Όταν πέθανε η μάνα μου ήταν τρία
χρόνια μικρότερη απ΄ ό,τι είμαι εγώ σήμερα. Κι όμως, όσο μπορώ να αναπλάθω τα
σαράντα χρόνια που έζησα μαζί της δεν κατόρθωσα να συλλέξω ούτε τη σοφία της
ούτε την υπομονή της ούτε την κατανόησή της για τα ανθρώπινα
Oι εμπειρίες της ήταν
πιθανόν, μαζί με όλους τους συγκαιρινούς της, ίσως οι συγκλονιστικότερες όλης
της ιστορίας της ανθρωπότητας. Καμιά άλλη γενιά στην ιστορία δεν χρειάστηκε να
καλύψει σε μια σύντομη ζωή τόσο μεγάλο χάσμα τεχνολογίας, τόσες συνταρακτικές
τραυματικές συλλογικές απάνθρωπες συγκρούσεις, τόσα ιδεολογικά, ηθικά και
οικονομικά πειράματα.
Η μάνα μου πήγε νύφη στην
εκκλησία με άμαξα και τα προικιά, που τότε τα περιέφεραν με καμάρι στους
δρόμους, φορτώθηκαν σε αραμπά που έσερναν μουλάρια. Μεγάλωσε κι από μικρό παιδί
έκοβε ξύλα για το τζάκι, ζύμωνε, έκαιγε τον φούρνο, έφτιανε λουκάνικα, άπλωνε
τραχανά, μάζευε φύλλα της μουριάς και τρέφαμε τους μεταξοσκώληκες, καθόταν με
τις ώρες στον αργαλειό και ύφαινε χαλιά, κουρελούδες, χράμια, μπάντες, ζέσταινε
το καζάνι κι έφτιαχνε αλισίβα (ρίχνοντας στάχτη στο νερό) για την πλύση, έραβε
στη ραπτομηχανή, έπλεκε, μπάλωνε, τάιζε το γουρούνι, τις κότες, ξύστριζε το
άλογο, έπηζε γιαούρτι και τυρί, ζύμωνε, άπλωνε, τύλιγε και έκοβε χυλοπίτες,
ασβέστωνε το μαντρότοιχο, καθάριζε τη μεγάλη κάδη των πέντε τόνων για να
αποθηκευτούν οι ελιές, έξυνε τα βαρέλια για να υποδεχτούν τον μούστο με το
γιοματάρι, έπλενε με τη μάνικα τα πιθάρια του λαδιού, σιδέρωνε με τις ώρες
μπουφαρίζοντας (βρέχοντας με το στόμα) τα ρούχα και κρατώντας αναμμένο το
σίδερο με τα κάρβουνα και τη θυμάμαι να βράζει στο καζάνι τα υλικά μαζί με την
καυστική ποτάσα για να φτιάξει πράσινο σαπούνι. Υπήρχαν στο σπίτι, στο κατώγι,
τελάρα ξύλινα, σαν τα τετράγωνα του σκακιού, απλώνονταν στο τσιμέντο της αυλής
και με μια μεγάλη κουτάλα, καυτό χύνονταν το υλικό. Έμενε μέρες να κρυώσει και
ύστερα τραβούσαν το τελάρο και είχαν εκατό, διακόσιες πλάκες σαπούνι, σαν μικρά
τούβλα.
Τα ίδια τελάρα άλλωστε τα
χρησιμοποιούσαν για να φτιάχνουν πλίθρες, τούβλα από λάσπη και άχυρο, που
στεγνά και ξερά ήταν το κύριο οικοδομικό υλικό για μάντρες, αποθήκες και
απόπατους. Το τζάκι ήταν σ΄ ένα μόνο δωμάτιο του σπιτιού. Η θέρμανση στα άλλα
γινόταν με μαγκάλια που συνήθως έκαιγαν πυρήνα, το ελαιώδες κατάλοιπο των
κουκουτσιών της ελιάς, όταν στο ελαιοτριβείο παραδιδόταν το λάδι. Σ΄ εκείνη την
οικονομία τίποτε δεν πήγαινε χαμένο. Τα πρώτα παπούτσια που φόρεσα ήταν
αρβυλάκια που παραγγέλλονταν στον τσαγκάρη της γειτονιάς, ενώ του προσφερόταν το
δέρμα, μετά τη σφαγή του γουρουνιού τα Χριστούγεννα. Κομψά αρβυλάκια, όχι τα
γνωστά ποιμενικά γουρνοτσάρουχα, αλλά πάλι για λόγους οικονομίας με χοντρά
καρφιά για να μη τα λειώνουμε γρήγορα!
Όταν έλειπαν εργατικά χέρια στις
μέρες της συγκομιδής, η μάνα ακολουθούσε την κομπανία στα χωράφια για το μάζεμα
της ελιάς, τον τρύγο, τον θερισμό του σταριού, του κριθαριού και της βρώμης, τη
συλλογή του βαμβακιού και του καπνού. Και να έφταναν αυτά! Όταν ερχόντουσαν τα
τσουβάλια με τα ρεβίθια στο σπίτι, έπρεπε όλο το υλικό να περάσει από το
κόσκινο, να φύγουν πετραδάκια, μυγάκια, σκουληκάκια και άλλα ζωύφια. Τα κτήματα
είχαν διάσπαρτες συκιές, ροδιές. Έπρεπε τα σύκα που μαζεύονταν να δεθούν με
σπάγκο, ν΄ απλωθούν να ξεραθούν και να γίνουν ξηρά τροφή για μεγάλους και
μικρούς. Τα ρόδια κρέμονταν κι αυτά αρμαθιές στο κατώγι. Τα μήλα και τα
πορτοκάλια, κυρίως τα λεμόνια, τυλίγονταν με παλιές εφημερίδες και
αποθηκεύονταν σε πιθάρια με άχυρα για να μη μαραθούν. Η διαλογή της ελιάς
έπαιρνε νυχτέρια. Ποιες από τις ελιές θα πήγαιναν στην κάδη και ποιες κατά
ποιότητα θα όδευαν στο ελαιοτριβείο.
Ο μεγάλος μόχθος ήταν το
«πέρασμα» του καπνού. Κάθονταν κυρίως οι γυναίκες του σπιτιού στην αυλή
κατάχαμα, είχαν δίπλα τους πανέρια με φύλλα καπνού και περνούσαν φύλλο φύλλο το
φυτό σε μια γερή κλωστή αφού τρυπούσαν τον βλαστό με μια συναρτημένη
πεπλατυσμένη βελόνα. Έτσι τα φύλλα του καπνού σε αρμαθιές δέκα και πάνω μέτρων
απλώνονταν στην αυλή από διχάλα σε διχάλα για να στεγνώσουν, να ξεραθούν, να
μαζευτούν σε πάκα κυβικά και να περιμένουν τον έμπορο.
Το βαμβάκι αποθηκευόταν
περιμένοντας τον έμπορο επίσης σε τσουβάλια και σε τόπο ξηρό για να μην
υγραίνεται- το βαμβάκι σαπίζει και βαραίνει!
Μετά την κουρά των προβάτων και
των γιδιών, το μαλλί γινόταν μεγάλες τουλούπες και η μάνα μου με τις
γειτόνισσες έστηναν στην αυλή τα σύνεργα, το λανάρι, την ανέμη, καθάριζαν τα
ξεφτίδια στο λανάρι από ξένα υλικά, έπλεναν το μαλλί κι όταν στέγνωνε, το
έβαζαν στην ανέμη και έφτιαχναν νήμα για τον αργαλειό και για το πλέξιμο.
Στο σπίτι στεφανώθηκε, στο σπίτι
γέννησε με τη μαμή, στο σπίτι βαφτιστήκαμε. Εγώ πάντως από το σπίτι μου στην
Αθήνα (με ενοίκιο) έφυγα γαμπρός, αφού η μάνα μου ζέστανε νερό στον τέντζερη
και έκανα λουτρό στη σκάφη.
Ποτέ στο κρεβάτι
Η μάνα μου από τον αραμπά
ευδόκησε να ταξιδέψει με αεροπλάνο.
Από τη φουφού και το μαγκάλι
πέθανε με καλοριφέρ και κλιματισμό, από τον φούρνο με τα ξύλα, το γιουβέτσι,
χειρίστηκε ψυγείο, ηλεκτρική κουζίνα και φούρνο μικροκυμάτων. Είδε για πρώτη
φορά αεροπλάνο στα 20 χρόνια της. Έζησε δύο παγκόσμιους πολέμους, είδε
βομβαρδισμούς, αερομαχίες, τέσσερις δικτατορίες, εκτελέσεις, πήγε τρόφιμα και
αλλαξιές στις φυλακές στον αδελφό της και στον άντρα της. Είδε τους ανθρώπους
στο φεγγάρι. Είδε τον Βεάκη Ληρ, την Πλισέσκαγια, τον Νουρέγιεφ, τη Φοντέιν.
Δεν έπαθε κατάθλιψη, δεν πήρε ποτέ υπνωτικά, ηρεμιστικά, δεν την είδε ποτέ
ψυχίατρος, ώσπου ανεπανόρθωτα έπεσε και έφυγε σε δύο χρόνια. Δεν τη θυμάμαι
ποτέ στο κρεβάτι. Όταν εμείς πέφταμε για ύπνο ήταν όρθια, όταν ξυπνάγαμε ήταν
όρθια. Και έφυγε χωρίς παράπονο, χωρίς υστερίες, χωρίς πανικό. Πρόσφερε τα
πάντα, όλη αυτή την εμπειρική σοφία που κατέγραψα αμισθί, χωρίς σύνταξη (ούτε
αυτό το πρόλαβε, έφυγε πριν από τον πατέρα), τα χρόνια εκείνα πριν από την
αποθέωση του φεμινισμού!