Η πρώτη... γνωριμία του κ. Νίκου Παπουτσή με τα blueberries έγινε την εποχή που ο γιος του σπούδαζε
στη Ρωσία. Πολύ γρήγορα άφησε τη δουλειά του ως τεχνικός ηλεκτρολόγος για να
ασχοληθεί με την εναλλακτική γεωργία. Έτσι, το 2005 έφερε στη Δράμα τα τροπικά
αυτά φρούτα της οικογένειας των μυρτίλλων. «Το blueberry είναι ένα φρούτο, το οποίο δεν έχει καμία σχέση
με τα βατόμουρα, όπως πολλοί πιστεύουν. Αντίθετα μοιάζει εξωτερικά με το
σταφύλι, μόνο που δεν είναι σε τσαμπί», λέει στα «ΝΕΑ». Η παραγωγή έχει φτάσει
προς το παρόν τους οκτώ τόνους βιολογικών blueberries, ποσότητα που έχει συγκεντρωθεί από τα 30
στρέμματα που έχει καλλιεργήσει.
Στους πάγκους του μανάβη ή στα ράφια των σούπερ μάρκετ, δίπλα από τα μήλα και
τα αχλάδια φιγουράρουν μάνγκο, αβοκάντο, όχι όμως από κάποια τροπική χώρα, αλλά
ελληνικής παραγωγής. Τα τελευταία χρόνια δεν είναι λίγοι οι Έλληνες παραγωγοί
που μπαίνουν στη διαδικασία να καλλιεργήσουν εξωτικά φρούτα. Ενδεικτικό είναι
ότι το εξωτικό αβοκάντο καλλιεργείται στην Κρήτη, με μέση ετήσια παραγωγή έναν
τόνο ανά στρέμμα.
Για να αναπτυχθεί το blueberry χρειάζεται πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. «Ειδικότερα, την περίοδο από τον
Νοέμβριο μέχρι τον Φεβρουάριο οι υπό το μηδέν θερμοκρασίες- μείον 5 και μείον
10-που έχουμε στη Δράμα βοηθούν το φρούτο. Αντίθετα, από τον Μάρτιο μέχρι και
τον Οκτώβριο η ηλιοφάνεια για τα φύλλα είναι απαραίτητη, όχι όμως και για τη
ρίζα. Γι΄ αυτό ρίχνουμε μπόλικο νερό και μονώνουμε τις ρίζες με πριονίδι από
καθαρό ξύλο για να μην αφήνει τη ζέστη να περάσει», λέει ο κ. Παπουτσής, ο
οποίος πλέον τροφοδοτεί με το τροπικό φρούτο 540 σημεία σε όλη την Ελλάδα, ενώ
κάνει εξαγωγές στην Κύπρο και σύντομα στη Μεγάλη Βρετανία. Όσο για την τιμή
του, αυτή είναι 5,5 ευρώ τα 125 γραμμάρια. Όπως προσθέτει, «σίγουρα είναι πιο
ακριβά από τα δικά μας φρούτα, ωστόσο θα πρέπει να υπολογίσει κανείς ότι
πρόκειται για βιολογικό προϊόν και πως το κόστος που έχει η συγκομιδή του είναι
αρκετά μεγάλο».
Στη Βέροια εκτός από τα ροδάκινα καλλιεργούνται και... λωτοί. Ο κ. Δημήτρης
Αθανασάκης γνώρισε το συγκεκριμένο φρούτο πριν από περίπου 19 χρόνια, όταν ο
πατέρας του άρχισε να το καλλιεργεί. «Είναι ένα φρούτο που το συναντά κανείς
στην Κίνα, αλλά και στη χώρα μας υπήρχε σε εξαιρετικά μικρές ποσότητες». Από τα
20 στρέμματα στα οποία καλλιεργεί λωτούς, ο κ. Αθανασάκης παίρνει ετησίως 80-
100 τόνους. Τώρα μάλιστα είναι η περίοδος που μαζεύονται οι καρποί. «Πρόκειται
για έναν καρπό με ιδιαίτερα γλυκιά γεύση. Το δέντρο πρέπει ωστόσο να μην είναι
εκτεθειμένο στο κρύο».
Το... εξωτικό ακτινίδιο Τα τελευταία χρόνια μπορεί να είναι ένα συνηθισμένο φρούτο στην Ελ λάδα, όμως πριν από περίπου 30 χρόνια δεν
το έβρισκε κανείς εύκολα. «Το ακτινίδιο δεν είναι ελληνικό προϊόν οπότε κάναμε
εισαγωγή με ό,τι αυτό συνεπάγεται», λέει ο οικονομολόγος κ. Εμμανουήλ Γαβράς, ο
οποίος κατάγεται από το Ρέθυμνο και καλλιεργεί από το 1977 ακτινίδια στην
Κρήτη. Ήταν μάλιστα ο πρώτος που καλλιέργησε αυτό το εξωτικό φρούτο. Πριν
προχωρήσει όμως στην παραγωγή άρχισε να διαβάζει και να μαθαίνει οτιδήποτε
μπορούσε γύρω από το συγκεκριμένο φρούτο.
«Το ακτινίδιο το βρίσκουμε στην Κίνα και τη Νέα Ζηλανδία. Από εκεί βγήκε στη
διεθνή αγορά και έφτασε στην Ευρώπη. Όταν είπα ότι θα ασχοληθώ με τη γη, η
σκέψη μου στράφηκε προς τις εναλλακτικές καλλιέργειες κι έτσι οδηγήθηκα στην
καλλιέργεια του ακτινιδίου».
Οι πρώτες προσπάθειες καλλιέργειας του φρούτου έγιναν με την επίβλεψη του
Ινστιτούτου Ελιάς και Υποτροπικών Φυτών Χανίων: «Η βοήθεια του κ. Σπύρου Μ.
Λιονάκη ήταν πολύ σημαντική, αφού είναι γεωπόνος και υποστηρίζει τις
εναλλακτικές καλλιέργειες στην Ελλάδα». Έπειτα από τρεις δεκαετίες,
καλλιεργώντας 25 στρέμματα, η παραγωγή ακτινιδίου έγινε βασική επαγγελματική
ενασχόληση για τη ζωή του κ. Γραβά.
ΝΤΟΠΙΑ!
Μπλούμπερις Δράμας, Λωτοί Βέροιας, ακτινίδια Κρήτης γεμίζουν τα ράφια των
μανάβικων
Το ελληνικό κλίμα και το χώμα είναι ιδανικά!
Η ΕΛΛΑΔΑ διαθέτει κατάλληλες εδαφικές και κλιματικές
συνθήκες σε αρκετές περιοχές της για την επιτυχή εμπορική εκμετάλλευση αρκετών
εναλλακτικών καλλιεργειών τροπικών, υποτροπικών και μεσογειακών καρποφόρων
δένδρων όπως το αβοκάντο, το μάνγκο, η μπανάνα, η δεσπολιά, η φραγκοσυκιά, η
τσεριμόγια, το λίτσι, η χουρμαδιά, η γκουάβα, η πασιφλόρα, η παπάγια, η
πιτάγια, το πεκάν, η ροδιά και ο λωτός υποστηρίζει ο γεωπόνος και καθηγητής
Δενδροκομίας στο ΤΕΙ Κρήτης.
Όπως τονίζει, «τα συμπεράσματα αυτά έχουν προκύψει από πειράματα που έχουν
γίνει στην Ελλάδα τα τελευταία 35 χρόνια κυρίως από το Τμήμα Φυτικής Παραγωγής
του ΤΕΙ Κρήτης, από το Ινστιτούτο Υποτροπικών Φυτών και Ελιάς Χανίων και από
μερικές άλλες μονάδες του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας». Τα ερευνητικά
αποτελέσματα των πειραμάτων αυτών αποτελούν τη βάση για τη σωστή εμπορική
εκμετάλλευση των προαναφερθέντων καρποφόρων δένδρων, ώστε αυτά να αποτελέσουν
νέες εναλλακτικές καλλιέργειες για μερικές περιοχές της Νότιας κυρίως Ελλάδας.
Σύμφωνα με τον κ. Λιονάκη, η εμπορική καλλιέργεια νέων εναλλακτικών
καλλιεργειών καρποφόρων δένδρων σε κατάλληλες περιοχές της Ελλάδας έχει
ευοίωνες προοπτικές. «Οι περιοχές στις οποίες μπορεί να καλλιεργηθούν με
επιτυχία αυτά τα δένδρα είναι πολύ περιορισμένες όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και
σε άλλες χώρες λόγω των ειδικών απαιτήσεων που έχουν σε κλίμα, έδαφος και νερό.
Είναι δε γνωστό ότι η Ελλάδα διαθέτει αρκετές περιοχές με κατάλληλες συνθήκες
για την επιτυχή καλλιέργειά τους».
Οι καρποί τους παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση στις
αγορές της Ευρώπης και η προσφορά τους είναι μικρή, ενώ η χώρα μας εισάγει κάθε
χρόνο όλο και περισσότερες ποσότητες καρπών από αυτά τα δένδρα επισημαίνει ο κ.
Λιονάκης. «Το εισόδημα των καλλιεργητών τέτοιων δένδρων θα βελτιωθεί αρκετά
αφού κάποια από τα τοπικά παραδοσιακά αγροτικά προϊόντα διατίθενται σε χαμηλές
τιμές λόγω κορεσμού της αγοράς. Μεγάλο μέρος της παραγωγής καρπών από τις
εναλλακτικές καλλιέργειες καρποφόρων δένδρων μπορεί να καταναλωθεί από τον
τοπικό πληθυσμό της χώρας μας και από τα εκατομμύρια τουριστών που την
επισκέπτονται κάθε χρόνο. Η δυνατότητα παραγωγής τέτοιων καρπών θα πρέπει να
αποτελέσει ευκαιρία συνεργασίας μεταξύ τουριστικών πρακτορείων- ξενοδοχειακών
μονάδων και ομάδων παραγωγών με στόχο την αμοιβαία ωφέλεια».
Οι καταναλωτές επιμένουν... εξωτικά
ΚΑΡΑΜΠΟΛΑ, ΓΚΟΥΑΒΑ, ανανάς, μάνγκο και παπάγια είναι μερικά μόνο από τα
τροπικά φρούτα που εισάγει στη χώρα μας η εταιρεία Μενέλαος ΕΠΕ, από τη Νότια
Αφρική, την Ολλανδία, την Αργεντινή και τις περιοχές της Νότιας Αμερικής. «Τα
εξωτικά φρούτα είναι για τους Έλληνες καταναλωτές κάτι το διαφορετικό και στην
αρχή απλά ήθελαν να δοκιμάσουν. Όσο περνάει ο καιρός όμως, φαίνεται ότι ο
κόσμος τα έχει μάθει και θέλει να τα έχει στο τραπέζι του», σημειώνει ο κ.
Γιάννης Καννής, ένας εκ των υπευθύνων της εταιρείας.
Το μάνγκο, το αβοκάντο και ο ανανάς είναι πρώτα στη λίστα προτίμησης των
καταναλωτών. «Κι αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι τα ζαχαροπλαστεία και τα
μανάβικα, τα οποία προμηθεύουμε, χρειάζονται όλο και μεγαλύτερες ποσότητες των
τροπικών φρούτων».
Χαρακτηριστικό είναι, όπως προσθέτει, το γεγονός ότι μέχρι πριν από μερικά
χρόνια η ποσότητα σε μάνγκο που εισήγαγε η εταιρεία δεν ξεπερνούσε τον έναν
τόνο μηνιαίως.
«Πλέον κάνουμε εισαγωγή πέντε με έξι τόνους την εβδομάδα».
Συμπληρώνει δε ότι αν και τα περισσότερα τροπικά φρούτα είναι εισαγωγής,
υπάρχουν ορισμένοι Έλληνες παραγωγοί στην Κρήτη, οι οποίοι καλλιεργούν κυρίως
αβοκάντο.
Από τη Νότια Αφρική στα Χανιά
ΤΟ 1981 ο Μιχάλης Χαραλαμπάκης επισκέφθηκε τον αδελφό του στη Νότια
Αφρική. Από εκείνο το ταξίδι πήρε δύο γευστικά «σουβενίρ» που αργότερα έγιναν η
βασική εργασία του: «Δοκίμασα λίτσι και μάνγκο και μου άρεσαν πάρα πολύ. Από
εκείνη την ώρα και μετά προσπάθησα να βρω τρόπο να τα φέρω στην Ελλάδα και να
τα καλλιεργήσω». Η γραφειοκρατία κράτησε αρκετά χρόνια αλλά το 1990, όπως λέει
ο κ. Χαραλαμπάκης, κατάφερε να φέρει 50 δέντρα για να δοκιμάσει την ανθεκτικότητά
τους στο κλίμα των Χανίων της Κρήτης. «Ευτυχώς, το κλίμα είναι ιδανικό και για
τα δύο φρούτα κι έτσι προχώρησα. Σήμερα σε έξι στρέμματα έχω περίπου 90 λίτσι
και 90 μάνγκο. Αν και έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε που άρχισα να
καλλιεργώ τα λίτσι, δεν τα ξέρουν ακόμη οι ντόπιοι. Τα ζητούν όμως πολύ οι
ξένοι που έρχονται κι έτσι συνεργάζομαι με ξενοδοχεία».
Αιγυπτιακή γκαφάβα... Λέρου
ΑΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙ περισσότερα από 60 χρόνια στη Λέρο, ανήκει πια
στην κατηγορία των τοπικών προϊόντων του νησιού. Και όπως όλα δείχνουν, η
παραγωγή της guava ή γκαφάβας
επί το... ελληνικότερο θα έχει συνέχεια, αφού η καλλιέργειά της συνεχίζεται και
μάλιστα από νέους του νησιού. Ο Γιάννης Γκίνης είναι γεωπόνος και μετά τις
σπουδές του αποφάσισε να επιστρέψει στο νησί του τη Λέρο και να ασχοληθεί και
με την καλλιέργεια του παραδοσιακού φρούτου γκαβάφα.
«Αυτό το έφεραν οι μετανάστες της Λέρου το 1950 από την Αίγυπτο. Το κλίμα του
νησιού ευνοεί την καλλιέργειά του κι έτσι μπήκε στο γευστικό χάρτη όχι μόνο της
Λέρου αλλά και των γύρω νησιών». Η γκαφάβα ανήκει στην κατηγορία των καρποφόρων
δέντρων και μοιάζει με το αχλάδι.
Όπως εξηγεί ο κ. Γκίνης, είναι ένα φρούτο που η θρεπτική του αξία είναι περίπου
ίση με αυτή του ακτινιδίου. «Φέτος φύτεψα 400 δέντρα και του χρόνου θα έχω μια
ικανοποιητική παραγωγή. Τέτοια που να καλύψει τις ανάγκες του νησιού αλλά και
των γύρω, γιατί είναι ένα αρκετά δημοφιλές φρούτο στα Δωδεκάνησα».
Αβοκάντο... Ρεθύμνου!
Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ νέων ειδών καρποφόρων δένδρων αποτελεί για αρκετούς
αγρότες εναλλακτική λύση, καθώς δίνει τη δυνατότητα παραγωγής φρούτων που έχουν
μεγάλη ζήτηση στην αγορά και που μέχρι σήμεραστην πλειονότητά τουςεισάγονταν.
Έτσι, ο κ. Μιχάλης Δασκαλάκης αποφάσισε να αξιοποιήσει τη γη που του είχε
μεταβιβάσει ο παππούς του στο Ρέθυμνο και να καλλιεργήσει αβοκάντο. Εργάζεται
ως μαθηματικός, αλλά η εργασία στη φύση τού δίνει μεγαλύτερη χαρά.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, αλλά δεν άντεχα την καθημερινότητά της.
Έτσι αποφάσισα να έρθω στην Κρήτη. Προσπαθούσα πάντα να βρω τρόπο να ασχοληθώ
με τη γη. Η ιδέα μιας εναλλακτικής καλλιέργειας με οδήγησε στα αβοκάντο».
Υποστηρίζει δε ότι από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 μέχρι σήμερα έχουν
αλλάξει πολλά στην καλλιέργεια των αβοκάντο αφού όπως λέει, «οι κλιματικές
αλλαγές επηρεάζουν την παραγωγή. Αυτό που κυρίως την επηρεάζει είναι τα ακραία
καιρικά φαινόμενα, από τα οποία κινδυνεύουν οι καλλιέργειες ιδιαίτερα των
τροπικών φρούτων».