Παραμύθια, ένας κόσμος γεμάτος μυστικά (Η Καθημερινή)
Τη Σταχτοπούτα θα τη βρει κάθε
φορά ο πρίγκιπάς της, η Κοκκινοσκουφίτσα θα νικήσει τον κακό λύκο και ο
Κοντορεβυθούλης θα επιστρέψει τελικά σπίτι. Και πάντα είμαστε έτοιμοι (και
πρόθυμοι) να ακούσουμε πώς τα κατάφεραν. Τα παραδοσιακά παραμύθια, γνωστές
ιστορίες… αγνώστου πατρότητας με διάφορες παραλλαγές, ταξιδεύουν από στόμα σε
στόμα και από χώρα σε χώρα, αιώνες τώρα, προσφέροντας ψυχαγωγία και παρηγοριά.
Οι σύγχρονοι παραμυθάδες –στη
Γαλλία περισσότεροι από 3.000, στο Βέλγιο 600– παίρνοντας τα ηνία της
προφορικής αφήγησης από τους προηγούμενους έχουν αναλάβει το δύσκολο έργο της
παράδοσης, κάποιοι ως εργασία πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και άλλοι
παράλληλα με τη συγγραφή παραμυθιών, την ηθοποιία ή κάποια εντελώς διαφορετική
δουλειά για τα προς το ζην. Μια από αυτούς τους παραμυθάδες, η κ. Λίλη
Λαμπρέλλη που ζει και εργάζεται ως μεταφράστρια στις Βρυξέλλες από το 1981,
βρέθηκε στην Ελλάδα προκειμένου να συμμετάσχει σε παγκόσμια συνάντηση αφηγητών,
μας αποκαλύπτει τα μυστικά των παραμυθιών. Ενός λόγου εύθραυστου και αθάνατου
όπως επιγράφεται το βιβλίο της που πρόκειται να εκδοθεί σύντομα από τις
εκδόσεις Πατάκη.
Λέμε λοιπόν σε όλο τον κόσμο τα
ίδια παραμύθια; «Ναι αυτό ανακάλυψα όταν ξεκίνησα τα σεμινάρια αφήγησης στο
Παρίσι με τον HenriGougaud. Υπάρχουν δύο θεωρίες, η πρώτη ότι
γεννήθηκαν σε έναν τόπο και από εκεί ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο και η δεύτερη,
ότι γεννήθηκαν σε πολλά σημεία, οι ίδιες ιστορίες γιατί οι ανάγκες της ψυχής
είναι παντού οι ίδιες» λέει στην «Κ» η κ. Λαμπρέλλη. Τα παραδοσιακά παραμύθια
είναι πολύ παλαιά, δημιουργήθηκαν στους προχριστιανικούς χρόνους –ένα από αυτά
βρέθηκε σε αιγυπτιακό πάπυρο– γι’ αυτό και δεν έχουμε παραδοσιακά
Χριστουγεννιάτικα παραμύθια και οι αντίστοιχες αναφορές προστέθηκαν αργότερα. Το
1910, πραγματοποιήθηκε μια πρώτη προσπάθεια καταγραφής από τον Φινλανδό Αρν και
τον Αμερικανό Τόμσον οπότε δημιουργήθηκε ο διεθνής κατάλογος Αρν-Τόμσον, που περιλαμβάνει
2.340 παραμύθια, τα οποία χωρίζονται σε πέντε μεγάλες κατηγορίες: Παραμύθια με
ζώα, μαγικά, Νοβελιστικά, Ευτράπελα, Κλιμακωτά. Το κατ’ εξοχήν «παραμύθι»
ωστόσο λέει η κ. Λαμπρέλλη είναι το μαγικό παραμύθι.
Τελετουργικά ενηλικίωσης
«Τα 350 μαγικά παραμύθια
συνδέονται με τελετουργικά ενηλικίωσης πρωτόγονων λαών. Γι’ αυτό και ο ήρωας
αυτού του παραμυθιού ξεκινάει από μια ομαλή κατάσταση, πολύ σύντομα υπάρχει μια
έλλειψη, μετά περνάει από δοκιμασίες μέχρι να γίνει βασιλιάς ή βασίλισσα,
δηλαδή αυτόνομος. Η τελική κατάσταση του ήρωα είναι πάντα ανώτερη από την
αρχική» εξηγεί η ίδια. Η Σταχτοπούτα λοιπόν δεν είναι μόνο μια ρομαντική
ιστορία αγάπης αλλά συμβολίζει την ενηλικίωση που έρχεται μέσα από τη σύγκρουση
της μάνας με την κόρη. «Η Σταχτοπούτα θεωρείται ότι γεννήθηκε στην Ελλάδα γιατί
εδώ βρίσκουμε τις περισσότερες παραλλαγές. Στην αρχική καταγραφή έχουμε μια
μάνα με τρεις κόρες που γνέθουν και πεινάνε. Αποφασίζουν λοιπόν ότι θα φάνε
όποια της σπάσει πρώτης το νήμα. Πρώτη φορά, σπάζει της μάνας, αλλά τη
συγχωρούν, δεύτερη φορά πάλι το νήμα της μάνας, τη συγχωρούν, τρίτη πάλι το
νήμα της μάνας οπότε την τρώνε. Η Σταχτοπούτα είναι αυτή που δεν έφαγε, μόνο
μάζεψε τα κοκαλάκια και πένθησε».
Σεξ, βία, τρόμος
– Γιατί τα παραδοσιακά παραμύθια
είναι τόσο τρομαχτικά;
– Στα παραμύθια δεν υπάρχει
τζάμπα αγριότητα. Καθετί κάτι συμβολίζει. Σε πολλές τελετουργίες το να φας τον
νεκρό σήμαινε ότι έδειχνες σεβασμό, ότι έπαιρνες τη δύναμή του. Τα παραμύθια
είναι δημιουργήματα σοφών που έχουν φτιαχτεί για να μας μεγαλώσουν, δεν
απευθύνονταν αρχικά σε παιδιά. Η Χιονάτη, ας πούμε, είναι το πιο ακραίο
παραμύθι σύγκρουσης με τη μάνα. Ολα αυτά τα παραμύθια μιλάνε για αυτονομία, τον
απογαλακτισμό, την ενηλικίωση, διαδικασία πολλές φορές οδυνηρή. Ομως ο ήρωας
πάντα στο τέλος νικάει και έρχεται η παραμυθία, η παρηγοριά ότι τελικά και
εμείς θα νικήσουμε τον δράκο.
Οι Αδελφοί Γκριμ που συνέλεξαν
παραδοσιακά παραμύθια «για τα παιδιά και την οικογένεια» χρειάστηκε να βγάλουν
επτά εκδόσεις προκειμένου η συλλογή τους να γίνει αποδεκτή. «Σε κάθε μία από
αυτές» όπως επισημαίνει η διεθνολόγος κ. Αννα Αγγελοπούλου το τρίπτυχο «σεξ,
βία, τρόμος» συρρικνωνόταν.
Οι σημερινοί παραμυθάδες ωστόσο
συχνά απευθύνονται σε παιδιά κυρίως σχολικής ηλικίας. Οπως λέει μάλιστα η κ.
Λαμπρέλλη τα συναινούντα παιδιά είναι το καλύτερο ακροατήριο. Σπάνια θα
κατεβάσουν το βλέμμα όταν τους απευθύνεσαι και αυτό είναι μεγάλη βοήθεια για
έναν παραμυθά που η «δουλειά του» βασίζεται στην επικοινωνία. «Την ώρα που
αφηγείσαι δεν είσαι κάποιος που υποδύεσαι τον αφηγητή, είσαι εσύ ο ίδιος
όμορφος άσχημος, ψευδός ή αλλήθωρος δεν έχει σημασία. Δεν μπορείς να
απομνημονεύσεις ένα παραμύθι, και απλώς να το απαγγείλεις. Αλλωστε οι
περισσότερες καταγραφές παραμυθιών έγιναν τον 19ο αιώνα οπότε η γλώσσα είναι
εντελώς διαφορετική. Αν χρησιμοποιήσεις αυτή τη γλώσσα είσαι ηθοποιός που λες
ένα κείμενο, όχι αφηγητής».
Η ιστορία του «καημού»
Το αγαπημένο παραμύθι της κ.
Λίλης Λαμπρέλλη είναι ο «Καημός». «Το πρωτοάκουσα από την Αγνή Στρουμπούλη
καθισμένη στον καναπέ της» θυμάται και ξεκινά τη διήγηση...
Βασιλιάς, βασίλισσα και δύο
παιδιά, γιος και κόρη. Η κόρη έχει μια παραμάνα που όλη μέρα αναστενάζει «ωχ
καημός». Η καταγραφή λέει «υπηρέτρια», εγώ λέω «παραμάνα» γιατί είναι η μητρική
φιγούρα που τη μυεί στην ενηλικίωση, κάτι που η μάνα της δεν μπορεί να κάνει.
Ρωτάει λοιπόν η κόρη την παραμάνα
«τι είναι αυτός ο καημός». Και εκείνη της απαντά «α πα, πα παιδάκι μου να μη
ρωτάς να μάθεις τι είναι καημός». Εκείνη τη στιγμή περνάει απέξω από τα δώματα
της βασιλοπούλας ένας πωλητής καημού που φωνάζει «καημό πουλώ». Κατεβαίνει η
βασιλοπούλα και αγοράζει –χωρίς κανείς να την εμποδίσει παρόλο που είναι
βασιλοπούλα– καημό, που είναι ένα μικρό σκουλήκι σε ένα κουτί. Και τον έτρεφε
και τον έτρεφε και ο καημός μεγάλωνε και έγινε θεριό και έφαγε τη μάνα της και
έφαγε τον πατέρα της, έφαγε τον αδελφό της, έφαγε όλο το χωριό. Ρήμαξε η
πολιτεία αλλά εκείνη δεν την έτρωγε.
Καταρρέει λοιπόν όλος ο κόσμος
της παιδικής ηλικίας. Και βρίσκεται μόνη της, όπως όλοι μας άλλωστε. Πήρε, λέει
το παραμύθι, τα μάτια της και περπάτησε στην ερημιά. Η «ερημιά» στο παραμύθι
είναι ο τόπος όπου όλα μπορούν να συμβούν, όλα είναι δυνατά, γιατί δεν υπάρχει
τίποτα και μπορούν να τεθούν ερωτήματα.
Περπάτησε, περπάτησε, ξάφνου
βλέπει ένα δέντρο. Στις ρίζες του είχε πηγή. Η βασιλοπούλα ανέβηκε στα κλαριά
του. Οταν ο ήρωας ανεβαίνει στα κλαδιά, ανεβαίνει σε ένα άλλο επίπεδο
συνείδησης. Εκεί τότε βλέπει να έρχεται ένας καβαλάρης, το βασιλόπουλο. Το
άλογο, λέει, δεν έπινε. Σκιαζόταν. Κοιτάει μέσα στο νερό και βλέπει να
καθρεφτίζεται η όμορφη βασιλοπούλα.
Γυρνάει, και τη ρωτά. «Είσαι
φάντασμα;» και αυτή απαντά «άνθρωπος είμαι». Την αγάπησε με τη μια και αυτή
κατέβηκε από το δέντρο ανέβηκε στα καπούλια του αλόγου και πήγε στο παλάτι του.
Εκεί υπάρχει η μάνα του. Αρα αυτός δεν είναι εντελώς αυτόνομος. Λέει στη μάνα
του «Μάνα αυτή είναι η γυναίκα μου θα τη στεφανωθώ».
Την παντρεύεται και αυτή έμεινε
έγκυος. Οταν ήρθε η ώρα να γεννήσει, αυτός είναι στον πόλεμο. Τρεις φορές έχει
παιδί και τις τρεις φορές αυτός λείπει και γεννά με την πεθερά της. Την πρώτη
γεννά αγόρι. Ομορφο. Την πρώτη ημέρα το πλύνανε, το ταΐσανε. Τη δεύτερη το
ταχταρίσανε. Την τρίτη το νανουρίσανε. Την τρίτη το βράδυ έκλαιγε το μωρό. Ακούστηκε
βουητό και ήταν το θεριό. Και είναι η πρώτη φορά που η κόρη λέει «ωχ καημός». Του
λέει φάε με. Ομως αυτός ανοίγει το στόμα και τρώει το μωρό. Μπαίνει μέσα η
πεθερά λέει «κόρη μου δεν το ακούω να κλαίει το μωρό» και της απαντά «μάνα το
έφαγα». Και εκείνη της λέει «πώς θα το πούμε στον άντρα σου;».
Γυρνάει το βασιλόπουλο ρωτάει τη
μάνα. «Μάνα η γυναίκα μου γέννησε;». «Γέννησε αλλά το χάσαμε το παιδί» του
απαντά. Και το βασιλόπουλο... «Δεν πειράζει, αυτή να είναι καλά».
Δεύτερη φορά τα ίδια. Τρίτη φορά
γεννάει κορίτσι. Και αυτή τη φορά η μάνα αποφασίζει να τη μαρτυρήσει. Οταν
γυρνά το βασιλόπουλο λέει «άκου παιδί μου. Τα παιδιά δεν πέθαναν μόνο, τα τρώει
αυτή. Εκεί που τη βρήκες μέσα στην ερημιά θα είναι καμία άγρια. Πρέπει να τη
διώξεις». Και τη διώχνει και δεύτερη φορά παίρνει τον δρόμο της ερημιάς.
Οπως συμβαίνει πάντα εκεί που λες
ότι τα κατάφερα, έκανα παιδιά (τα παιδιά είναι δημιουργία και δυνατότητες),
έρχονται νέα βάσανα. Τώρα βρίσκεται μπροστά σε ένα βουνό. Και όταν φτάνει στην
κορφή, γυρνάει, κοιτάει και βλέπει το θεριό. Γυρνάει και του λέει. «Ωχ καημός.
Φάε με». Τώρα είναι διαφορετικό γιατί δεν έχει να χάσει τίποτα.
Και τότε το θεριό της λέει «Δε σε
τρώω. Γιατί με τόσα που σου έκανα δεν με πρόδωσες. Αλλά θα σου δώσω πίσω τα
τρία σου παιδιά να γυρίσεις στον άντρα σου. Ανοίγει το στόμα και ξερνάει τα
τρία παιδιά μεγαλωμένα, γιατί τα είχε προσέξει. Πήρε τα παιδιά από το χέρι,
γύρισε στον άντρα της και του τα είπε όλα. Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς
καλύτερα».
Η τεχνική του αφηγητή
– Ποιοι μπορούν να γίνουν
αφηγητές;
– Ολοι μπορούν να αφηγηθούν,
γιατί όλοι αφηγούμαστε στη ζωή και μάλιστα εξαιρετικά αν μας ενδιαφέρει το
αντικείμενο ή η ποιότητα της στιγμής. Αν θέλουμε να κάνουμε πρόταση γάμου για
παράδειγμα είμαστε εξαιρετικοί αφηγητές.
– Οχι πάντα...
– Είμαστε συγκινητικοί και αυτό
είναι το ζητούμενο. Μιλάω για πρόταση γάμου που δεν είσαι σίγουρος για την
απάντηση. Τότε μπαίνεις στον κόπο της αφήγησης με την έννοια ότι σε πονάει πολύ
το τι θα γίνει. Παρακολουθείς, δέχεται δε δέχεται, και δοκιμάζεις να
προσαρμόσεις το «κείμενό» σου στη ζωντανή στιγμή.
– Ωστόσο υπάρχουν άνθρωποι που
διηγούνται καλύτερα από άλλους.
– Ναι, υπάρχει σε κάποιους
ανθρώπους η έμφυτη τάση να είσαι μαζί με τον άλλο, να θες να μοιραστείς. Οταν
κάποιος δεν διηγείται με πάθος είναι γιατί είναι αποστασιοποιημένος, δεν έχει
το ισχυρό κίνητρο να μοιραστεί εκείνη την ώρα. Ας πούμε λοιπόν ότι όλοι μπορούν
να διηγηθούν απλώς όχι όλα τα παραμύθια και όχι όλες τις στιγμές.
– Ποια είναι η τεχνική του
παραμυθά;
– Ο λόγος του παραμυθά δεν είναι
τυχαίος, είναι ποιητικός, δεν βρίσκουμε τα λόγια της αφήγησης μέσα στο ποτάμι
της καθημερινότητας. Εχει δεκαπεντασύλλαβο, έχει χαϊκού, έχεις έτοιμα στοιχεία.
Μετά είναι η τεχνική του ανεκδότου. Δεν υπάρχει τίποτα περιττό στο παραμύθι,
δεν χρειάζεται να κάνεις περιγραφές. Οταν λες «η Κοκκινοσκουφίτσα είναι μέσα
στο δάσος», ξέρεις σε ποιο δάσος είναι, ξέρεις τι χρώμα κάλτσες φοράει, τη
βλέπεις ολοζώντανη. Θα την περιγράψεις έτσι ώστε όλοι να «δουν» τη δική τους
κοκκινοσκουφίτσα. Αυτός που παρασταίνει είναι ο ακροατής και όχι ο αφηγητής. Ο
δεύτερος παραδίδει προφορικές εικόνες. Η βασική τεχνική του παραμυθά είναι η
ποιότητα της σχέσης του με τον εκφερόμενο λόγο και με αυτούς που είναι μαζί
του. Περισσότερο είναι σχέση παρά τέχνη. Ο ιδανικός αφηγητής είναι αυτός που
λέει την κατάλληλη ιστορία, στον κατάλληλο άνθρωπο, την κατάλληλη στιγμή. Πώς
μπορείς όμως να το οργανώσεις αυτό;
Σκοτώνοντας τον δράκο
Η κ. Λίλη Λαμπρέλλη λέει,
μιλώντας στην «Κ», ότι δεν μπορείς να αποκωδικοποιήσεις ένα παραμύθι απολύτως
γιατί κάθε φορά «ανοίγεις μια πόρτα και βλέπεις άλλες 100 κλειστές». Ωστόσο
μπορείς να δώσεις μια εξήγηση στα βασικά συμβολικά στοιχεία.
Ο Κοντορεβυθούλης είναι μαγικό
παραμύθι από τα ελάχιστα που απευθύνονται πραγματικά σε παιδιά, γι’ αυτό και ο
ήρωας επιστρέφει τελικά σπίτι. Ο Κοντορεβυθούλης ακούει ότι δεν έχουν να τον
θρέψουν και ότι γι’ αυτό θα τον αφήσουν στο δάσος. «Είναι σαν τα παιδάκια που
τους λένε ότι θα πάνε σχολείο και τρομοκρατούνται. Υπάρχουν πάντα τα χνάρια
γιατί η μαμά και ο μπαμπάς έρχονται πάντα και τα παίρνουν και έτσι τελειώνει η
ταλαιπωρία. Την άλλη μέρα τα ξαναπάνε και κάθε μέρα τα χνάρια είναι πιο αδύναμα
και έτσι τα παιδιά καταλαβαίνουν ότι πρέπει να έχουν μια άλλη θέση με την
εστία. Ο Κοντορεβυθούλης τελικά σκοτώνει τον δράκο, τον φόβο δηλαδή, και
γυρνάει στο σπίτι με ένα θησαυρό, το πρώτο βήμα στην αυτονομία, στη γνώση»,
τονίζει.
Η Κοκκινοσκουφίτσα «θα μπορούσε
να είναι συμβολικά η πρώτη ημέρα της εφηβείας, γι’ αυτό και φοράει κόκκινο
σκουφί. Πρόκειται για μια σχέση μεταξύ γυναικών, τη στέλνει η μαμά της στη
γιαγιά για να τη δει που φοράει το κόκκινο σκουφί, και να μοιραστεί μαζί της τη
χαρά, ότι είναι μια εν δυνάμει μάνα. Ομως για να το κάνει αυτό πρέπει να
περάσει από το δάσος όπου υπάρχει ο λύκος και άρα ο κίνδυνος. Ο λύκος σε αυτή
την περίπτωση είναι ο φόβος του άλλου φύλου που όμως η Κοκκινοσκουφίτσα θα
καταφέρει να ξεπεράσει».