ΒΑΡΒΑΡΑ ΤΕΡΖΑΚΗ
 
Επικοινωνία
Η Δίκη των Εξι ακόμη διχάζει (Η Καθημερινή)

Το πρωινό της 15ης Νοεμβρίου 1922 εκτελέστηκαν στο Γουδί τρεις πρώην πρωθυπουργοί, δύο πρώην υπουργοί και ένας στρατηγός. Δύο εβδομάδες νωρίτερα, στις 31 Οκτωβρίου, είχε συνέλθει το έκτακτο στρατοδικείο για τη «Δίκη των Εξι», όπως έμεινε στην Ιστορία. Η «Επανάσταση» που ακολούθησε την υποχώρηση στη Μικρά Ασία, με επικεφαλής τους συνταγματάρχες Νικόλαο Πλαστήρα και Στυλιανό Γονατά, δεν άργησε να συλλάβει την κυβέρνηση επί ημερών της οποίας διαδραματίστηκε η Μικρασιατική Καταστροφή. Οι Δημήτριος Γούναρης (αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος και πρώην πρωθυπουργός), Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης (πρωθυπουργός το 1922), Νικόλαος Στράτος (πρώην υπουργός και πρωθυπουργός), Γεώργιος Μπαλτατζής (υπουργός Εξωτερικών), Νικόλαος Θεοτόκης (υπουργός Στρατιωτικών), Γεώργιος Χατζανέστης (διοικητής της στρατιάς Μικράς Ασίας), Μιχαήλ Γούδας (πρώην υπουργός) και Ξενοφών Στρατηγός (πρώην υπουργός) καταδικάστηκαν ομόφωνα για εσχάτη προδοσία. Στους πρώτους έξι επιβλήθηκε η ποινή του θανάτου και στους δύο τελευταίους ισόβια κάθειρξη. Ακόμη και το 1922, που οι κινηματίες αποσκοπούσαν στην εκτόνωση της λαϊκής οργής, οι αντιδράσεις στην εκτέλεση των Εξι δεν έλειπαν. Πέρυσι, ο Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης, εγγονός του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, προσέφυγε στον Αρειο Πάγο ζητώντας την ακύρωση της απόφασης του στρατοδικείου. Τελικά, ήταν ή δεν ήταν προδότες; Ο διάλογος συνεχίζεται.

Δεν παρέδωσαν ελληνικά εδάφη στον εχθρό

Του Θανου Bερεμη*

Ενώ η εκκένωση της Μ. Ασίας από το ελληνικό στοιχείο βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, οι Πλαστήρας και Γονατάς συγκρότησαν Επαναστατική Επιτροπή μαζί με τον κυβερνήτη του καταδρομικού «Λήμνος», πλοίαρχο Φωκά, και απαίτησαν την παραίτηση της κυβέρνησης και του βασιλιά. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1922, ο Κωνσταντίνος, υποκύπτοντας στο τελεσίγραφο των επαναστατημένων μονάδων που βρίσκονταν στα ανοιχτά του Λαυρίου, εγκατέλειψε τον θρόνο και την Ελλάδα, αφήνοντας τη θέση του στον πρωτότοκο γιο του Γεώργιο. Η κυβέρνηση Κροκίδα, που διόρισε η Επαναστατική Επιτροπή, παραχώρησε στις 14 Νοεμβρίου τη θέση της σε νέα υπό τον Γονατά, με υπουργό στρατιωτικών τον Πάγκαλο και τρεις ακόμη υπουργούς αξιωματικούς. Ο Πλαστήρας ανακηρύχθηκε «δικτάτωρ Αρχηγός της Επαναστάσεως». Αξιωματικοί της Αθήνας όπως ο Πάγκαλος, ο Οθωναίος και ο Χατζηκυριάκος, καθώς και ο Κονδύλης, έγιναν οι κυριότεροι φορείς των δυναμικών λύσεων.

Αντιμετωπίζοντας τις πιέσεις των αδιαλλάκτων και ιδιαίτερα των κατωτέρων αξιωματικών, η Επαναστατική Επιτροπή υπαναχώρησε στην αρχική της δήλωση ότι οι κατηγορούμενοι για την Καταστροφή θα δικάζονταν από πολιτικό δικαστήριο. Ο Πλαστήρας ανέθεσε προσωπικά στον Πάγκαλο το έργο της ανάκρισης και στον Οθωναίο την προεδρία του στρατοδικείου με την ελπίδα ότι η ευθύνη των καθηκόντων αυτών θα μετρίαζε τη διάθεσή τους για εκδίκηση. Ωστόσο, σύμφωνα με το συμπέρασμα των ανακρίσεων, οι πολιτικοί Γούναρης, Πρωτοπαπαδάκης, Μπαλτατζής, Στράτος και Θεοτόκης μαζί με τους στρατιωτικούς Στρατηγό, Γούδα και Χατζανέστη, θεωρήθηκαν ένοχοι εσχάτης προδοσίας, ότι δηλαδή ηθελημένα και σκόπιμα παραχώρησαν ελληνικά εδάφη στον εχθρό. Η κατηγορία του δόλου δεν έγινε από κανέναν ψύχραιμο παρατηρητή πιστευτή, καθώς τα εδάφη από τα οποία εκδιώχθηκε ο ελληνισμός της Μ. Ασίας υπήρξαν το βραβείο των νικητών. Στη δευτερολογία του, ο κατηγορούμενος Ν. Στράτος απέκρουσε πειστικά την κατηγορία του δόλου: «Κατηγορούμεθα ότι υπεστηρίξαμεν την εισβολήν του εχθρού εις την επικράτειαν και συγχρόνως παρεδώκαμεν πόλεις, φρούρια κ.λπ. εις τον εχθρόν. Ποίον ήτο το αίτιον διά να πράξωμεν ταύτα; Ητο το σύνηθες αίτιον ή πρόθεσις να ωφελήσωμεν τον εχθρόν και να βλάψωμεν την Πατρίδα; Υπήρξε πρόθεσις ωφελείας ημών ατομικής, ιδιαίτερα χρηματικής, η οποία είναι εν των συνήθων ελατηρίων δόλου;».

Το εγκλητήριο της δίκης ανέφερε ότι παραδόθηκαν στον εχθρό πόλεις όπως η Σμύρνη και η Αδριανούπολη, χωρίς να χρησιμοποιείται η λέξη (της ελληνικής) «επικράτειας». Η κατηγορία όμως της εσχάτης προδοσίας δεν μπορούσε να ευσταθεί για παράδοση της Σμύρνης, η οποία δεν είχε προσαρτηθεί στην επικράτεια της Ελλάδος. Η Ελλάδα έλαβε από τους συμμάχους εντολή (mandate) να τηρήσει την τάξη στη διοικητική περιοχή Αϊδινίου (με πρωτεύουσα τη Σμύρνη). Πρόθεση των συμμάχων υπήρξε η διεξαγωγή δημοψηφίσματος εντός πενταετίας για να αποφασιστεί το καθεστώς της πόλης. Η Καταστροφή πρόλαβε την εξέλιξη αυτή και η Σμύρνη δεν έγινε ποτέ έδαφος της Ελλάδος. Η απώλεια της πόλης δεν υπήρξε προϊόν δόλου εκ μέρους της τότε ελληνικής κυβέρνησης, αλλά συνέπεια της ήττας. Η Θράκη, η οποία παραχωρήθηκε στην Τουρκία μετά την κατάρρευση, υπήρξε τμήμα της ελληνικής επικράτειας, αλλά η παράδοση έγινε από την «Επανάσταση του 1922».

Πέρα από το πρόβλημα της νομιμότητας μιας τέτοιας δίκης, η εξέταση του αρχιστράτηγου Παπούλα ως μάρτυρα κατηγορίας έθεσε ένα μεγάλο θέμα ηθικής τάξης. Οπως ο ίδιος ο Χατζανέστης παρατήρησε στην απολογία του: «Διώκησα, κύριοι, δυόμισι μήνας, διώκησεν ο προκάτοχός μου είκοσι μήνας. Δεν νομίζετε ότι, επειδή απέθανεν εις τας χείρας μου η Μικρά Ασία, είναι άδικον να κατηγορηθώ, και θα ήτο άδικον να κατηγορηθή ο τελευταίος ιατρός ενός πάσχοντος, εις τον οποίον έκαμε κακήν θεραπείαν ένας άλλος;». Η διαβλητή στάση του Παπούλα ως μάρτυρα κατηγορίας με μοιραίο για τον αποδιοπομπαίο Χατζανέστη αποτέλεσμα, χαρακτηρίζει σε μικρότερο βαθμό την ψυχολογία ολόκληρου σχεδόν του σώματος των αξιωματικών. Η μεταβίβαση όλης της ευθύνης στους πολιτικούς και στο επιτελείο της αντιβενιζελικής παράταξης, αποτέλεσε πλήγμα σοβαρό για το γόητρο του κοινοβουλευτισμού.

Ο Βενιζέλος εξακολουθούσε το 1922 να υποστηρίζει το φιλελεύθερο κοινοβουλευτικό σύστημα έναντι μιας απροκάλυπτης, αν και φιλικής προς αυτόν, δικτατορίας. Ετσι, ήταν εκείνος που από το τέλος του 1922 είχε επιδείξει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τους πολιτικούς της παράταξής του για την επαναφορά της χώρας στον κοινοβουλευτισμό. Αντιλαμβάνονταν ότι οι πρωτοβουλίες των αξιωματικών εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων υπονόμευαν το αντιπροσωπευτικό σύστημα, με συνέπειες αστάθμητες για το μέλλον της παράταξης των Φιλελευθέρων.

* Ο κ. Θάνος Βερέμης είναι πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας.

Εγκατέλειψαν τους Ελληνες της Μικράς Ασίας

Του Σεφη Aναστασακου*

Η Επανάσταση του ’22 δεν είχε πολιτική χροιά, αλλά ήταν κίνημα του συνόλου των αξιωματικών, με επικεφαλής τον Ν. Πλαστήρα και τον Στ. Γονατά. Αίτημα της Επανάστασης ήταν η ανόρθωση της χώρας, η τιμωρία των ενόχων της Μικρασιατικής Καταστροφής και η ταχεία ανασυγκρότηση του στρατεύματος, δεδομένου ότι ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει.

Η βασιλική κυβέρνηση του Δ. Γούναρη, λίγους μήνες πριν από τον Αύγουστο του 1922, αντικατέστησε τον Αρχιστράτηγο Παπούλα, με τον Γ. Χατζανέστη. Αυτός διατήρησε το Στρατηγείο στη Σμύρνη, 700 χλμ. από το μέτωπο, ενώ απέρριψε εισηγήσεις επιτελών του να μεταφερθεί αυτό στο Ουσάκ, απ’ όπου θα είχε εποπτεία των δυνάμεων της Στρατιάς. Οταν δε έσπασε το μέτωπο, ενώ ο Κεμάλ κατηύθυνε τις δυνάμεις του από την πρώτη γραμμή, ο Χατζανέστης παρέμεινε στη Σμύρνη, με αποτέλεσμα την απουσία συντονισμού των ελληνικών δυνάμεων.

Ενώ τα Α΄ και Β΄ Σώματα Στρατού δέχονταν την επίθεση των τουρκικών δυνάμεων, ο Χατζανέστης δεν κινητοποίησε το Γ΄ Σώμα Στρατού, ούτε διέταξε το ελληνικό ιππικό να αντικρούσει το τουρκικό, που προχωρούσε ανενόχλητο στα μετόπισθεν, διαλύοντας την ελληνική άμυνα. Τον Ιούλιο του 1922, μετακίνησε 22.000 άνδρες από το μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ και τους μετέφερε στην Αν. Θράκη για μια επίθεση φιάσκο, που ετοίμαζε κατά της Κωνσταντινούπολης, τη στιγμή που αυτή κατεχόταν από τους Συμμάχους. Η μετακίνηση αυτή έγινε γνωστή στους Τούρκους, οι οποίοι επέσπευσαν την επίθεσή τους στις 13 Αυγούστου 1922, ακριβώς στο σημείο του Αφιόν Καραχισάρ που άφησαν κενό οι μετατεθείσες ελληνικές δυνάμεις.

Αμεση ευθύνη στην Καταστροφή είχαν οι πολιτικοί των αντιβενιζελικών κυβερνήσεων. Είναι ο Δ. Γούναρης, ο Ν. Στράτος, ο Γ. Μπαλτατζής, ο Ν. Θεοτόκης και ο Π. Πρωτοπαπαδάκης, οι οποίοι είχαν διατελέσει πρωθυπουργοί και υπουργοί και μετείχαν στην τελευταία Κυβερνητική Επιτροπή, η οποία αποφάσισε την εγκατάλειψη της ελληνικής Στρατιάς και του Ελληνισμού της Μ. Ασίας.

Μετά την επικράτηση των αντιβενιζελικών στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, και ενώ οι πολεμικές επιχειρήσεις στο μικρασιατικό μέτωπο ήταν σε εξέλιξη, οι πρωθυπουργοί της Αγγλίας και της Γαλλίας, Λόιντ Τζορτζ και Κλεμανσώ, προειδοποίησαν τον Γούναρη και τον Στράτο να μην προβούν στην επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου στην Αθήνα, διότι αυτό θα θεωρείτο εχθρική πράξη προς τις Δυνάμεις της Αντάντ, οι οποίες μέχρι τότε στήριζαν πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά τις ελληνικές δυνάμεις στην Μ. Ασία. Η αντιβενιζελική κυβέρνηση όχι μόνο αρνήθηκε το αίτημα, αλλά επέσπευσε τη διαδικασία επιστροφής του Κωνσταντίνου, ο οποίος στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου υποστήριζε τους Γερμανούς. Αυτή η πράξη φανερά θα ζημίωνε την Ελλάδα.

Λίγο πριν από την Καταστροφή, η κυβέρνηση Γούναρη ψήφισε τον υπ’ αριθ. 2.871/16-07-1922 νόμο, με τον οποίο απαγορευόταν στον μικρασιατικό Ελληνισμό να έλθει στην Ελλάδα και να σωθεί. Ο νόμος περιελάμβανε το εξής: «Πας πλοιοκτήτης, πράκτωρ ή πλοίαρχος ή άλλο οιονδήποτε μέλος πληρώματος πλοίου τινός, όστις ήθελε αναλάβει, όπως διευκολύνει ή δεχθεί την εις Ελλάδαν μεταφορά προσώπων, τιμωρείται διά φυλακίσεως έξι τουλάχιστον μηνών...». Το ίδιο πνεύμα απηχούσε το επείγον μήνυμα του πρωθυπουργού Γούναρη προς τον ύπατο αρμοστή Αρ. Στεργιάδη στη Σμύρνη, λίγες μέρες πριν από την Καταστροφή, όπου επιτακτικά του έλεγε: «Αποφύγετε προσφυγικό πρόβλημα». Για τους βασιλικούς πολιτικούς της κυβέρνησης των Αθηνών, βασικό μέλημα δεν ήταν η λήψη μέτρων για τη σωτηρία του διωκόμενου Ελληνισμού της Μ. Ασίας, αλλά η αποφυγή προβλημάτων που θα δημιουργούνταν με την έλευση προσφύγων στην Ελλάδα, οι οποίοι, δικαίως αγανακτισμένοι για τις πράξεις και παραλείψεις των πολιτικών αυτών, θα προκαλούσαν πιθανώς την ανατροπή της κυβέρνησης και του καθεστώτος.

Μετά τη ρήξη του μετώπου και την οπισθοχώρηση ούτε ένας λόχος από την Ελλάδα δεν στάλθηκε για βοήθεια ενώ το Γ΄ και Δ΄ Σώμα Στρατού σκοπίμως δεν διατάχθηκαν να βοηθήσουν το Α΄ και Β΄ Σώμα που τελικά αιχμαλωτίστηκαν. Αυτό δεν λέγεται παράλειψη από προδοσία εν καιρώ πολέμου; Επίσης η παράδοση 1.500.000 Ελλήνων Μικρασιατών στο έλεος του Κεμάλ ηθελημένα, ενώ μπορούσαν να σωθούν, μόνο προδοσία ήταν.

* Ο κ. Σέφης Αναστασάκος είναι συγγραφέας του τρίτομου έργου «Ο Πλαστήρας και η Εποχή του» και τ. βουλευτής του ΠΑΣΟΚ.

Στέφανος Χελιδονης

© 2007 - easyweb team