Μια
πολιτικο-καλλιτεχνική συζήτηση με τον Ουίλιαμ Κέντριτζ στο περιθώριο
της αναδρομικής του έκθεσης, στο ΜΟΜΑ της Νέας Υόρκης «Ο κύριος
Κέντριτζ μπορεί να σας αφιερώσει μονάχα ένα εικοσάλεπτο». Ο υπάλληλος
του γραφείου Τύπου του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης αφού
με προειδοποίησε για τον περιορισμένο χρόνο της συνέντευξης, με οδήγησε
κατευθείαν στον Νοτιοαφρικανό καλλιτέχνη. Τέλη Φεβρουαρίου, μια βροχερή
ημέρα πριν ανοίξει η εντυπωσιακή αναδρομική του έκθεση με animation,
σχέδια και σκηνικά από όπερες. Ο ίδιος φορούσε λευκό πουκάμισο και
μαύρο παντελόνι, λες και είχε ζωγραφίσει τον εαυτό του με το αγαπημένο
του μέσο, το κάρβουνο. Το μόνο που τον διαφοροποιούσε από την
απεικόνισή του σε ένα από τα φιλμ που προβάλλονταν στο ΜΟΜΑ ήταν το
άφτερ σέηβ του και τα γυαλιά πρεσβυωπίας, πίσω από τα οποία με κοιτούσε
μάλλον αυστηρά.Κάτσαμε στο αίθριο, μακριά από τα τύμπανα της
αφρικάνικης μουσικής, τις μελωδίες Ντβόρζακ και τον Ντιουκ Ελινγκτον
που «ντύνουν» ηχητικά τα φιλμ του. Μακριά από τους δύο ήρωές του, τον
βιομήχανο Σόχο Εκστιν και τον Φίλιξ Τετλμπάουμ, που του μοιάζουν
εμφανισιακά και είναι τα alter ego του. Μακριά από το μαύρο γάτο που
είναι σταθερό σημείο αναφοράς στις ιστορίες του. «Στην πραγματικότητα
δεν είναι μαύρος» μου ομολογεί. «Δεν έχω ένα αλλά δύο αγαπημένα γατιά
που έχουν άλλα χρώματα. Αφού όμως οι δουλειές μου είναι σε άσπρο -
μαύρο, αναγκαστικά και ο γάτος γίνεται κατάμαυρος. Αλλωστε όλα είναι
μια αλληγορία».Ο Ουίλιαμ Κέντριτζ είχε ιδιαίτερη παιδική ηλικία.
Γεννήθηκε το 1955 στο Γιοχάνεσμπουργκ, από γονείς εβραϊκής καταγωγής
που ήταν δικηγόροι και αφιέρωσαν τη ζωή τους στη μάχη εναντίον του
απαρτχάιντ. Γνώριζε από μικρός ότι ανήκε στην άρχουσα τάξη μιας χώρας,
στη λευκή ισχυρή μειονότητα που καταπίεζε και στερούσε κάθε δημοκρατικό
δικαίωμα από τους μαύρους: «Με ανέθρεψαν ώστε να έχω συνείδηση σε τι
κοινωνία ζω. Οι συμμαθητές μου όμως ζούσαν σε ένα κόσμο όπου το μίσος
και ο τρόμος αντιμετωπίζονταν ως κάτι φυσιολογικό» λέει στην «Κ». Ο
καλλιτέχνης σπούδασε στην Σχολή Καλών Τεχνών, ανακατεύτηκε με το
θέατρο, προσπάθησε να γίνει ηθοποιός και μίμος για να καταλήξει εν
τέλει στο σχέδιο.Η τεχνική του είναι το σήμα κατατεθέν του. Ζωγραφίζει
μια εικόνα με κάρβουνο, τη φιλμάρει. Υστερα την επιζωγραφίζει και
ξαναφιλμάρει. Οι γραμμές του τρεμοπαίζουν, το περίγραμμα δεν είναι ποτέ
σταθερό, όλα ειπώνονται με τρία χρώματα: άσπρο- μαύρο και γαλάζιο, σε
μια ατμόσφαιρα εξπρεσιονιστική, σαν σύγχρονος βουβός κινηματογράφος.
Στο ΜΟΜΑ παρουσιάζονται κυρίως δουλειές του που είναι εμπνευσμένες από
το Απαρτχάιντ. Δεν έχουν χάσει ούτε ίχνος από το σφρίγος τους γιατί
είναι βαθιά ανθρώπινες και οικουμενικές. Μιλούν για την ενοχή, την
καταπίεση, την απληστία, τον φόβο, τον θυμό, την απογοήτευση, τα
συναισθήματα που ενώνουν πλούσιους και φτωχούς, λευκούς και μαύρους,
εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους.Ανοιχτοί λογαριασμοίΑλήθεια, πώς είναι
σήμερα η κατάσταση στη Νότιο Αφρική; «Κάποιοι λένε ότι τώρα ζούμε στην
περίοδο μετά το Απαρτχάιντ. Είναι ακριβέστερο, νομίζω, να λέμε ότι
είμαστε στην εποχή όπου έχει πάψει πλέον η διεθνής συσπείρωση εναντίον
εκείνου του απάνθρωπου καθεστώτος και η Νότιος Αφρική δεν καταλαμβάνει
σημαντική θέση στην ξένη ειδησεογραφία εξαιτίας αυτής της πολιτικής της
ιδιαιτερότητας. Προσοχή όμως! Η κληρονομιά του Απαρτχάιντ, ορισμένα από
τα βασικά ελεεινά του χαρακτηριστικά, δυστυχώς συνεχίζουν να υπάρχουν.
Ο πολιτικός αγώνας εναντίον των ανισοτήτων δεν έχει τελειώσει, είναι
ανοιχτός λογαριασμός. Ο πόλεμος σήμερα είναι ίδιος και συνάμα
διαφορετικός. Από τη μία πλευρά είναι εκείνοι που παλεύουν για τη
μεταμόρφωση της χώρας και από την άλλη είναι μια μικρή αλλά ισχυρότατη
ελίτ που προσπαθεί να προστατεύσει τα προνόμιά της εξουσίας της».Ο
Ουίλιαμ Κέντριτζ θυμάται ακόμα τη δεκαετία του ’90 όπου όλα άλλαξαν.
«Τότε όντως οι περισσότεροι από εμάς είχαμε ελπίδες και όραμα.
Δικαιολογημένα. Αυτό που επέτυχε η Νότιος Αφρική, δεν το έχει καταφέρει
καμιά χώρα. Αναφέρομαι στην επιτυχημένη διαπραγμάτευση που οδήγησε στη
μετάβαση της εξουσίας στα χέρια των ανθρώπων που ήταν αποκλεισμένοι από
αυτήν, στην επιτροπή που έβγαλε στη δημοσιότητα όλη την αλήθεια για τα
εγκλήματα, τις κακοποιήσεις, τους βιασμούς και εν τέλει έφερε τη
συμφιλίωση. Ναι, όλα αυτά συνέβησαν και ήταν ένα εκπληκτικό κατόρθωμα.
Από εκεί και πέρα όμως η δημιουργία των δομών που θα αλλάξουν την ίδια
την κοινωνία είναι άλλη υπόθεση, πολύ δυσκολότερη. Προαπαιτεί συνεχείς
προσπάθειες, αποφασιστικότητα, θάρρος. Σε κάποιους τομείς τα πήγαμε
καλά, σε άλλους είχαμε καταστροφικά αποτελέσματα»Δύο εκδοχές«Για το
μέλλον υπάρχουν δύο διαφορετικές εκδοχές» εξηγεί ο Κέντριτζ. «Με το
θετικό σενάριο η χώρα βαθμιαία μεταλλάσσεται σε μια δημοκρατικότερη
κοινωνία. Το αρνητικό δίνει το προβάδισμα στη διαφθορά, την ανισότητα,
την αδικία. Εγώ προβλέπω ότι θα γίνουν και τα δύο -ταυτόχρονα-
πραγματικότητα. Αυτός ο σφιχτός εναγκαλισμός της αισιοδοξίας και της
απαισιοδοξίας, είναι το μόνο χρήσιμο κλειδί για να κατανοήσει ένας
ξένος τη χώρα. Ο δρόμος της προόδου και της οπισθοδρόμησης είναι
κοινός. Η Νότιος Αφρική είναι γεμάτη αντιφάσεις, αντίρροπες δυνάμεις,
σαν ένα ζώο με τέσσερα μπροστινά πόδια που τραβάνε προς διαφορετικές
κατευθύνσεις. Για να μπορέσεις να το κατανοήσεις αυτό δεν αρκεί ένας
τρόπος σκέψης αλλά πρέπει να συγκεράσεις πολλές διαφορετικές μεθόδους
στοχασμού ώστε να χωρέσει στο κεφάλι σου. Αυτός ο παραλογισμός νομίζω
ότι αντικατοπτρίζεται και στα έργα μου».«Το σχέδιο είναι το δικό μου
σπίτι»«Εχω δουλέψει με πολλά, διαφορετικά μέσα. Αισθάνομαι σπίτι μου
όταν σχεδιάζω. Ακόμα και όταν κάνω animation ή φιλμάρω, το σχέδιο
παραμένει η βάση, ο κοινός παρονομαστής. Το σχέδιο λειτουργεί ως
μεταφορά για την ίδια τη σκέψη. Είναι σαν να σκέφτομαι αλλά με
βραδύτερο ρυθμό, είναι το γόνιμο έδαφος για να ξεπηδήσουν οι ιδέες και
να αποκτήσουν υπόσταση. Το ίδιο δεν κάνουμε άλλωστε με την ομιλία, που
κατά κάποιο τρόπο μάς αποσαφηνίζει τον συλλογισμό που είχαμε πριν
ανοίξουμε το στόμα μας; Ετσι, οι γραμμές, οι μορφές, η κίνηση βοηθούν
τη σκέψη μου να έχει οντότητα. Στόχος μου είναι να δημιουργώ στους
θεατές συνειρμούς».Ολα του τα έργα έχουν έντονα στοιχεία σουρεαλισμού,
μια ισορροπία πολιτικής και ποίησης. Αντικείμενα μεταμορφώνονται, ο
άπληστος βιομήχανος Σόχο (που είναι καθ’ ομοίωση του Κέντριτζ) δεν
κλαίει ποτέ, αλλά το μαντίλι που εξέχει από το κοστούμι του στάζει και
πλημμυρίζει το δωμάτιο, φύλλα από εφημερίδες πετάνε σαν πουλιά. Η
γυναίκα του Σόχο τον απατά με τον Φίλιξ, το αίμα των δολοφονημένων
μαύρων ποτίζει το χώμα. Εικόνες που διαδέχονται η μία την άλλη, αφήνουν
μια βαριά επίγευση. Στο τέλος συγκρατεί κανείς τη φυσιογνωμία του
πρωταγωνιστή. «Η ύπαρξη του Σόχο με εξυπηρετεί μιας και τον βάζω -όπως
και στην κομέντια ντελ άρτε- να αυτοσχεδιάσει όλα αυτά που μου έρχονται
στο μυαλό σε μία από τις ιστορίες μου. Το βάρος δεν πέφτει στην
προσωπικότητα του Σόχο, δεν παλεύω να καταλάβω ποιος είναι αυτός που
αποτελεί δημιούργημά μου, αλλά εστιάζω σε όλα αυτά τα στοιχεία που
συναποτελούν την αφήγηση. Εκκινώ πάντα από μια - δυο εικόνες–κλειδιά,
ένα θέμα.Υστερα, πάνω στο στόριμπορντ, βγαίνει η ίδια η πλοκή. Τώρα
σκέφτομαι να κάνω ένα καινούργιο φιλμ με τον ίδιο ήρωα, που φαντάζομαι
ότι θα είναι έτοιμο σε περίπου έναν χρόνο. Το τελευταίο ολοκληρώθηκε
πριν από 4 χρόνια».Μέχρι σήμερα, έχουν περάσει χιλιάδες επισκέπτες από
τις αίθουσες του ΜΟΜΑ και η αναδρομική του θα είναι μία από τις
δημοφιλέστερες εκθέσεις των τελευταίων ετών. Τα βίντεο κρατούν 6 - 8
λεπτά, σε μια μυσταγωγία κίνησης και μουσικής. «Εύχομαι απλώς να
υπάρχουν αρκετά ενδιαφέροντα πράγματα για ένα τόσο πολυδιάστατο και
διαφορετικό κοινό, να κατασκευάσουν οι θεατές άλλους κόσμους μέσα τους,
βλέποντας τα έργα μου», υπογραμμίζει ο Ουίλιαμ Κέντριτζ. «Δεν νομίζω
ότι μπορεί να προκύψει ένα και μόνο συμπέρασμα. Αντιθέτως, θα
χαρακτήριζα κάθε φιλμ ένα ταξίδι, όπου κάθε θεατής μπορεί να φτάσει στο
τέλος σε άλλον προορισμό. Ο δικός μου σκοπός είναι να κάνω τα σχέδια
και όχι να σκέφτομαι τι θα γίνει άμα τα τελειώσω».Στο Σοβέτο και στο
ΓιοχάνεσμπουργκΟ Ουίλιαμ Κέντριτζ ομολογεί ότι δεν πηγαίνει συχνά στο
Σοβέτο, όπου ζούσαν για δεκαετίες οι εξαθλιωμένοι μαύροι της χώρας του.
Αντιθέτως ζει κυρίως στο κέντρο του Γιοχάνεσμπουργκ όπου είναι το
σπίτι, το εργαστήριο και οι φίλοι του. «Ολα αυτά τα χρόνια ουδέποτε
εγκατέλειψα το περιβάλλον μου για πολύ καιρό, παρά μόνο για μια σύντομη
παραμονή στο Παρίσι. Ακόμα και όταν ταξιδεύω νομίζω ότι βρίσκομαι κοντά
στην πόλη μου. Να, χαριτολογώντας, τώρα νιώθω ότι δεν έχω πάει πολύ
μακριά και ότι η Νέα Υόρκη είναι απλώς ένα προάστιο του
Γιοχάνεσμπουργκ. Οπου και αν ταξιδέψει ο άνθρωπος προσλαμβάνει τα τοπία
και τις πόλεις ανάλογα με αυτά που έχει αφήσει πίσω του. Από εκεί
ξεπηδούν οι συνειρμοί, οι συγκρίσεις και οι αναλογίες. Ετσι και εγώ
φέρω τη γενέτειρά μου συνέχεια μαζί μου».Η έκθεση θα διάκεσει μέχρι και
τις 17 Μαΐου στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Μαργαρίτα Πουρναρα
|