Ο αμφισβητίας του δυτικού πολιτισμού (Η Καθημερινή)
Ο Κλοντ Λεβί-Στρος, που έφυγε από
τη ζωή την περασμένη Κυριακή, λίγες μέρες πριν συμπληρώσει τα 101 του χρόνια,
υπήρξε μια κορυφαία μορφή στον κόσμο της ανθρωπολογίας. Ηταν εκείνος που
γκρέμισε τη συμβατική δυτική αντίληψη για τον αποκαλούμενο «πρωτόγονο άνθρωπο».
Γόνος μιας οικογένειας Γαλλοεβραίων καλλιτεχνών, ήταν η πεμπτουσία του Γάλλου
διανοουμένου, με εμβέλεια τόσο στη δημόσια σφαίρα όσο και στους ακαδημαϊκούς
κύκλους.
Η δύναμη της σκέψης του επηρέασε
ακόμα και τους επικριτές του, που δεν ήταν λίγοι. Και η γραφή του, μια ανάμιξη
του επιστημονικού και του ποιητικού, δεν έμοιαζε με τίποτε από όσα είχαν πριν
από αυτόν δημοσιευτεί στο πεδίο της ανθρωπολογίας. Ενα από τα πιο σημαντικά
κληροδοτήματά του είναι το έργο «Mytho-logiques» με θέμα τη
δομή της μυθολογίας των ιθαγενών της Αμερικής, που δημοσιεύτηκε από το 1964 έως
το 1971. Οι τέσσερις τόμοι του - «Το ωμό και το μαγειρεμένο», «Από το μέλι στη
στάχτη», «Οι καταγωγή των καλών τρόπων στο τραπέζι», «Ο γυμνός άνθρωπος» - δεν
ήταν τίποτα λιγότερο από μια νέα ερμηνεία του κόσμου, βασισμένη στην ανάλυση
πολλών εκατοντάδων μύθων προερχόμενων από ελάχιστα γνωστές φυλές και
παραδόσεις.
Κοντά στους ινδιάνους
Οι ερμηνείες που έδωσε στους
μύθους των ιθαγενών έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην αλλαγή της δυτικής σκέψης
όσον αφορά τις αποκαλούμενες πρωτόγονες κοινωνίες. Αρχισε να αμφισβητεί τη
συμβατική σοφία σχετικά με αυτές όταν ξεκίνησε τις ανθρωπολογικές του έρευνες
στα μέσα της δεκαετίας του 1930 - μια εμπειρία που έγινε η πρώτη ύλη για το
περίφημο βιβλίο του «Θλιβεροί τροπικοί» (1955), ένα συναρπαστικό δοκίμιο όπου
συνδυάζονται ο ανθρωπολογικός στοχασμός και η αφήγηση όσων βίωσε κοντά στους
ινδιάνους της Αμαζονίας.
Τη εποχή εκείνη η γενικά
παραδεκτή άποψη ήταν ότι οι πρωτόγονες κοινωνίες διακρίνονται από έλλειψη
φαντασίας και παραλογισμό και ότι η προσέγγισή τους στη ζωή και στη θρησκεία
βασίζεται στην ικανοποίηση των άμεσων βιοτικών αναγκών τους. Ο Κλοντ Λεβί-Στρος
αρνήθηκε αυτήν την περιοριστική θεώρηση. Ξεκινώντας από τις ιθαγενικές
κοινότητες των Καντουβέο και των Μπορόρο στο Μάτο Γκρόσο της Βραζιλίας, όπου
έκανε τις πρώτες επιτόπου έρευνές του, ανακάλυψε στις φυλές αυτές την επίμονη
επιθυμία όχι μόνο να ικανοποιήσουν τις υλικές ανάγκες τους αλλά επίσης να
κατανοήσουν τον κόσμο και την προέλευσή του. Διαπίστωσε την ύπαρξη μιας
περίτεχνης λογικής που κυβερνούσε ακόμα και τους πιο παράξενους μύθους, καθώς
και μια έμφυτη αίσθηση τάξης και σχεδιασμού, ακόμα και στις πιο πολεμόχαρες
φυλές.
Στο έργο του εξύμνησε τις
ικανότητες της «άγριας σκέψης», φράση που έγινε ο τίτλος ενός από τα πιο
ρωμαλέα έργα του, «Lapenseesauvage». «Η δίψα για αντικειμενική γνώση», έγραψε, «είναι μια από τις πιο
παραμελημένες όψεις της σκέψης των λαών που αποκαλούμε πρωτόγονους».
Ο κόσμος των πρωτόγονων φυλών
εξαφανίζεται γοργά, έγραψε. Από το 1900 έως το 1950, πάνω από 90 φυλές και 15
γλώσσες είχαν εξαφανιστεί μόνο στη Βραζιλία. Αυτό ήταν άλλο ένα από τα σταθερά
του θέματα. Ανησυχούσε για την ανάπτυξη ενός «μαζικού πολιτισμού», μιας
σύγχρονης «μονοκουλτούρας».
Εκθειάζοντας τον πρωτόγονο νου
και αμφισβητώντας τις αρετές της δυτικής νεωτερικότητας, κινήθηκε στο πλαίσιο
της παράδοσης του γαλλικού ρομαντισμού, εμπνευσμένου από τον φιλόσοφο του 18ου
αιώνα Ζαν Ζακ Ρουσό. Η κοσμοθεώρηση αυτή βοήθησε να οικοδομηθεί η δημοτικότητά
του στην Ευρώπη και στην Αμερική την εποχή της ρομαντικής αντικουλτούρας κατά
τις δεκαετίες του 1960 και του 1970.
Ενας τέτοιος απλουστευτικός
ρομαντισμός, όμως, αποτελούσε παραποίηση των ιδεών του. Για τον Λεβί-Στρος, ο
πρωτόγονος άνθρωπος δεν ήταν ένας «ευγενής άγριος» ούτε βρισκόταν αναγκαστικά
«πλησιέστερα στη φύση». Οταν, για παράδειγμα, περιέγραψε τους Καντουβέο,
παρατήρησε με θλίψη ότι ήταν μια φυλή τόσο εξεγερμένη εναντίον της φύσης -και
επομένως καταδικασμένη- που απαρνιόταν ακόμα και την αναπαραγωγή, προτιμώντας
να «πολλαπλασιάζεται» απάγοντας παιδιά από εχθρικές φυλές. Είχε απορρίψει την
ιδέα του Ρουσό ότι τα προβλήματα της ανθρωπότητας προέρχονται από τις
αλλοιώσεις του φυσικού περιβάλλοντος. Κάθε κοινωνία είναι αναγκασμένη να
οικοδομηθεί με βάση τις πρώτες ύλες της φύσης, πίστευε, αρκεί να χρησιμοποιεί
ως εργαλεία τον νόμο και τη λογική.
Αυτή η εφαρμογή της λογικής,
υποστήριζε, δημιούργησε οικουμενικές σταθερές που μπορούν να βρεθούν σε όλους
τους πολιτισμούς και σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης παρουσίας πάνω στη Γη.
Εγινε γνωστός ως στρουκτουραλιστής εξαιτίας της άποψής του ότι υπάρχει μια
δομική ενότητα κάτω από όλους τους μύθους που έχει επινοήσει η ανθρωπότητα και
έδειξε πώς αυτά τα οικουμενικά δομικά πρότυπα έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε όλες
τις κοινωνίες. Πεποίθησή του ήταν ότι με την έρευνά του οδήγησε την εθνογραφία
«προς την κατεύθυνση της ψυχολογίας, της λογικής και της φιλοσοφίας».
Ο ερευνητής σε πρώτο πρόσωπο Αγγελικη Στουπακη
- «Παρατηρώ τις καταστροφές που
γίνονται… Την τρομακτική εξαφάνιση ζωντανών ειδών, είτε είναι ζώα είτε φυτά -
αλλά και το ίδιο το γεγονός ότι το ανθρώπινο είδος ζει σε ένα καθεστώς
εσωτερικής δηλητηρίασης. Σκέφτομαι το παρόν και τον κόσμο στον οποίο τελειώνω
τις μέρες μου. Και δεν τον αγαπώ αυτόν τον κόσμο» (συνέντευξη, 2005).
- «Ο δρόμος στον οποίο βαδίζουν
σήμερα οι άνθρωποι συσσωρεύει τόσο μεγάλες εντάσεις, ώστε τα σημερινά φυλετικά
μίση να μην είναι παρά φτωχό προμήνυμα της οξυμένης μισαλλοδοξίας που υπάρχει
κίνδυνος να εδραιωθεί αύριο, χωρίς μάλιστα να χρειάζεται τις εθνικές διαφορές
ως πρόσχημα. Μπορούμε να στηρίξουμε τις ελπίδες μας μόνο σε μια αλλαγή της
πορείας της ιστορίας, η οποία είναι ακόμα πιο δύσκολη από την εξασφάλιση μιας
προόδου στην πορεία των ιδεών» (Φυλή και Πολιτισμός», 1971).
- «Είναι αδύνατον για έναν εθνολόγο
να αγνοήσει την τερατώδη καταστροφή που έχουμε προκαλέσει οι Δυτικοί, εδώ και
αιώνες, σε πολιτισμούς διαφορετικούς από τον δικό μας. Δεν μπορούμε να
διαχωρίσουμε την καταστροφή ανθρώπινων κοινωνιών από την καταστροφή που θύματά
της είναι σήμερα ζωικά και φυτικά είδη, και όλα αυτά στο όνομα ενός ουμανισμού
που τοποθέτησε τον άνθρωπο στη θέση του βασιλιά και αφέντη του κόσμου. Ο
ορισμός που έδωσε στον άνθρωπο ο κλασικός ουμανισμός είναι πολύ στενός, τον
παρουσιάζει μόνο ως σκεπτόμενο ον αντί να τον θεωρήσει ένα ζωντανό πλάσμα. Το
αποτέλεσμα είναι ότι το σύνορο όπου τελειώνει η «ανθρωπιά» είναι πολύ κοντά
στον άνθρωπο, ο οποίος έτσι γίνεται ευάλωτος στην καταστροφή» (συνέντευξη,
2005).
- «Ο κόσμος άρχισε χωρίς τον
άνθρωπο και θα τελειώσει χωρίς αυτόν» («Θλιβεροί Τροπικοί», 1955).