρα...)
Στο Μαπούτο της
Μαζαμβίκης συναντήθηκα με τους εκπροσώπους της «Activa», μιας γυναικείας οργάνωσης που, μεταξύ άλλων, βοηθάει εκκολαπτόμενους
επιχειρηματίες να βρουν το αρχικό επενδυτικό κεφάλαιο των εταιρειών τους. Ο
ιδιωτικός και ο δημόσιος τομέας συνεργάζονται επιτυχώς εδώ, υπό την ηγεσία της
Λουίζα Ντιόγκο, πρωην πρωθυπουργού της χώρας, που σήμερα λειτουργεί ως ένα
είδος γενάρχη σε αυτή την εντυπωσιακά όμορφη περιοχή της Ανατολικής Αφρικής.
Διάσημη για την κόμμωσή της σε στυλ «Πόλεμος των άστρων», αλλά και για τον
πολιτικό νου της, διαθέτει την αστείρευτη ενέργεια πολιτικών όπως η Έλεν
Τζόνσον-Σέρλιφ, η Νιγκότζι Οκόνιο-Ιουέλα ή η Γκράσα Μασέλ.
Όταν συναντήθηκα με την
κυρία Ντιόγκο και τα μέλη της οργάνωσης της, τις λιγότερο διάσημες αλλά εξίσου
ηχηρές γυναίκες της αίθουσας, άκουσα τα παράπονά τους για τα υπερβολικά
επιτόκια των δανείων και την έλλεθψη αυτού που αποκαλούσαν «τοπική οικονομική
ολοκλήρωση». Για αυτές, το μεγάλο (αν και καθόλου ελκυστικό)ζήτημα παραμένουν
τα έργα υποδομής. «Δρόμους, χρειαζόμαστε δρόμους» δήλωσε μια επιχειρηματίας,
υποδεικνύοντας μόνη της τη λύση στα περισσότερα προβλήματα της. Σήμερα,
πρόσθεσε, «εμείς οι γυναίκες είμαστε οι δρόμοι». Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ μου,
αλλά όντως ισχύει: Οι γυναίκες είναι εκείνες που καλλιεργούν τους αγρούς,
αντλούν το νερό, μεταφέρουν τα προϊόντα στην αγορά και τους αρρώστους στα
νοσοκομεία.
Ωστόσο ο πραγματικός
σταρ του ταξιδιού μου ήταν ένας ανθρώπινος τυφώνας: ο Μο Ιμπραΐμ, σουδανός
επιχειρηματίας που πλούτισε από την κινητή τηλεφωνία. Αν ήταν ο Μπάτμαν, πολύ
θα ήθελα να είμαι ο Ρόμπιν του, αλλά κατά τη διάρκεια της τουρνέ μας
συνειδητοποίησα ότι στην καλύτερη περίπτωση θα γινόμουν απλώς ο Αλφρεντ, ο
μπάτλερ του, με άλλα λόγια. Όπου και αν πηγαίναμε παραγκωνιζόμουν από νέους και
μεγαλύτερους που ήθελαν να πλησιάσουν τον μεταρρυθμιστή ροκ σταρ (όχι εμένα,
εκείνον) και την όμορφη και τρομακτικά έξυπνη κόρη του, Χαντέελ. Που διευθύνει
το ίδρυμα Μο και του μοιάζει εκπληκτικά (πλην μέσα σε ένα φόρεμα του Αλεξάντερ
Μακ Κουίν). Οι ομιλίες του Μο έχουν χώρο για ορθίους, διότι ακόμη και όταν
κάθεται είναι από τους ανθρώπους που τους αρέσει να ορθώνουν το ανάστημα τους.
Σε μια γεμάτη αίθουσα του Πανεπιστημίου της Γκάνας, βγάζοντας τη γραβάτα και το
σακάκι του, έμοιαζε με πυγμάχο έτοιμο να οδηγήσει τα νεαρά μυαλά στο μέλλον με
τις γροθιές του λόγου του.
Η πρωτοποριακή ιδέα του,
το Βραβείο Ιμπραΐμ, αποτελεί μια εξαιρετικά γενναιόδωρη επιχορήγηση για τους
αφρικανούς ηγέτες που υπηρετούν σωστά το λαό τους και έπειτα (και αυτό είναι
υψίστης σημασίας) εγκαταλείπουν την εξουσία όταν πρέπει. Ο Μο έχει διαγνώσει
μια ασθένεια που αποκαλεί «σύνδρομο της τρίτης θητείας», όταν ο πρόεδρος μιας
χώρας, φοβούμενος μια φτωχή συνταξιοδότηση, αρπάζει ό,τι προλάβει προτού
παραδώσει το αξίωμα του. Το βραβείο του εξασφαλίζει μια ομαλή προσγείωση στους
μεγαλους ηγέτες και το να μη λάβει κανείς το έπαλθο αυτό αποτελεί, για
ευνόητους λόγους, εξίσου μεγάλη είδηση με την κατάκτηση του. (Ο Ιμπραΐμ δεν
σταματάει στα άτομα. Ο δείκτης που θεσμοθέτησε, και φέρει το όνομά του,
κατατάσσει τις χώρες ανάλογα με την ποιότητα της διακυβέρνησης τους).
Ο Μο καπνίζει πίπα και
έχει τη συνήθεια να αναφέρεται σε όλους ως «παιδιά». Για παράδειγμα: «Ακούστε
παιδιά, εμείς θα τα λύσουμε». Ή γυρνώντας προς εμένα: «Παιδιά, αν δεν το έχετε
αντιληφθεί, εσείς δεν ειστε Αφρικανοί» και «Παιδιά, εσείς οι Αμερικανοί είστε
πολύ τεμπέληδες επένδυτες. Υπάρχει τόσο μεγάλη ανάπτυξη εδώ, αλλά εσείς θέλετε
να κολυμπάτε στα ρηχά νερά του DowJones και του Nasdaq». Ο Ιμπραΐμ καυτηριάζει τη διαφθορά τόσο βορείως και την εισαγόμενη στην
Αφρική διαφθορά: την παράνομη διαφυγή κεφαλαίων, τις καταχρηστικές συμβάσεις
εξόρυξης και τη γραφειοκρατία της εξωτερικής βοήθειας.
Οπότε τελικά άκουσα.
Μπράβο μου. Αλλά το ζήτημα είναι τι ακριβώς έμαθα.
Σε όλη τη μακρά διάρκεια
του ταξιδιού μου ρωτούσα τους Αφρικανούς για την πορεία του διεθνούς
ακτιβισμού. «Μήπως είναι ώρα να τα μαζέψουμε και να επιστρέψουμε σπίτι μας;»
ρωτούσα. Υπήρξαν λίγα καταφατικά νεύματα. Αλλά πολύ περισσότερες αρνήσεις. Οι
περισσότεροι Αφρικανοί που γνωρίσαμε φαίνοναν να νιώθουν την πιεστική ανάγκη
για νέου είδους συνεργασίες, όχι μόνο μεταξύ των κυβερνήσεων, αλλά και μεταξύ
των πολιτών, των επιχειρήσεων και των υπολοίπων μας. Διαισθάνθηκα ότι η συνήθης
ως σήμερα σχέση δότη και λήπτη βοήθειας μάλλον πνέει τα λοίσθια.
Είναι σαφές ότι η
βοήθεια είναι ακόμη απαραίτητη. Είναι καίριας σημασίας αν πάσχεις από AIDS και παλεύεις για τη ζωή σου ή αν είσαι μητέρα και
αναρωτιέσαι για ποιον λόγο δεν μπορείς να προστατεύσεις το παιδί σου από
δολοφόνους που ούτε τα ονόματα τους δεν μπορείς να προφέρεις, ή αν είσαι
αγρότης που γνωρίζει ότι ο καινούργιος σπόρος ποικιλίας θα σημαίνει ότι έχεις
παραγωγή διαθέσιμη στην αγορά ακόμη και σε εποχές ξηρασίας ή πλημμυρών. Δεν
εννοώ την παλιομοδίτικη και αφελή βοήθεια αλλά την έξυπνη, εκείνη που επιδιώκει
να πάψει να υφίσταται έπειτα από μια-δυο γενιές. «Κάντε τη βοήθεια ιστορία»
είναι ο στόχος. Πάντοτε αυτός ήταν. Διότι, όταν δεν θα χρειάζεται πλέον η
παροχή βοήθειας, η έσχατη φτώχεια θα ανήκει στο παρελθόν. Αλλά ώσπου να φτάσει
αυτή η ένδοξη ημέρα, η έξυπνη βοήθεια μπορεί να αποβεί εργαλείο μεταρρύθμισης,
το οποίο θα απαιτήσει υπευθυνότητα και διαφάνεια, αξιόλογα, μετρήσιμα
αποτελέσματα επιβράβευσης, ενίσχυση του κράτους δικαίου, χωρίς βέβαια σε καμία
περίπτωση να αποτελεί υποκατάστατο του εμπορίου, των επενδύσεων ή της
αυτοδιάθεσης.
Εγώ τουλάχιστον θέλω να
ζήσω για να δω την πρόβλεψη του Μο Ιμπραΐμ για την Γκάνα να πραγματοποιείται.
«Ναι, παιδιά» ήταν τα λόγια του. «Η Γκάνα χρειάζεται υποστήριξη στα επόμενα
χρόνια, αλά στο κοντινό μέλλον θα μπορεί να προσφέρει, όχι να ζητεί βοήθεια.
Όσο για εσάς, κύρις Μπόνο, θα μπορείτε να πάτε εκεί για διακοπές».
Κλείνω εισητήριο από
τώρα.
Όταν ήμουν στη Νότια
Αφρική με τον Μαντίμπα, τον μεγάλο Νέλσον Μαντέλα-τον άνθρωπο που μαζί με τον
Ντέσμοντ Τούτου και τον Ετζ θεωρώ αφεντικά μου-έθεσα το ζήτημα της
περιφερειακής ολοκλήρωσης μέσω της Αφρικανικής Τράπεζας Ανάπτυξης και της ανάγκης
για πραγματικές επενδύσεις στα έργα υποδομής, όλες τις συνηθισμένες
λέξεις-κλειδιά, δηλαδή. Ο Μαντίμπα χαμογέλασε και εγώ σκέφτηκα ότι καλό θα ήταν
να μη μιλάω για αυτά τα πράγματα στην παμπ ή στο συγκρότημα.
«Και εσυ, δεν θα πας στο
Παγκόσμιο Πρωτάθλημα;» με κατσάδιασε ο μεγάλος Μαντέλα, θέλοντας να αλλάξει
συζήτηση, έχοντας ξαναδεί παρόμοιου είδους ζήλο στο παρελθόν. «Μεγαλώνεις και
θα χάσεις το σημαντικότερο πάρτι ενηλικίωσης της Αφρικής». Ο άνδρας που ένιωθε
ελεύθερος προτού καν ελευθερωθεί εξακολουθεί να είναι το καλύτερο παράδειγμα
του τι μπορεί να κατορθώσει η πραγματική ηγεσία, ακόμη και όταν όλα τα
προγνωστικά είναι εναντίον της.
Μαζί με την οικογένεια
μου πήραμε τον δρόμο για το σπίτι, πάνω στην ώρα, διότι είχα αρχίσει να
παρασύρομαι. Είχα αρχίσεινα γίνομαι ένα με τους γηγενείς, ενθουσιασμένος με τη
σκέψη για σιδηροδρόμους και μπετονιέρες, με τον πυρετό ενός διαφορετικού
Παγκόσμιου Πρωταθλήματος, αυτού όπου οι παίκτες των αντίπαλων συλλόγων
εντάσσονται στην ίδια ομάδα, σε έναν νέο σχηματισμό, με νέα τακτική. Όσο για
εμάς τους οπαδούς, έφυγα εντυπωσιασμένος (όπως πάντοτε, άλλωστε) με την
ποικιλομορφία αυτής της ηπείρου, αλλά και με μια βαθιά αίσθηση ότι ο λαός της
Αφρικής έχει αρχίσει να θέτει νέους κανόνες για το παιχνίδι.
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε
στους NewYorkTimes στις 17 Απριλίου 2010.