Δύσκολο
να φανταστεί κανείς το πώς είναι να έχει διατρέξει με τη ζωή του όλον τον
τρομερό 20ό αιώνα και να έχει κλέψει και μια γερή ματιά πέρα από τον ορίζοντα
του 21ου. Θα ήταν επόμενο όμως το παρελθόν να τον δεσμεύει, τουλάχιστον
περισσότερο απ΄ όσο τους νεότερους, να τον κάνει αυτό που λέμε «συντηρητικό».
Και όμως, ο Γιάννης Μόραλης, παρά τη μακρά πορεία του, είχε το εξής να
πει:«Ξέρετε,εμένα δεν μου αρέσει αυτό που λένε καμιά φορά:“Αχ, τότε ήταν
αλλιώς!”. Εκείνη η εποχή ήταν άλλη.Και τώρα είναι άλλη».
Ο ζωγράφος, γλύπτης και σκηνογράφος που σφράγισε με την πορεία του τη
νεοελληνική ζωγραφική έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών. Απεβίωσε την περασμένη
Κυριακή, στο σπίτι του, στα 93 του χρόνια, καταπονημένος τους τελευταίους
μήνες, καθώς τον εγκατέλειπαν οι δυνάμεις του. Κατά τη μακρά και πλούσια ζωή
του ο Γιάννης Μόραλης τιμήθηκε με πολλά βραβεία και επαίνους, μεταξύ άλλων το
μετάλλιο του Ταξιάρχη του Φοίνικα, το Αριστείο Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών, το
μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής κ.ά. Το 1988 η Εθνική Πινακοθήκη διοργάνωσε
μεγάλη αναδρομική έκθεση, παρουσιάζοντας το σύνολο του έργου του. Αλλά λίγο
είχαν αλλάξει όλες αυτές οι τιμές τις συνήθειές του: ο ζωγράφος δεν θα λείψει
μόνο από την καλλιτεχνική ζωή του τόπου αλλά και από τη «ζωή της πόλης»,
γνώριμη φυσιογνωμία καθώς ήταν, κατηφορίζοντας για καφέ στο «Μπραζίλιαν» ή
περνώντας από την γκαλερί Ζουμπουλάκη.
Μολονότι θεωρείται ο τελευταίος της Γενιάς του ΄30, ο Γιάννης Μόραλης άφησε το
στίγμα του κυρίως μεταπολεμικά, αφομοιώνοντας πληθώρα επιρροών και κινούμενος
με ευκολία ανάμεσα σε πάμπολλα καλλιτεχνικά ιδιώματα. Γεννημένος στην Αρτα το
1916, ο Γιάννης Μόραλης έζησε στην Πρέβεζα από το 1922 ως το 1928, εμφανίζοντας
κλίση προς την τέχνη από μικρή ηλικία. Το 1931 ακολούθησε την προετοιμασία για
τις εισαγωγικές εξετάσεις της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, παρακολουθώντας το
προπαρασκευαστικό τμήμα του Δημητρίου Γερανιώτη, όπου γνωρίστηκε με τον Γιάννη
Τσαρούχη, τον Χρήστο Καπράλο και τον αδελφικό του φίλο Νίκο Νικολάου. Πέτυχε
στις εξετάσεις και παρακολούθησε το εργαστήριο του Κωνσταντίνου Παρθένη αλλά,
όπως αφηγούνταν ο ίδιος στο «Βήμα»,«δεν άντεξα πολύ. Δύο μήνες.Εγώ τότε
ζωγράφιζα εντελώς διαφορετικά.Ο αγαπημένος του ήταν ο Νικολάου...». Προτίμησε
τελικά το εργαστήριο του Ουμβέρτου Αργυρού, ταυτόχρονα ωστόσο γράφτηκε και στο
νεοσύστατο εργαστήριο χαρακτικής του Γιάννη Κεφαλληνού. «Αυτός που ήταν
πραγματικός δάσκαλος»έλεγε ο Γιάννης Μόραλης, «όχι μόνο ως χαράκτης, μας
μάθαινε και για τη ζωγραφική,αυτός που ήταν δάσκαλός μου,φίλος μου, τα
πάντα,ήταν ο Κεφαλληνός.Για ό,τι ήθελα, για προβλήματα με κοπέλες, ας
πούμε,πήγαινα σ΄ αυτόν.Ητανε κά ποτε μια κοπέλα και εγώ την ήθελα και
παντρευόταν. Και βγάζει ο Κεφαλληνός το πορτοφόλι του και μου δίνει ένα
πεντακοσάρικο και μου λέει:“Κλέφ΄ τηνα!”».
Το 1936 ο Γιάννης Μόραλης με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών φεύγει για τη Ρώμη,
όπου παρακολούθησε μαθήματα τοιχογραφίας και μωσαϊκού. Συνέχισε τις σπουδές του
στο Παρίσι, παρακολουθώντας στην Εcoledes Αrtset Μ tiers μαθήματα
ψηφιδωτού και στην Εcole Νationaledes Βeaux-Αrts μαθήματα ζωγραφικής. Το 1939, με την
έναρξη του Β Δ Παγκοσμίου Πολέμου, επέστρεψε στην Ελλάδα και το 1941 νυμφεύθηκε
τη
Μαρία Ρουσσέν,
την πρώτη του γυναίκα, από την οποία χώρισε το 1945. Το γυναικείο φύλο ήταν
πάντοτε ένα ισχυρό ενδιαφέρον στη ζωή του Γιάννη Μόραλη, όχι μόνο από προσωπική
άποψη- νυμφεύθηκε άλλες δύο φορές, το 1947 τη γλύπτρια Αγλαΐα Λυμπεράκη, από
την οποία χώρισε το 1955, και το 1996 τη Γιάννα Βασσάλου- αλλά και από
καλλιτεχνική: το ερωτικό στοιχείο κατέχει κεντρική θέση στη δουλειά του.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ο Μόραλης κέρδιζε τα προς το ζην από τη συντήρηση
έργων τέχνης. Το 1947 εξελέγη τακτικός καθηγητής στο προπαρασκευαστικό τμήμα
της ΑΣΚΤ, ενώ το 1953 έγινε τακτικός καθηγητής εργαστηρίου ζωγραφικής, θέση που
διατήρησε ως το 1983, διδάσκοντας πολλούς καταξιωμένους σήμερα καλλιτέχνες της
Ελλάδας. Το 1949, μαζί με τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον
Νίκο Νικολάου και τον Νίκο Εγγονόπουλο, ίδρυσε την καλλιτεχνική ομάδα «Αρμός»,
στης οποίας και τις τρεις εκθέσεις συμμετείχε.
Την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα ο Γιάννης Μόραλης την έκανε το 1959
στην αίθουσα τέχνης «Αρμός» και τη δεύτερη στην γκαλερί «Χίλτον», όπου εξέθεσε
τη περίφημη σειρά έργων «Επιτύμβια». Τη μακρά συνεργασία του με την γκαλερί
Ζουμπουλάκη την ξεκίνησε το 1972. Ως το 2006 και τη δέκατη και τελευταία του
ατομική έκθεση στην Αθήνα, κάθε καινούργια δουλειά του παρουσιάστηκε
εκεί.«Ξέρετε από πότε γνωριζόμαστε;»έλεγε ο Μόραλης για την Πέγκυ Ζουμπουλάκη,
ιδιοκτήτρια της γκαλερί.«Πολλά χρόνια. Από εκείνο το μαγαζί στην Αγίας Ζώνης!Με
τους σβίγγους!Είχαμε βγει και φάγαμε σβίγγους».Προσηνής και ευδιάθετος, με μια
ήπια αλλά ακριβή αίσθηση του χιούμορ, ο Γιάννης Μόραλης μιλούσε συχνά με
τέτοιον, απλό, σχεδόν αστείο τρόπο για συνεργασίες και συνομιλίες, σχέσεις και
πνευματικές αναζητήσεις που στους νεότερους φαντάζουν θρυλικές.
Σε μια από τις μεσημεριανές επισκέψεις του στην γκαλερί Ζουμπουλάκη είχα βρεθεί
εκεί για να του μιλήσω, μολονότι ήξερα ότι δεν έδινε συνεντεύξεις. «Θα σας πω
γιατί δεν μου αρέσει η συνέντευξη»μου είπε.«Ξεκάθαρα. Εγώ ζωγράφος είμαι. Οταν
πω κάτι για ένα έργο και μετά το δω γραμμένο, λέω “Δεν είναι αυτό”. Κι εγώ που
το είπα λέω:“Ετσι το είπα;”. Μπορεί και να το είπα έτσι αλλά,
καταλαβαίνετε,έτσι περιορίζεσαι.Αμέσως μπαίνει ένας φραγμός στη σκέψη σου.Αν
θέλετε να λέμε ανέκδοτα, μετά χαράς,όσα θέλετε!».
«Με τους μαθητές σου όμως δεν ήσουν έτσι»είχε πει σε εκείνη τη στιγμή η Πέγκυ
Ζουμπουλάκη.«Αλλο αυτό» απάντησε ο Μόραλης.«Τους έλεγα πάντοτε ότι αυτό που
φιλοδοξώ είναι να μάθετε να διαβάζετε μόνοι σας το έργο σας.Αλλά από εκεί και
πέρα τα πράγματα είναι απλά.Α Β C είναι». «Α Β C»γι΄
αυτόν, ίσως.