Tο καλύτερο που θα μπορούσε να
ειπωθεί για το 2009 είναι ότι θα μπορούσε να ήταν και χειρότερο, πως μας
επανέφερε από το χείλος της καταστροφής στο οποίο μοιάζαμε να είχαμε βρεθεί στα
τέλη του 2008 και ότι το 2010 θα είναι σχεδόν σίγουρα καλύτερο για τις
περισσότερες χώρες του κόσμου. Και πήραμε επίσης και αρκετά αξιοσημείωτα
μαθήματα, παρά το τεράστιο κόστος τόσο για την τρέχουσα όσο και για τη
μελλοντική ευημερία- κόστος που ήταν αδικαιολόγητα υψηλό αν σκεφθούμε ότι θα
έπρεπε να τα είχαμε ήδη μάθει.
Το πρώτο μάθημα είναι ότι οι αγορές δεν μπορούν να αυτορρυθμιστούν. Πράγματι
χωρίς κατάλληλες ρυθμίσεις τείνουν στην υπερβολή. Το 2009 βλέπουμε και πάλι
γιατί η αθέατη χείρα του Ανταμ Σμιθ είναι συχνά τόσο αθέατη: απλώς δεν υπάρχει.
Η αναζήτηση ίδιου συμφέροντος από τους τραπεζίτες (απληστία) δεν οδήγησε στη
γενικότερη ευημερία της κοινωνίας. Δεν βοήθησε ούτε τους μετόχους και τους
πιστωτές τους. Και ασφαλώς δεν βοήθησε τους ιδιοκτήτες σπιτιών που χάνουν τα
σπίτια τους, τους εργαζομένους που έχασαν τις δουλειές τους, τους συνταξιούχους
που είδαν τα συνταξιοδοτικά τους κεφάλαια να εξανεμίζονται ή τους
φορολογουμένους που πλήρωσαν εκατοντάδες δισεκατομμύρια για να σωθούν οι
τράπεζες.
Πού πήγαν τα
λεφτά;
Με την απειλή
κατάρρευσης όλου του συστήματος το δίχτυ ασφαλείας- που έχει για στόχο να
βοηθήσει τους ατυχείς ανθρώπους να τα βγάλουν πέρα στις απαιτήσεις της ζωής-
επεκτάθηκε γενναιόδωρα προς τις εμπορικές τράπεζες και μετά στις επενδυτικές
τράπεζες, στις ασφαλιστικές εταιρείες, στις αυτοκινητοβιομηχανίες, ακόμη και
στις εταιρείες δανειοδοτήσεων για αγορά αυτοκινήτων. Ποτέ άλλοτε δεν μεταβιβάστηκαν
τόσο πολλά λεφτά από τόσο πολλούς σε τόσο λίγους.
Εχουμε συνηθίσει να σκεπτόμαστε τις μεταβιβαστικές πληρωμές του Δημοσίου ως
μεταβιβάσεις από τους πλούσιους προς τους φτωχούς. Εδώ ήταν οι φτωχοί και οι
μεσαίοι που είδαν να μεταβιβάζεται δικό τους χρήμα προς τους πλουσίους. Οι ήδη
καταχρεωμένοι φορολογούμενοι είδαν τα λεφτά τους- για να βοηθηθούν οι τράπεζες
να δανείσουν έτσι ώστε να αναζωογονηθεί η οικονομίανα πηγαίνουν στην πληρωμή
διάφορων μπόνους και μερισμάτων. Τα μερίσματα υποτίθεται ότι αποτελούν τμήμα
των κερδών. Εδώ ήταν απλώς μερίδιο της κρατικής γενναιοδωρίας.
Η δικαιολογία ήταν ότι η διάσωση των τραπεζών, όσο αθέμιτη και αν είναι, θα
μπορούσε να αναστήσει τον δανεισμό. Αυτό δεν συνέβη. Αυτό που συνέβη ήταν ότι ο
μέσος φορολογούμενος έδωσε τα λεφτά του για τους πολύ μεγάλους
χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που τον εκβίαζαν ήδη από χρόνια μέσα από
απεχθείς δανεισμούς, τοκογλυφικά επιτόκια πιστωτικών καρτών και αδιαφανείς
προμήθειες.
Η διάσωση έφερε στην επιφάνεια τη βαθιά υποκρισία από παντού. Αυτοί που
ζητούσαν περιορισμό των φόρων όταν επρόκειτο για μικρά κοινωνικά προγράμματα
για τους φτωχούς τώρα υποστήριξαν το μεγαλύτερο πρόγραμμα προνοίας παγκοσμίως.
Αυτοί που υποστήριζαν τη «διαφανή» αρετή της ελεύθερης αγοράς κατέληξαν στο να
δημιουργήσουν τόσο αδιαφανή χρηματοπιστωτικά συστήματα που οι τράπεζες δεν
μπορούσαν να συμμαζέψουν καν τους δικούς τους ισολογισμούς. Και τότε και οι
κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να στραφούν προς όλο και πιο αδιαφανείς μορφές
διασώσεως για να καλύψουν τις δικές τους γενναιοδωρίες προς τις τράπεζες. Αυτοί
που υποστήριζαν τη «λογοδοσία» και τη «διαφάνεια» τώρα ζητούν συγχώρεση για τον
χρηματοπιστωτικό τομέα.
Το δεύτερο σημαντικό μάθημα οδηγεί στην κατανόηση του γιατί οι αγορές συχνά δεν
δουλεύουν με τον τρόπο που υποτίθεται ότι έπρεπε να δουλεύουν. Υπάρχουν πολλοί
λόγοι που οδηγούν σε αποτυχίες της αγοράς. Στην περίπτωσή μας οι
χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί «που είναι υπερβολικά μεγάλοι για να χρεοκοπήσουν»
έχουν διεστραμμένη δομή κινήτρων: αν παίξουν και επιτύχουν, τότε βγάζουν μεγάλα
κέρδη· αν χάσουν, τότε ο φορολογούμενος είναι που πληρώνει. Επιπλέον, όταν η
πληροφορία είναι ατελής, συχνά οι αγορές δεν δουλεύουν καλά- και οι ατέλειες
της πληροφορίας είναι κεντρικές στα χρηματοπιστωτικά. Οι εξωτερικότητες είναι
διαβρωτικές: η αποτυχία μιας τράπεζας επιβάλλει κόστος σε άλλες και οι
αποτυχίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος επιβάλλουν κόστος στους
φορολογουμένους και στους εργαζομένους σε όλον τον κόσμο.
Το τρίτο μάθημα είναι ότι οι κεϊνσιανές πολιτικές πράγματι δουλεύουν. Οι χώρες
που, όπως η Αυστραλία, προχώρησαν σε διευρυμένα και καλοσχεδιασμένα προγράμματα
τόνωσης βγήκαν από την κρίση νωρίτερα. Αλλες χώρες, όμως, υπέκυψαν στην παλιά
ορθοδοξία που καλλιεργούν αυτοί οι μάγοι του χρηματοπιστωτικού συστήματος που
μας οδήγησαν σε όλο αυτό το μπέρδεμα.
Οταν μια οικονομία βυθίζεται σε ύφεση, τότε ελλείμματα εμφανίζονται καθώς τα
φορολογικά έσοδα μειώνονται γρηγορότερα από τις δαπάνες. Η παλιά ορθοδοξία
έλεγε ότι θα έπρεπε να περικοπούν τα ελλείμματα- δηλαδή, να αυξηθούν οι φόροι
και να μειωθούν οι δαπάνες- για να «αποκατασταθείη εμπιστοσύνη».
Αλλά αυτές οι πολιτικές σχεδόν πάντα μειώνουν τη συνολική ζήτηση σπρώχνοντας
την οικονομία σε βαθύτερη κρίση και υποσκάπτοντας περαιτέρω την εμπιστοσύνη,
όπως έγινε πρόσφατα όταν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επέμενε σε αυτά στην
Ανατολική Ασία κατά τη δεκαετία του 1990.
Το τέταρτο μάθημα είναι ότι νομισματική πολιτική δεν είναι απλώς η πάταξη του
πληθωρισμού. Η υπερβολική επικέντρωση στον πληθωρισμό οδήγησε μερικές κεντρικές
τράπεζες στο να αγνοούν τι συμβαίνει στις χρηματοπιστωτικές αγορές τους. Το
κόστος ενός ήπιου πληθωρισμού είναι αμελητέο μπροστά στο κόστος που πληρώνουν
οι οικονομίες όταν οι κεντρικές τράπεζες επιτρέπουν να διογκώνονται φούσκες
περιουσιακών στοιχείων χωρίς έλεγχο.
Το πέμπτο μάθημα είναι ότι δεν είναι αλήθεια πως κάθε ανακαίνιση οδηγεί σε πιο
αποτελεσματική και παραγωγική οικονομία- έστω και αν όχι αναγκαστικά σε
καλύτερη κοινωνία. Τα ιδιωτικά κίνητρα έχουν σημασία και, αν δεν
ευθυγραμμίζονται με τις κοινωνικές αποδόσεις, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι
υπερβολική ανάληψη κινδύνων, υπερβολικά κοντόφθαλμη συμπεριφορά και
παραμορφωμένη ανακαίνιση. Π.χ., παρ΄ όλο που τα οφέλη από πολλές από τις
ανακαινίσεις της χρηματοπιστωτικής μηχανικής των πρόσφατων χρόνων είναι δύσκολο
να αποδειχθούν, ακόμη και απλώς ποσοτικά, το κόστος που συνδέεται με αυτά- τόσο
το οικονομικό όσο και το κοινωνικό - είναι προφανές και τεράστιο.
Η κατανομή του
κεφαλαίου Πράγματι η χρηματοπιστωτική μηχανική δεν δημιουργεί προϊόντα που θα βοηθούσαν
τον κανονικό πολίτη να διαχειριστεί τον απλό κίνδυνο που επιφέρει η ιδιοκτησία
σπιτιού- με αποτέλεσμα ότι εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τα σπίτια τους και ακόμη
περισσότερα εκατομμύρια κινδυνεύουν να τα χάσουν. Αντίθετα, η ανακαίνιση κατευθύνθηκε
προς την τελειοποίηση της εκμετάλλευσης αυτών που είναι λιγότερο μορφωμένοι,
καθώς και στους τρόπους για να παρακαμφθούν οι ρυθμίσεις και τα λογιστικά
πρότυπα που είχαν σχεδιαστεί για να καταστήσουν τις αγορές πιο αποτελεσματικές
και σταθερές. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές, που
υποτίθεται ότι διαχειρίζονται τον κίνδυνο και κατανέμουν αποτελεσματικά το
κεφάλαιο, δημιούργησαν κινδύνους και κατά πολύ κατένειμαν με πολύ άσχημο τρόπο
το κεφάλαιο.
Σύντομα θα μάθουμε κατά πόσον θα έχουμε μάθει τα μαθήματα από τη σημερινή κρίση
κάπως καλύτερα απ΄ ό,τι θα έπρεπε να τα είχαμε μάθει από τις προηγούμενες
κρίσεις. Δυστυχώς, εκτός αν οι ΗΠΑ και οι άλλες αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες
προχωρήσουν σε μεγάλες μεταρρυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού τους τομέα το 2010,
μπορεί να χρειαστούμε και άλλη ευκαιρία για να ξαναμάθουμε τα ίδια μαθήματα.
Ο κ. Τζόζεφ Στίγκλιτς, ο οποίος είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Κολούμπια,
βραβεύθηκε με το Νομπέλ Οικονομίας το 2001. Το τελευταίο του βιβλίο «Freefall» («Ελεύθερη πτώση») θα κυκλοφορήσει εντός
του Ιανουαρίου.