Οι περισσότεροι
το θεωρούν σύμβολο της καλής τύχης. Οι διαιτολόγοι το χαρακτηρίζουν «τράπεζα
αντιοξειδωτικών που προλαμβάνουν μια σειρά σοβαρών παθήσεων». Οι αγρότες της
Δράμας από την πλευρά τους, βρήκαν στο ρόδι το προϊόν που τους απαλλάσσει από
το άγχος της διάθεσης της παραγωγής τους και της εξάρτησης από τις κοινοτικές
επιδοτήσεις.
«Το 75% της εγχώριας ζήτησης ροδιού
καλύπτεται με εισαγωγές. Εμείς δεν περιμένουμε πια να ζήσουμε από τις
επιδοτήσεις. Καλλιεργούμε ένα προϊόν με εμπορική αξία και σημαντική ζήτηση στην
ελληνική και την ευρωπαϊκή αγορά. Το ρόδι αποτελεί ιδανική λύση», λέει στα
«ΝΕΑ» ο Χρήστος Γκόντιας, αγρότης. Συνολικά 100 δραστήριοι καλλιεργητές
συγκρότησαν πρόσφατα την Ομάδα Παραγωγών Αγίου Αθανασίου Δράμας και έχουν
φυτέψει μέχρι σήμερα 1.500 στρέμματα με ροδιές, έκταση που εκτιμάται ότι θα
διπλασιαστεί το επόμενο διάστημα. Οι αγρότες ένωσαν τις δυνάμεις τους και αφού
κατάφεραν να ενταχθούν σε επιχειρησιακό σχέδιο, δημιούργησαν πρότυπες φυτείες
ροδιού προσελκύοντας ήδη Ισραηλινούς εμπόρους, οι οποίοι θεωρούνται ειδικοί.
«Δεν είχα κανέναν λόγο να συνεχίσω την καλλιέργεια βαμβακιού και καλαμποκιού.
Φύτεψα 2.500 ροδιές δύο ετών σε έκταση 50 στρεμμάτων και περιμένω τα επόμενα
δύο χρόνια να πάρω την πρώτη παραγωγή. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει οργανωμένη
καλλιέργεια ροδιού, γι΄ αυτό χρειάστηκε να απευθυνθώ σε ειδικούς και να
αναζητήσω σχετική βιβλιογραφία. Το χώμα και το κλίμα της Δράμας είναι ιδανικά
για την καλλιέργεια ροδιού και ελπίζω ότι θα βγάλω μεγάλους και χυμώδεις
καρπούς», λέει ο κ. Γκόντιας.
Μεγάλη ζήτηση.
«Εγκατέλειψα το βαμβάκι που παραδοσιακά καλλιεργούνταν στην περιοχή και
στράφηκα στα ρόδια. Έχω φυτέψει 45 στρέμματα και σύντομα θα φυτέψω ακόμη 50. Η
ζήτηση, κυρίως στην ευρωπαϊκή αγορά, είναι μεγάλη. Τα περισσότερα ρόδια θα
πουληθούν στις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες ως επιτραπέζιο φρούτο και λιγότερα θα
καταλήξουν σε ελληνικές εταιρείες φρουτοχυμών. Επίσης, στις ασιατικές χώρες τα
ρόδια χρησιμοποιούνται ευρέως στην τοπική μαγειρική», λέει στα «ΝΕΑ» ο αγρότης
Τάσος Καπαντζάκης.
«Περιμένουμε την έγκριση χρημάτων για την κατασκευή αποχυμωτηρίου στον Άγιο
Αθανάσιο, ώστε να διαχειριστούμε καλύτερα το προϊόν μας. Στόχος μας είναι να
παράγουμε πιστοποιημένα ρόδια ολοκληρωμένης καλλιέργειας», εξηγεί ο αγρότης
Γρηγόρης Αργυρίου, ένας από τους ιδρυτές της Ομάδας Παραγωγών Αγίου Αθανασίου
και καλλιεργητής 30 στρεμμάτων ροδιών.
«Ο καρπός του ροδιού έχει λίγες θερμίδεςμόλις 68 στα 100 γραμμάρια- και είναι
ιδιαίτερα πλούσιος σε υδατάνθρακες και κάλιο που είναι απαραίτητο για τη
διατήρηση του καρδιακού παλμού», λέει ο διαιτολόγος- διατροφολόγος Παρασκευάς
Παπαχρήστος και προσθέτει: «Οι έρευνες έχουν δείξει ότι υπάρχουν πολλοί λόγοι
για να καταναλώνουμε ρόδι και ειδικότερα τον χυμό του. Τα αντιοξειδωτικά που
περιέχει προστατεύουν από την αθηρωμάτωση και συνεπώς από καρδιαγγειακά
νοσήματα. Μάλιστα, ο χυμός του ροδιού έχει μεγαλύτερη περιεκτικότητα
πολυφαινολών από το κόκκινο κρασί, το πράσινο τσάι ή τον χυμό πορτοκαλιού».
Σύμφωνα με τον διατροφολόγο- διαιτολόγο κ. Κωνσταντίνο Κούτσικα η δράση του
ροδιού είναι σημαντική και στη μείωση της αρτηριακής πίεσης. «Η καθημερινή
κατανάλωση ροδιού μειώνει τη διαστολική πίεση έως 36% και τη συστολική μέχρι
5%. Οι ιδιότητες αυτές, σε συνδυασμό με τη χαμηλή περιεκτικότητα του ροδιού σε
νάτριο και την υψηλή σε κάλιο, είναι ιδιαίτερα ευεργετικές σε υπερτασικούς
ασθενείς που λαμβάνουν διουρητικά φάρμακα. Αντίθετα, το ρόδι θα πρέπει να
αποφεύγεταιλόγω του καλίου- από όσους έχουν χρόνια νεφρική ανεπάρκεια»
επισημαίνει.
Γλυκόπικρη γεύση. Οι καλλιεργητές στη Δράμα προτίμησαν ποικιλίες ροδιού της
οικογένειας wonderful, ενός
υβριδίου που γεννήθηκε στην Αμερική. Οι καρποί της συγκεκριμένης οικογένειας
ροδιού έχουν γλυκόπικρη γεύση. Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουν, κάθε χρόνο
καταναλώνονται στην Ελλάδα 2.000 τόνοι ροδιού ως επιτραπέζιο φρούτο, χυμός και
συστατικό μαγειρικής. Από αυτή την ποσότητα, οι 1.500 τόνοι εισάγονται από
χώρες με παράδοση στην παραγωγή ροδιού, όπως το Ισραήλ, η Τουρκία και το
Πακιστάν. Οι Έλληνες παραγωγοί εκτιμούν ότι η εγχώρια παραγωγή θα εκτιναχθεί τα
επόμενα τρία χρόνια στους 5.000 τόνους.