«Πατρίδα μου είναι τα παιδικά μου χρόνια» (Τα Νέα)
«Θέλω να με κρίνουν για την προσωπικότητά μου, και όχι
για την καταγωγή μου», λένε τα παιδιά των μεταναστών
«Σίγουρα δεν
γίνεται να αγαπιέσαι με όλους, αλλά όταν έχεις κάτι το οποίο ηχεί άσχημα στα
αυτιά των άλλων, τότε είναι δύσκολο να προσεγγίσεις τον κόσμο. Δεν έχω πει ποτέ
ψέματα για την καταγωγή μου. Ομως, πάντα επιλέγω να μιλήσω για μένα όταν ο
άλλος με έχει γνωρίσει καλά, γιατί μόνο τότε θα είναι σε θέση να με κρίνει
συνολικά και όχι μεμονωμένα. Από εκεί και πέρα πράττει όπως καταλαβαίνει».
Η Σμαράγδα Βάρφη είναι απόφοιτη του Τμήματος Κοινωνιολογίας και ιδιωτική
υπάλληλος σε εταιρεία τηλεπικοινωνιών. Το γεγονός ότι είναι παιδί μεταναστών
είναι από τα προσωπικά της στοιχεία που δεν προτάσσει σε μια πρώτη συνάντηση
επιλέγοντας να κριθεί από τους συνομιλητές της με βάση την προσωπικότητά της
και όχι ότι δεν είναι Ελληνίδα, συμπεριφορά που υιοθετούν πολλά παιδιά
μεταναστών.
Η Σμαράγδα Βάρφη το καλοκαίρι του 1992 ήρθε από τα Τίρανα με την οικογένειά της
στην Ελλάδα για να επισκεφθούν συγγενή τους. Η μητέρα της είχε σπουδάσει και
εργαζόταν ως χημικός, ενώ ο πατέρας της ήταν διευθυντικό στέλεχος σε δημόσια
υπηρεσία. «Ηταν αρκετά διορατικοί άνθρωποι ώστε να αντιληφθούν αμέσως πως η
κατάσταση στην Αλβανία θα οδηγούσε σε συγκρούσεις. Αιφνιδιαστικά λοιπόν και με
αφορμή το συγκεκριμένο ταξίδι, πήραν την απόφαση να μείνουμε στην Ελλάδα.
Σκέφτηκαν ότι εδώ ήταν ήσυχα τα πράγματα και θα ήταν καλύτερα από άποψη
ευκαιριών», λέει η 26χρονη και τονίζει ότι αισθάνεται τυχερή που οι γονείς της
έγραψαν εκείνη και την κατά δύο χρόνια μεγαλύτερη αδελφή της στο σχολείο.
«Επιπλέον, είχαμε το θετικό ότι η καταγωγή των γονιών μου ήταν από τη Χειμάρρα,
επομένως γνώριζαν την ελληνική γλώσσα, φυσικά με κάποιους ιδιωματισμούς. Ετσι,
μας στήριξαν τον πρώτο καιρό και στο κομμάτι της εκπαίδευσης». Η πρώτη μέρα στο
σχολείο για την τότε 7χρονη Σμαράγδα και την 9χρονη αδελφή της ήταν περίεργη.
«Δεν ξέραμε ούτε μία λέξη στα ελληνικά και τα υπόλοιπα παιδιά, μας κοίταζαν σα
να ήμασταν εξωγήινοι, μας μιλούσαν και δεν καταλαβαίναμε. Σήμερα που το
σκέφτομαι, μου φαίνεται αστείο. Θα ήταν εξίσου παράξενο και για εκείνα να μας
έχουν απέναντί τους, να είμαστε ίδιοι αλλά να μην καταλαβαινόμαστε. Ευτυχώς,
μέσα σε δύο μήνες αρχίσαμε να μιλάμε ελληνικά». Οπως εξηγεί, τότε ακριβώς τα
πράγματα άλλαξαν: «Τότε καταλαβαίνεις πόσο σε πληγώνουν τα λόγια. Στην αρχή, τα
παιδιά ήταν απόμακρα, διστακτικά και σκληρά μαζί μας. Μεγαλώνοντας όμως, όλα
αυτά άρχισαν να αλλάζουν. Διείσδυσαν στην ψυχολογία μας, μας γνώρισαν καλύτερα,
μας αποδέχτηκαν και στο τέλος δεθήκαμε τόσο που μπορώ να πω ότι, αλλάζοντας
σχολείο στο γυμνάσιο, μου έλειπαν πολύ».
Ερευνα της Κάπα Research, που
διενεργήθηκε για λογαριασμό του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ενταξης Υπηκόων Τρίτων Χωρών
στην Ελλάδα, παρουσιάζει στοιχεία τόσο για τη στάση και αντίληψη των Ελλήνων
για τους μετανάστες όσο και για τα προβλήματα που οι ίδιοι αντιμετωπίζουν από
τις επικρατού
σες αντιλήψεις.
Συγκεκριμένα, περισσότεροι από τους μισούς πιστεύουν ότι τα παιδιά των
μεταναστών που γεννιούνται στην Ελλάδα θα έπρεπε να παίρνουν αμέσως την
ελληνική υπηκοότητα, ενώ το 74,9% παραδέχεται ότι οι αλλοδαποί κάνουν δουλειές
που οι Ελληνες απορρίπτουν.
«Επαναπροσδιορισμός» Μπορεί σήμερα η Σμαράγδα να λέει ότι «πατρίδα μου είναι τα παιδικά μου χρόνια» χωρίς να προσδιορίζει αν αυτή
είναι η Ελλάδα ή η Αλβανία, ωστόσο δεν άργησε να έρθει αντιμέτωπη με μια
παρόμοια κατάσταση. Πρόκειται για εκείνη του «επαναπροσδιορισμού», όπως η ίδια
αποκαλεί, στην οποία βρέθηκε για πρώτη φορά στα χρόνια της εφηβείας και
συνεχίζει να έρχεται κάθε φορά που αλλάζει περιβάλλον. «Μπαίνοντας στο γυμνάσιο
κατάλαβα ότι έπρεπε να χτίσω από το μηδέν τη ζωή μου. Επρεπε πάλι να πείσω τους
ανθρώπους να κρίνουν εμένα και όχι την καταγωγή μου, να καταλάβουν ότι δεν θέλω
να τους κάνω κακό. Τα κατάφερα, έκανα φίλους, είχα συμπάθειες και αντιπάθειες.
Αυτό άλλωστε κάνει κάθε μετανάστης, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παντού. Μπαίνεις
στη διαδικασία να αποκτήσεις τις δικές σου δυνάμεις, να συμπεριφέρεσαι έτσι
ώστε να μην παρεξηγείσαι και να προσπαθείς να μην πληγώνεσαι».
Σε ό,τι αφορά την εργασία, η 26χρονη είναι ξεκάθαρη: «Δεν έχω αντιμετωπίσει
ποτέ ρατσισμό στη δουλειά μου ή τουλάχιστον δεν το έχω αντιληφθεί. Οταν έχεις
να κάνεις με επαγγελματίες, σε κοιτούν ως εργαζόμενο. Αν κάνεις σωστά τη
δουλειά σου, δεν έχεις κανένα πρόβλημα». Τα όνειρά της για το μέλλον
«κοιτάζουν» τον εκπαιδευτικό κλάδο, ενώ στην ερώτηση αν σκοπεύει να μείνει για
πάντα στην Ελλάδα, απαντά: «Δεν ξέρω, έχω ζήσει τη μετανάστευση ήδη μια φορά,
οπότε σίγουρα δεν με φοβίζει να το ξανακάνω».
Εκμετάλλευση Οι μετανάστες που συμμετείχαν στην έρευνα της Κάπα Research, παρ΄ όλο που δείχνουν ικανοποιημένοι από
τη ζωή τους στην Ελλάδα, εκτιμούν ότι η συνολική κατάσταση στη χώρα θα
χειροτερέψει στο μέλλον. Ενας στους δύο δηλώνει ότι κάνει παρέα τόσο με Ελληνες
όσο και με μετανάστες, ενώ το 68,1% παραδέχεται ότι υφίσταται εκμετάλλευση από
τους έλληνες εργοδότες.
«Είμαι Ελληνας με λιβανέζικο αίμα»
«ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ δεν είναι ρατσιστές αλλά
βασίζουν τα συναισθήματά τους στην ιστορία τους. Κάποιες φορές αισθάνεσαι μια
αρνητική ενέργεια να βγαίνει προς έναν ξένο, κυρίως από ηλικιωμένους και
ανθρώπους που δεν είναι μορφωμένοι ή δεν έχουν ζήσει καθόλου στο εξωτερικό».
Ο Γουαφίκ Ιντρις είναι 28 ετών, Λιβανέζος και ζει στην Ελλάδα από τότε που
γεννήθηκε. «Το γεγονός ότι φοίτησα σε διαπολιτισμικά σχολεία δεν με έκανε ποτέ
να νιώσω διαφορετικός από τους άλλους. Ολοι είχαμε “ξένο αίμα”, οπότε ήμασταν
όλοι ίδιοι», λέει και προσθέτει πως μεγαλώνοντας άρχισε να συναναστρέφεται με
τους Ελληνες. «Εκείνο που προδίδει την καταγωγή μου είναι το όνομά μου. Κατά τ΄
άλλα, οι περισσότεροι με θεωρούν Ελληνα, μιας και μιλάω άπταιστα ελληνικά. Κι
εγώ όμως πιστεύω ότι είμαι Ελληνας με λιβανέζικο αίμα.
Γυρίζοντας τον χρόνο πίσω δεν θυμάμαι πολλά περιστατικά που με έκαναν να νιώσω
άσχημα.
Αντίθετα, θα έλεγα ότι μερικές φορές σε σέβονται περισσότερο όταν είσαι ξένος»,
σημειώνει.
«Στις δημόσιες υπηρεσίες πάντα νιώθω ξένος»
«ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ να κρύψω ότι δεν είμαι
Ελληνας, γιατί αυτό φαίνεται.
Μπορώ να πω όμως ότι σε γενικές γραμμές νιώθω ξένος κάθε φορά που πηγαίνω στις
δημόσιες υπηρεσίες, γιατί φέρονται περίεργα σε όσους δεν είναι Ελληνες, καθώς
και σε κάποια μεμονωμένα περιστατικά στον δρόμο. Θυμάμαι για παράδειγμα μια
ηλικιωμένη κυρία στο πλοίο, η οποία τραβήχτηκε και άρχισε να μου φωνάζει όταν
προσπάθησα να τη βοηθήσω με τις βαλίτσες που κουβαλούσε. Κάποιοι φοβούνται,
ίσως έχουν τους λόγους τους. Κανείς δεν ξέρει...».
Ο Σάατναμ Γκάι γεννήθηκε στην Ινδία πριν από 34 χρόνια και ήρθε στην Ελλάδα το
1998, έπειτα από την προτροπή φίλων του, οι οποίοι ζούσαν σε ευρωπαϊκές χώρες
και του έλεγαν ότι με τη μουσική που παίζει, στο εξωτερικό θα μπορούσε να βρει
μια καλή δουλειά. Ετσι, στα 22 του χρόνια πήρε την απόφαση και ήρθε στην
Ελλάδα. Τον χειμώνα είναι μουσικός και το καλοκαίρι δουλεύει σε νησιά, άλλοτε
ως σερβιτόρος και άλλοτε ως μπάρμαν, για να κερδίσει περισσότερα χρήματα. «Στην
αρχή ήταν πολύ δύσκολα. Πλέον, μέσα από τη δουλειά έχω αποκτήσει πολλούς φίλους
μουσικούς και τους νιώθω σαν οικογένειά μου», λέει και συμπληρώνει: «Οι
περισσότεροι φίλοι μου είναι Ελληνες και μαζί τους έχω πολύ ισχυρούς δεσμούς».