Εχει
μέλλον το γραπτό κείμενο; Από την απάντηση στο ερώτημα θα προκύψει και η
συναφής σ΄ αυτό που ακολουθεί: Εχουν μέλλον οι εφημερίδες; Ο Μπερνάρ Πουλέ,
αρχισυντάκτης του οικονομικού περιοδικού«L΄ Εxpansion», ακούγεται δυσοίωνος. Τα πράγματα δεν είναι απλώς άσχημα. Θα συνεχίσουν
να χειροτερεύουν τα αμέσως επόμενα χρόνια. Δεν πρόκειται για αβασάνιστη άποψη.
Στο βιβλίο του Το τέλος των εφημερίδων και το μέλλον της ενημέρωσηςο Πουλέ, με
τρόπο ασυνήθιστο για γάλλο διανοούμενο, δηλαδή παραθέτοντας και αναλύοντας τα
στοιχεία που με αμείλικτο τρόπο περιγράφουν ένα ζοφερό εγγύς μέλλον όχι μόνο
για τα έντυπα πάσης μορφής αλλά και για τα τηλεοπτικά δίκτυα, περιγράφει τη
διαδικασία συρρίκνωσης των εφημερίδων και των συστημάτων πληροφόρησης
παγκοσμίως δίνοντας, όπως είναι φυσικό, έμφαση στα όσα συμβαίνουν στον
αγγλοσαξονικό κόσμο και στη Γαλλία. Οι κυκλοφορίες πέφτουν, η διαφήμιση
μειώνεται συνεχώς και οι νεότερες γενιές απλούστατα διαβάζουν όλο και λιγότερο.
Τι θα συμβεί; Προτού πάμε όμως στο «θα» είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε τι
συμβαίνει γύρω μας. Και αυτό που συμβαίνει ορίζεται από το Διαδίκτυο: τη νέα
κοινωνία των χρηστών και των παρόχων και τον τρόπο με τον οποίο αρχίζουν σιγά
σιγά να καταβροχθίζουν την πίτα της διαφήμισης που άλλοτε μοιραζόταν ανάμεσα
στους μεγάλους εκδοτικούς ομίλους.
Ο έλεγχος της εξουσίας Πριν από έξι χρόνια στο Αμστερνταμ είχα παρακολουθήσει ομιλία ενός καθηγητή των
ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο του Λάιντεν σχετικά με το θέμα και δεν θα ξεχάσω τον
αφορισμό στον οποίο κατέληξε:«Ο αυριανός εφιάλτης του εκδότη ονομάζεται
Διαδίκτυο». Οπως δείχνουν οι εξελίξεις, ξόρκι για τον εφιάλτη αυτόν μέχρι
στιγμής δεν έχει βρεθεί. Το Διαδίκτυο είναι εδώ και η παρουσία του θα
εντείνεται με το πέρασμα του καιρού. Οσο για τις συνέπειες, δεν χρειάζεται
ειδικές γνώσεις για να τις διαπιστώσει κανείς. Φτάνει μια συγκριτική ανάγνωση
των δελτίων κυκλοφορίας των εφημερίδων τα τελευταία πέντε χρόνια.
Δεν πρωτοτυπεί κάποιος αν ισχυριστεί ότι η κρίση θίγει την ίδια την ποιότητα
της δημοκρατίας. Οι ειδήσεις που παράγουν οι εφημερίδες έχουν υψηλό κόστος,
απαιτούν εξειδικευμένο προσωπικό, μηχανισμούς ελέγχου της εγκυρότητάς τους και
κυρίως ένα πρότυπο ιεράρχησής τους σε συγκροτημένο πλαίσιο πίσω από το οποίο
προϋποθέτει κανείς και ένα μάρκετινγκ ιδεών, ένα παραγωγικό μοντέλο, δηλαδή, το
οποίο απουσιάζει από το Διαδίκτυο. Το πραγματικό πρόβλημα επομένως δεν είναι αν
η ενημέρωση θα προσφέρεται στο μέλλον σε ψηφιακή ή «χάρτινη» μορφή αλλά τι
είδους ενημέρωση θα έχουμε, τι θα διαβάζει το κοινό και κυρίως πώς θα διαβάζει.
Αν όλοι μπορούν να γράφουν, τουτέστιν αν δεν κρίνουμε την κρίση, αυτό σημαίνει
ότι θα αποδεχθούμε πως τα άτομα από κοινού είναι ικανά να παράγουν μια γνώση
ισάξια, ενδεχομένως και ανώτερη των ειδικών. Αυτό συνεπάγεται ότι μεταβαίνουμε
από το τέλος της αυθεντίας σε ένα άλλο πεδίο όπου η γνώση θα θεωρείται
κοινωνικά διαπραγματεύσιμη. Πρόκειται, δηλαδή, για σχετικισμό χωρίς όρια: ξέρω
ό,τι ξέρω, ό,τι ξέρεις, ό,τι ξέρουμε (όσα δεν μας λένε)- και άρα γνωρίζουμε τα
πάντα εκ προοιμίου. Γιατί, σύμφωνα με πολλούς ερασιτέχνες μπλόγκερ, η
παραδοσιακή δημοσιογραφία εξυπηρετώντας τις οικονομικές ελίτ δεν τα λέει όλα ή
καλύτερα κρύβει όσα δεν συμφέρουν τις ελίτ. Σε περίπτωση όμως που δεχθούμε ότι
αυτό το τελευταίο είναι ο κανόνας, προκύπτει ένα μείζον πρόβλημα: Ποιος μας
εγγυάται ότι αν για ένα γεγονός παραθέσουμε εκατό, ας πούμε, απόψεις, το
κατανοούμε και καλύτερα; Κατά κανόνα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο- για να μην
πάμε στην αναπόφευκτη συνέπεια: ότι τότε ακριβώς βρίσκουν εύκολο πεδίο δράσης
οι δημαγωγοί. Διότι, αν ο Τύπος αποτελεί θεμέλιο της δημοκρατίας, αυτό
οφείλεται πρωτίστως στη διαμεσολαβητική και παρεμβατική του δύναμη, τουτέστιν
στην ικανότητά του να ορίζει την ατζέντα και το πλαίσιο της συζήτησης.
Το μέσον και η νοημοσύνη Ο ρομαντισμός της πολυφωνίας που εισήγαγε το Διαδίκτυο εν τούτοις άρχισε να
εξασθενεί- στη χώρα μας όχι ακόμη φυσικά- αφ΄ ης στιγμής οι καλύτεροι μπλόγκερ
αντιλήφθηκαν ότι μπορούσαν να περάσουν από το ερασιτεχνικό στο επαγγελματικό
πεδίο. Και επιπλέον έχουν ήδη αρχίσει να παρατηρούνται φαινόμενα κόπωσης, όπως
συμβαίνει λ.χ. στις ΗΠΑ. Τον θόρυβο δεν τον συντηρείς κάνοντας περισσότερο
θόρυβο και η πρόσφατη οικονομική κρίση, όπως ευφυώς παρατηρεί ο Πουλέ, έχει
αποδείξει ότι αυτό που λέμε σοφία του πλήθους μπορεί συχνά να μην παραπέμπει
στη δημοκρατία της γνώσης και να είναι ένας απλός ευφημισμός. Στη δεκαετία του
΄60 ο Μάρσαλ Μακ Λούαν διατύπωσε τον περίφημο αφορισμό ότι«το μέσον είναι το
μήνυμα». Σήμερα η συζήτηση επεκτείνεται γιατί προστίθεται μια παραλλαγή του
αφορισμού: ότι το μέσον δεν είναι μόνο το μήνυμα αλλά περιέχει ή μπορεί να
περιέχει νοημοσύνη. Το αφεντικό της Μicrosoft Μπιλ Γκέιτς ισχυρίζεται ότι πρέπει να είμαστε
έτοιμοι στο μέλλον να αντιμετωπίσουμε τη διαδραστική λειτουργία ηλεκτρονικού
υπολογιστή και ανθρώπινου εγκεφάλου. Το πρόβλημα του Γκέιτς ωστόσο είναι
διαφορετικό: η ιδεολογία και το μάρκετινγκ του «όλα δωρεάν» θίγει και τη δική
του εταιρεία, αφού η τάση πλέον είναι να παρέχεται και το λογισμικό δωρεάν.
Η δραματική μείωση των διαφημιστικών εσόδων οδηγεί τις εφημερίδες στο να
λανσάρουν νέα προϊόντα, ομοειδή κατά βάση (όχι όμως και απαραιτήτως), αφού σ΄
αυτά μπορούν να περιληφθούν όλα όσα ορίζουν την πρακτική καθημερινή ζωή, από
μετεωρολογικά δελτία και αεροπορικά εισιτήρια ως υπηρεσίες διανομής και τα
συναφή. Εξυπακούεται ότι οι εκδοτικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να μείνουν έξω
από το λεγόμενο ηλεκτρονικό εμπόριο, έναν τομέα που υπερβαίνει την ενημέρωση,
ταυτοχρόνως όμως συνιστά και προέκτασή της, αφού συναρτάται ευθέως με την κύρια
πηγή εσόδων, τις διαφημίσεις, δηλαδή την ουσία του μάρκετινγκ των πωλήσεων.
Το συμπέρασμα ή πιο σωστά η ανησυχητική προειδοποίηση του Πουλέ είναι ότι η
μείωση των πωλήσεων των εφημερίδων αρχίζει μεν με την εξάπλωση του Διαδικτύου
αλλά σηματοδοτεί κάτι που μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά επικίνδυνο: τη μείωση
του ενδιαφέροντος για την ενημέρωσηκαι επί του προκειμένου δεν υπάρχουν μέχρι
στιγμής ενδείξεις ότι το κλίμα θα αλλάξει. Αν όμως το ενδιαφέρον εξακολουθήσει
να μειώνεται, κανένα κύρος δεν θα έχει στο μέλλον η όποια άποψη- κατά συνέπεια
η αρθρογραφία, οι κρίσεις και τα σχόλια, ο αναβαθμός δηλαδή των ειδήσεων. Αλλά,
αν αυτό συνεχιστεί, τι θα συμβεί στη δημοκρατία; Ο κίνδυνος είναι ορατός. Ενας
κόσμος που δεν θα διαβάζει ούτε θα σκέπτεται ούτε θα κρίνει ούτε θα αποφασίζει.
Αυτά θα τα κάνουν άλλοι για λογαριασμό του, δηλαδή ερήμην του. Κάποτε
θεωρούσαμε υπερβολικούς όσους μιλούσαν για τεχνολογικό Μεσαίωνα. Ισως πρέπει να
το ξανασκεφθούμε. Χωρίς κινδυνολογίες και χωρίς να παριστάνουμε τις Κασσάνδρες-
αλλά σοβαρά, αλλιώς θα επαληθευθεί ο γνωστός νόμος του Μέρφι πως«αν είναι κάτι
να πάει στραβά,θα πάει στραβά».
Το βέβαιον είναι ότι τα πράγματα θα αλλάξουν, έστω κι αν αυτό συμβεί με
δραματικό τρόπο. Οπως όμως εύστοχα επισημαίνει στο επίμετρό του ο Νίκος
Μπακουνάκης,«όλα είναι ανοιχτά και προς το παρόν οι (έντυπες) εφημερίδες
κρατούν ακόμη».