Ως το
2004-2007, το πλάνο για τον καθορισμό των εξωτερικών συνόρων της Ευρωπαϊκής
Ενωσης αποτελούσε κοινό μυστικό. Ηταν φανερό στις Βρυξέλλες και στις
περισσότερες πρωτεύουσες ότι η εδαφική επέκταση της Ενωσης θα έπρεπε να
συνεχιστεί ως το σημείο που θα κάλυπτε το σύνολο της ηπείρου, της Ρωσίας
αποκλειομένης. Με αυτή την εξαίρεση, το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ)
ταυτίστηκε με εκείνο του Συμβουλίου της Ευρώπης, του μοναδικού ευρωπαϊκού
οργάνου που από το 1994 προσδιόρισε τον χώρο άσκησης των αρμοδιοτήτων του.
Αυτό το σενάριο της μέγιστης διεύρυνσης εξηγεί την εικόνα για την Ευρώπη που
είχαν διαδοχικές κυβερνήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και πρέπει να σημειώσουμε
την αξιοσημείωτη συνέχεια του σχεδίου των Ηνωμένων Πολιτειών για την Ευρώπη,
από τον Μπιλ Κλίντον ως τον Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος, με την ομιλία του στην
Αγκυρα επιβεβαίωσε τις προηγούμενες διακηρύξεις του Τζορτζ Γ. Μπους.
Εκπροσώπηση με μακροπρόθεσμη προοπτική, ο στόχος της οποίας είναι κατ΄ αρχάς
γεωστρατηγικός: η ολοκλήρωση του έργου της ειρηνικής ανακατάληψης και της
δημοκρατικής αναδιάταξης της ηπείρου, που ξεκίνησε μετά την 6η Ιουνίου 1944,
επαναλήφθηκε την περίοδο 1985-1991, μετά την αποτυχία της εναλλακτικής κομμουνιστικής
πρότασης και τον σοβιετικό έλεγχο στην Κεντρική Ευρώπη, στη Βαλτική και
ιδιαίτερα στα Βαλκάνια, και επρόκειτο να ολοκληρωθεί με την τελική δέσμευση της
Τουρκίας, της Ουκρανίας, των Δυτικών Βαλκανίων και ενδεχομένως της Γεωργίας
στην «ευρωατλαντική οικογένεια».
Ο εξαναγκασμός των ευρωπαϊκών χωρών, που μέχρι πρότινος βρίσκονταν σε
αντιπαλότητα, να συμφιλιωθούν και στη συνέχεια η επέκταση της δημοκρατίας έτσι
ώστε να περιλάβει τη Ρωσία: οι στόχοι αυτοί, συναφείς με τα εθνικά συμφέροντα
των Αμερικανών, επιτεύχθηκαν από τη στιγμή που τα προσυπέγραψαν οι χώρες της
Κεντρικής Ευρώπης και της Βαλτικής, εκείνες της Βόρειας Ευρώπης, της
Βορειοδυτικής και του Νότου.
▅ Μοχλός εκσυγχρονισμού Είναι αλήθεια ότι από την πλευρά των Βρυξελλών η προοπτική της ένταξης
λειτούργησε σαν αποτελεσματικός μοχλός για την ενθάρρυνση των μεταρρυθμίσεων,
με την ανάκτηση του κοινοτικού κεκτημένου να έχει εκσυγχρονιστικό ρόλο,
συγκρίσιμο με εκείνο του ναπολεόντειου αστικού κώδικα. Αυτό είναι το κλειδί για
την άσκηση της επιρροής της θεσμικής Ευρώπης, λόγω των διαθέσιμων
χρηματοδοτικών πόρων και των ευκαιριών για την αναγνώριση των λαών και της
προώθησης των ελίτ, που προσφέρουν θεσμούς οι οποίοι διέπονται από την αρχή της
ισότητας των κρατώνμελών.
Είναι ένας παράγοντας που εγγυάται την κυριαρχία και την επέκταση της
ασφάλειας, διότι το εθνικό συμφέρον απαιτεί ότι ο γείτονας γίνεται μέλος στην
ίδια λέσχη, εκτός από την Ανατολή, και ότι το εθνικιστικό υβρεολόγιο μπορεί να
περιοριστεί (Ουγγαρία και Σλοβακία, Σλοβενία και Κροατία, Ελλάδα και Τουρκία).
Αλλά αυτή η μέθοδος του εξευρωπαϊσμού σκοντάφτει τελευταία στην τραχύτητα των
πολιτικών καταστάσεων, σαν και αυτές στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Ευρώπη. Η
συμβατική μέθοδος της εδαφικής επέκτασης δεν μπορεί πλέον να λειτουργήσει κατά
τον ίδιο τρόπο.
Μετά τη διεύρυνση του 2004, ιστορικά δικαιολογημένη αλλά χωρίς ρητή πολιτική
διακήρυξη από ορισμένους ηγέτες, χωρίς ιστορική και γεωπολιτική προοπτική, με
λίγα λόγια σαν μια ιστορία χωρίς λόγια, μια αμφιβολία γεννήθηκε σχετικά με τους
στόχους της ευρωπαϊκής διαδικασίας. Επιδεινώθηκε από τις θεσμικές ιδιοτροπίες
της περιόδου 2005-2009, τις αποτυχίες της επέκτασης του 2007 στα Ανατολικά
Βαλκάνια και την απόρριψη κάθε σοβαρής συζήτησης για τα οριστικά σύνορα. Και
άνοιξε τον δρόμο για εναλλακτικά σενάρια από την πλευρά της Ουάσιγκτον.
Στην πραγματικότητα, πολλές γεωπολιτικές απεικονίσεις της καθιερωμένης Ευρώπης
διέφεραν από την αρχή, αλλά χρειάστηκε να έρθει το 2004 για να ενταφιαστούν. Αν
στόχος της πολιτικής είναι να δημιουργήσει μια οντότητα που θα βασίζεται σε μια
ιστορική και γεωπολιτιστική μονάδα, για να ξεπεράσει την αντιπαλότητα των
εθνών, η Ενωση προορίζεται αποκλειστικά για τους δημιουργούς της και για
εκείνους, τους κοντινούς, που μοιράζονται τις ίδιες αξίες (θρησκευτικές και νομικές
παραδόσεις), και σταθεροποιείται σε 30 κράτη-μέλη γύρω από τη Γερμανία και τη
Γαλλία. Είναι το όραμα των χριστιανοδημοκρατικών κινημάτων και εκείνων που
συγκεντρώνονται στους κόλπους του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, αλλά όχι από
όλους, επειδή οι βουλευτές της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης θέλουν να
ενσωματώσουν τα ανατολικά όρια. Το κεντρικό κριτήριο είναι αυτό της ευρωπαϊκής
ταυτότητας, που ορίζεται με όρους πολιτισμού και αξιών.
▅ Η θέση της Τουρκίας Υπό αυτό το πρίσμα, η Τουρκία, με μουσουλμανική κοινωνία, δεν έχει τη θέση της.
Οι δημοσκοπήσεις κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση: το 55% των Ευρωπαίων που
ρωτήθηκε πιστεύει ότι η χώρα αυτή ανήκει στην Ευρώπη λόγω της γεωγραφικής θέσης
της (έναντι 33%) και το 42% λόγω της ιστορίας της (42% έχει αντίθετη άποψη),
αλλά ότι είναι πολύ μακριά λόγω των πολιτισμικών διαφορών της (54%) για να
γίνει μέλος (έναντι 33% που υποστηρίζει την ένταξη) [Ευρωβαρόμετρο 63, 2005].
Επιπλέον το θέμα των συνόρων της ΕΕ δεν περιορίζεται μόνο στην Τουρκία, με την
οποία ωστόσο οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται.
Αν, ωστόσο, ο σκοπός μας είναι να κάνουμε διαφορετικούς λαούς να συνεργαστούν
μεθοδικά, με ιεράρχηση των συμφερόντων μας, η επέκταση δεν έχει άλλα όρια πλην
εκείνων της Ρωσίας στη δυτική πλευρά της. Είναι το όραμα των Φιλελευθέρων, ενός
τμήματος των Σοσιαλδημοκρατών που είναι προσδεδεμένοι στην έννοια του κοσμικού
κράτους και στην προώθηση υποδειγματικών ισλαμικο-δημοκρατικών δυνάμεων, αλλά
και ευρωσκεπτικιστών υποστηρικτών ενός γεω-οικονομικού σεναρίου και, όπως έχουμε
πει, της Ουάσιγκτον. Υπέρμαχος της προσέγγισης αυτής είναι ο βρετανός υπουργός
Εξωτερικών Ντέιβιντ Μίλιμπαντ, ο οποίος ασκεί πιέσεις στο μάξιμουμ προς την
κατεύθυνση αυτή. Σε ενδιάμεση θέση βρίσκονται εκείνοι που εμμένουν στη δυναμική
της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και στη διατήρηση της εσωτερικής συνοχής της και οι
οποίοι τάσσονται υπέρ ενός διαλείμματος διαρκείας ως προς τη διεύρυνση της ΕΕ
και υπέρ ενισχυμένων πολιτικών καλής γειτονίας χωρίς ένταξη και υπό τη μορφή
μιας προνομιακής εταιρικής σχέσης, με αδιευκρίνιστο περιεχόμενο.
▅ Πολιτική εξευρωπαϊσμού Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η σύνεση που επέδειξαν περί τις 10 χώρες, μετά τη
Γαλλία και τη Γερμανία, απέναντι στη διεύρυνση της ΕΕ δεν αρκεί πλέον για να
οικοδομήσει μια στρατηγική εξευρωπαϊσμού που θα ανταποκρίνεται στο συμφέρον της
Ευρώπης. Η Ενωση πρέπει να απομακρυνθεί από τη λογική τού «όλα ή τίποτα» ως
προς το θέμα των εντάξεων να αυξήσει τους χρηματοδοτικούς πόρους που
διατίθενται για την πολιτική καλής γειτονίας και να προσαρμόσει τους όρους σύγκλισης
στην πολιτική και γεωπολιτική πραγματικότητα των κρατών που βρίσκονται στα
σύνορά της.
Στο κάτω κάτω, τα τρία κριτήρια της Κοπεγχάγης (Μοντεσκιέ, η αγορά και μια
μεταβατική περίοδος) δεν έγιναν το 1957 αλλά το 1993, για την αντιμετώπιση της
συγκεκριμένης κατάστασης στην Κεντρική Ευρώπη. Η αντιμετώπιση του προβλήματος
«σύνορα της Ευρώπης» προϋποθέτει την απάντηση στα εξής ερωτήματα: Ποια είναι τα
επιθυμητά όρια της Ευρώπης που έχει θεσμοθετηθεί ως Ευρωπαϊκή Ενωση, δηλαδή
ποια είναι τα δυτικά γεωπολιτικά όρια της Ρωσίας που ταιριάζουν στους
Ευρωπαίους και ποιες είναι οι πολιτικές προς τα Βαλκάνια, την Ουκρανία και την
Τουρκία; Στην περίπτωση των Δυτικών Βαλκανίων, που εκτός της Κροατίας, είναι
κατακερματισμένα σε επτά κράτη και προτεκτοράτα, οι επικείμενες
διαπραγματεύσεις πρέπει να επικεντρωθούν σε έναν συγκεκριμένο όρο: τη δέσμευσή
τους ότι θα επιλύσουν τις περίπου 25 σημαντικές διμερείς διαφορές που τις
χωρίζουν, από τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού
Δικαστηρίου για τα εγκλήματα πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία ως τα σοβαρά
θέματα των αγνοουμένων και της επιστροφής των προσφύγων, χωρίς να αγνοούμε τις
μεθοριακές, οικονομικές, τελωνειακές, θρησκευτικές και διπλωματικές διαφορές.
Ο κ. ΜichelFoucher είναι καθηγητής της Εcole ΝormaleSuprieure και
διευθυντής επιμόρφωσης στο Ιnstitutdes Ηautes ΕtudesdeDfense Νationale της Γαλλίας.