ΒΑΡΒΑΡΑ ΤΕΡΖΑΚΗ
 
Επικοινωνία
Από τη Στέλλα στην Ιλια 50 ΧΡΟΝΙΑ από το «Ποτέ την Κυριακή» (Το Βήμα)

  

 

Ηταν τον Μάιο του 1954 όταν η Μελίνα Μερκούρη συνάντησε για πρώτη φορά τον Ζυλ Ντασσέν. Στο Φεστιβάλ των Καννών, όπου ο μεν Ντασσέν είχε βρεθεί με το «Ριφιφί», η δε Μερκούρη με την πρώτη ταινία της, τη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη. Κάποιοι θεώρησαν ότι η γνωριμία και αργότερα η σχέση του Ντασσέν με τη Μερκούρη σήμαναν την οριστική αποκοπή του από την Αμερική, άλλοι όμως πιστεύουν ότι μέσα από τη συνάντησή τους ο σκηνοθέτης ανακάλυψε μιαν άλλη πλευρά του εαυτού του, απαντώντας σε υπαρξιακούς και ανθρωπολογικούς προβληματισμούς που τον απασχολούσαν. Το πού ακριβώς βρίσκεται η αλήθεια ίσως να μην το μάθουμε ποτέ, πάντως τα γεγονότα λένε ότι από τη δημιουργική σχέση των δύο καλλιτεχνών βγήκαν εννέα συνολικά ταινίες (μαζί με ένα ντοκυμαντέρ) και ότι από αυτές, η θρυλικότερη δεν έπαψε ποτέ να είναι το «Ποτέ την Κυριακή», που εφέτος κλείνει 50 χρόνια από τη γέννησή της. Το 1960 άλλωστε ήταν η χρονιά τής Μερκούρη. Τότε σημειώθηκε και η μεγαλύτερη επιτυχία της στο θέατρο με το «Γλυκό πουλί της νιότης» δίπλα στον Γιάννη Φέρτη σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, μια παραγωγή του Θεάτρου Τέχνης.

Ο Χόμερ και η Ιλια
« Με το “Ποτέ την Κυριακή” ο Ντασσένέγραψε ένα μεγάλο ερωτικό γράμμαγια την Ελλάδα» επρόκειτο να πει αργότερα σε τηλεοπτική συνέντευξή της η Μερκούρη για την αμερικανική συμπαραγωγή που υπήρξε το διαβατήριό της για μια πλούσια διεθνή καριέρα στον κινηματογράφο. Πράγματι, με το πηγαίο κέφι της ιστορίας, τη ζωντάνια της κινηματογράφησης, την εκρηκτική παρουσία της πρωταγωνίστριας, αλλά και την καίρια συμβολή της μουσικής του Μάνου Χατζιδάκι, το φιλμ μετέτρεψε την Ελλάδα σε τουριστική ατραξιόν βγάζοντάς την από την εσωστρέφεια που ως τότε την επισκίαζε.

Εδώ παρακολουθούμε τις εν Ελλάδι εμπειρίες του Χόμερ Θρέις (τον υποδύεται ο ίδιος ο Ντασσέν), ενός «ερασιτέχνη φιλοσόφου» που γοητευμένος από τον ελληνικό πολιτισμό επισκέπτεται τη χώρα μας με στόχο τη λύση του αινίγματος της «αιώνιας αλήθειας». Η γνωριμία του με την εταίρα Ιλια (Μερκούρη), η οποία όμως επιλέγει μόνη την πελατεία της, θα ανοίξει νέους δρόμους στη ζωή τού Χόμερ, ο οποίος θαμπωμένος από την ομορφιά και την τραγικότητα της κληρονομιάς της την ερωτεύεται και σαν ένας άλλος Πυγμαλίων αφοσιώνεται στην καλλιέργεια και εκπαίδευσή της στοχεύοντας στη διάπλαση της προσωπικότητάς της. Το Οσκαρ στον Χατζιδάκι

Αν και ενίοτε το «Ποτέ την Κυριακή» - στο οποίο χαρακτηριστικούς ρόλους κρατούν οι Τίτος Βανδής, Γιώργος Φούντας, Δέσπω Διαμαντίδου και ΔημήτρηςΠαπαμιχαήλ- υποκύπτει στις φολκλόρ απαιτήσεις μιας τουριστικής ταινίας, ως καλλιτεχνικό έργο φέρει γνήσια ίχνη ελληνικότητας, κυρίως σε ό,τι αφορά την καταγραφή του υποκόσμου του Πειραιά, τοποθεσία στην οποία, κατά το μεγαλύτερο μέρος, διαδραματίζεται η ιστορία. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η διεθνής καριέρα που ακολούθησε η ταινία, η οποία προβλήθηκε μεγαλοπρεπώς στο Φεστιβάλ των Καννών, εντός διαγωνιστικού τμήματος, χάνοντας τον Χρυσό Φοίνικα από την «Ντόλτσε βίτα» του Φεντερίκο Φελίνι (μονομάχησαν τότε πλην άλλων ο Μικελάντζελο Αντονιόνι με την «Περιπέτεια», ο Λουίς Μπουνιουέλ με το «Μετά τον βιασμό» και ο Ινγκμαρ Μπέργκαμν με την «Εβδομη σφραγίδα!). Στις Κάννες η Μελίνα πήρε την πρώτη μεγάλη διάκρισή της, το βραβείο γυναικείας ερμηνείας, εξ ημισείας με τη Ζαν Μορό του «Μοντεράτο Καντάμπιλε» σε σκηνοθεσία Πίτερ Μπρουκ.

Η ταινία είχε ακόμη πιο εντυπωσιακή συνέχεια όταν την αμέσως επόμενη χρονιά βρέθηκε υποψήφια στα Βραβεία της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (ΒΑ
FΤΑ) στις κατηγορίες καλύτερης σκηνοθεσίας και γυναικείας ερμηνείας, και βέβαια στα Οσκαρ του 1960 όπου φιγουράρισε σε πέντε κατηγορίες: διεκδίκησε τα βραβεία καλύτερης σκηνοθεσίας και καλύτερου σεναρίου γραμμένου κατ΄ ευθείαν για την οθόνη (διπλή υποψηφιότητα για τον Ντασσέν), α Δ γυναικείου ρόλου (η μοναδική υποψηφιότητα της Μερκούρη στα Οσκαρ), σκηνικών για ασπρόμαυρη ταινία για τη Θεώνη ΟλντριτςΒαχλιώτη και τραγουδιού για τα «Παιδιά του Πειραιά» σε μουσική και στίχους Μάνου Χατζιδάκι.

Ο τελευταίος υπήρξε τελικά ο μοναδικός κερδισμένος της ταινίας στα Οσκαρ. Η διεθνής αναγνώριση της Μελίνας Μερκούρη ήταν πλέον γεγονός και τα φτερά της άνοιξαν καθώς οι εμφανίσεις της σε διεθνείς παραγωγές αυξήθηκαν: «Τοπ καπί» και Φαίδρα» του Ντασσέν, «Η ώρα της μεγάλης κρίσεως» του Βιτόριο ντε Σίκα, «Οι νικητές» του Καρλ Φόρμαν, «Ραντεβού στη Λισαβόνα» του Ρόναλντ Νιμ.

«Μην πάτε στη χώρα μου»
Τα ίχνη τού «Ποτέ την Κυριακή» όμως δεν επρόκειτο να σβήσουν. Το 1967 μια μουσικοχορευτική εκδοχή του με τον τίτλο «Ι
lya Darling» ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης. Στο πλευρό τής Μερκούρη και πάλι θα είναι ο Ντασσέν, με τον οποίο είχε παντρευτεί την αμέσως προηγούμενη χρονιά. Ωστόσο τα μεσάνυχτα της 21ης Απριλίου ο Μάνος Χατζιδάκις τής τηλεφώνησε για να της πει ότι στην Ελλάδα έγινε στρατιωτικό πραξικόπημα. Η Μερκούρη προέβη σε δηλώσεις μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες των αμερικανικών μέσων μαζικής ενημέρωσης. «Σας παρακαλώ, μην πάτεστη χώρα μου!» έλεγε κλαίγοντας. Ακόμη και από τη σκηνή του θεάτρου η Μερκούρη μίλησε για την ελληνική τραγωδία, με τον Ντασσέν στο πλάι της να της συμπαραστέκεται, εφόσον γνώριζε καλά το ζήτημα.

Για αυτές ακριβώς τις δηλώσεις η χούντα των συνταγματαρχών της αφαίρεσε την ελληνική ιθαγένεια στις 12 Ιουλίου του ιδίου έτους (από τον Νοέμβριο του 1967 και επί τρεις ολόκληρους μήνες το
FΒΙ επρόκειτο να μην την αφήσει σε ησυχία). Αλλά εκείνη, με το θάρρος και το θράσος της απέναντι στην αδικία, θα απαντούσε με δύο φράσεις που έμειναν στην αιωνιότητα: «ΓεννήθηκαΕλληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα.Ο Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας».

Γιάννη Ζουμπουλάκη

 

© 2007 - easyweb team