Ο πλωτάρχης των βυθών 1910 100 ΧΡΟΝΙΑ από τη γέννηση του Ζακ-Υβ Κουστό (Το Βήμα)
Α ν οι
«επίγειοι» άνθρωποι ευγνωμονούν τον Ζακ-Υβ Κουστό για το γεγονός ότι
τους γνώρισε τον υποβρύχιο κόσμο, ένα μέρος της ευγνωμοσύνης τους θα πρέπει να
αφιερωθεί επίσης σε ένα αυτοκινητικό ατύχημα και σε έναν φίλο και συνεργάτη του
γάλλου εξερευνητή, τον Φιλίπ Ταγέ. Το πρώτο ανάγκασε τον Κουστό να
εγκαταλείψει τα όνειρά του για μια καριέρα στην αεροπορία και να στραφεί προς
τη θάλασσα. Ο δεύτερος ήταν εκείνος που «άνοιξε» τα μάτια του στον βυθό,
δανείζοντάς του σε μια από τις κοινές βουτιές τους το 1936 τα «γυαλιά Φρενέ»,
έναν πρόδρομο της σημερινής μάσκας θαλάσσης.
Δύο χρόνια αργότερα, ο Ταγέ θα γνώριζε επίσης στον Κουστό τον ΦρεντερίκΝτυμά,
έναν άλλον ερασιτέχνη πρωτοπόρο των καταδύσεων. Οι τρεις τους θα γίνονταν
αχώριστοι. «Στην ομάδα μας των Τριών Θαλασσοφυλάκων» έχει πει ο ίδιος ο
Κουστό- παραφράζοντας τη λέξη «mousquetaires» σε «mousquemers»- «εγώ ήμουν ο διοργανωτής,ο Ταγέ ήταν
ο ποιητής, ο οραματιστής, και ο Ντυμά ήταν ο σταρ». Ισως γι΄ αυτό τον
επέλεξε ως «θέμα» για το πρώτο του ντοκυμαντέρ και ως «ηθοποιό» για το δεύτερο.
Η πρώτη υποβρύχια ταινία Το «Ρardix-huitmétresdefond» («Σε δεκαοκτώ μέτρα βάθος»), το πρώτο κινηματογραφικό
επίτευγμα της ομάδας, ήταν η πρώτη υποβρύχια γαλλική ταινία και χάρισε στους
συντελεστές της το Βραβείο του Συμβουλίου Ντοκυμαντέρ το 1943. Είχε γυριστεί
τον προηγούμενο χρόνο, χωρίς αναπνευστικό εξοπλισμό, και επικεντρωνόταν στα
κατορθώματα του Ντυμά, ο οποίος ήταν διάσημος για τις υποβρύχιες επιδόσεις του
στη γαλλική Ριβιέρα. Ενας άλλος φίλος, ο Μαρσέλ Ισάκ, ήταν ο σκηνοθέτης,
ενώ χρέη κάμεραμαν εκτέλεσε ο μηχανικός Λεόν Βες, ο οποίος, κατόπιν
υποδείξεως του Κουστό, ανέπτυξε για την περίσταση μιαν ειδική αδιάβροχη
προστατευτική θήκη για την κάμερα.
Το επόμενο κινηματογραφικό επίτευγμα της ομάδας συντελέστηκε αμέσως μετά. Υπό
τον τίτλο « paves»
(«Ναυάγια») το ντοκυμαντέρ δεν αποτέλεσε ορόσημο για τις- μάλλον αποτρόπαιες-
σκηνές ψαρέματος με καμάκια και... καραμπίνες, αλλά για το γεγονός ότι ήταν η
πρώτη ταινία που γυρίστηκε με το αυτόνομο σκάφανδρο που είχε αναπτύξει ο Κουστό
μαζί με τον μηχανικό Εμίλ Γκανιάν. Εχοντας άνεση και χρόνο στις κινήσεις
τους, οι υποβρύχιοι κινηματογραφιστές έδειξαν για πρώτη φορά τον βυθό σε
«κίνηση», μαγεύοντας τους θεατές.
Εκτός από τον καθοριστικό εξοπλισμό που τους έδωσε νέα ώθηση, τα γυρίσματα
οφείλουν πολλά ακόμη στην επινοητικότητα του Πλωτάρχη. Ενα εξ αυτών, η
πρωτότυπη μέθοδός του για την εξασφάλιση πρώτων υλών. Εξαιτίας του πολέμου-
βρισκόμαστε στο 1943- η εξεύρεση κινηματογραφικού φιλμ ήταν αδύνατη. Ο Κουστό-
ο οποίος, αντίθετα από τον ακροδεξιό, αντισημίτη και συνεργάτη του καθεστώτος
του Βισί αδελφό του, είχε περάσει στη γαλλική αντίστασηβρήκε μια σωτήρια, αν
και επίπονη, λύση. Εφτιαξε μια μεγάλη «μπομπίνα» από πολλές δεκάδες ρολά φιλμ
που προορίζονταν για παιδικές φωτογραφικές μηχανές. Η σύζυγός του, Σιμόν -
ακούραστη βοηθός και «μούσα» όχι μόνο του Κουστό αλλά όλης της ομάδας- τον
βοήθησε να τα ενώσουν κολλώντας τα μεταξύ τους, ένα ένα στη σειρά.
Λάτρης της περιπέτειας Το σκάφανδρο οφείλει και αυτό ένα μέρος της ύπαρξής του στις κατοχικές
στερήσεις. Με τις μεγάλες ελλείψεις καυσίμων ο Εμίλ Γκανιάν κατασκεύασε ένα
«γκαζοζέν» για αυτοκίνητα χρησιμοποιώντας μια βαλβίδα ρύθμισης πίεσης που πήρε
από την αεροπορική εταιρεία Ρiel, την οποία στη συνέχεια βελτίωσε σχεδιάζοντας μια δική του, μικρότερη
εκδοχή από βακελίτη. Ο Γκανιάν δούλευε στην ΑirLiquide, την εταιρεία
υγραερίου της οποίας διευθυντής ήταν ο Ανρί Μελκιόρ, πατέρας τής Σιμόν.
Βλέποντας τη «μίνι» βαλβίδα του, ο Μελκιόρ σκέφθηκε ότι θα ενδιέφερε τον γαμπρό
του, ο οποίος χρόνια τώρα προσπαθούσε να φτιάξει μια αναπνευστική συσκευή που
θα διευκόλυνε τις καταδύσεις του. Αποφάσισε να φέρει τους δύο άνδρες σε επαφή.
Η γνωριμία έγινε τον Δεκέμβριο του 1942 στο Παρίσι. Ο Κουστό προσάρμοσε τη
βαλβίδα τού Γκανιάν σε μια φιάλη συμπιεσμένου αέρα και έκανε δοκιμές στον
ποταμό Μάρνη. Υστερα από κάποιες παρατηρήσεις και βελτιώσεις, το αυτόνομο
σκάφανδρο, μια βελτιωμένη εκδοχή των προκατόχων του αλλά με τη σπουδαία
καινοτομία του αυτόματου ρυθμιστή ο οποίος παρέχει στον δύτη αέρα με πίεση ίση
με αυτήν του περιβάλλοντος, είχε γεννηθεί. Οι εξελιγμένες αναπνευστικές
συσκευές που χρησιμοποιούνται σήμερα εξακολουθούν να βασίζονται στην τεχνολογία
του. Ο Κουστό έφυγε ζητώντας από τον Γκανιάν να του στείλει τρία πρωτότυπα
σκάφανδρα - ένα για τον ίδιο, ένα για τον Ταγέ και ένα για τον Ντυμά. Οι «Τρεις
Θαλασσοφύλακες» τα έλαβαν στα τέλη του Ιουνίου του 1943 και τα δοκίμασαν αμέσως
στη Μεσόγειο. Λίγο μετά, άρχισαν τα γυρίσματα του « paves».
Ο Κουστό λάτρευε τη θάλασσα, την περιπέτεια και την ανακάλυψη, όπως φαίνεται
όμως δεν τον συγκινούσε το άγνωστο του θανάτου. «Δεν είμαι προετοιμασμένοςγια τον θάνατο. Οταν αυτό θα μου συμβεί, θα είμαι ο πρώτος που θα εκπλαγεί» είχε
πει κάποτε. Ισως επειδή πίστευε ότι τα «υλικά» αγαθά, στα οποία συμπεριελάμβανε
και τον εαυτό του, έρχονται και παρέρχονται. «Τα πλοία, οι μηχανές, το
χρήμα, οι άνθρωποι, εγώ ο ίδιος, όλα αυτά είναι ψιλοπράματα» έλεγε. «Αυτό που μετράει είναι το έργο: σε έναν αιώνα θα μας έχουν ξεχάσει, αλλά θα
θυμούνται αυτά που κινηματογραφήσαμεκαι είπαμε». Ο Πλωτάρχης έκανε
λάθος. Εναν αιώνα μετά τη γέννησή του, ο κόσμος τον θυμάται ακόμη.