Έζησε δεκαεπτά
χρόνια σε ψυχιατρείο, ύμνησε τον έρωτα και την τρέλα, προτάθηκε από τη Γαλλική
Ακαδημία για το Νόμπελ Λογοτεχνίας και πέθανε φτωχή.
Ένας σπάνιος συνδυασμός, που φέρει το όνομα Άλντα Μερίνι.
Γεννήθηκε το 1931 στο Μιλάνο κι άρχισε να γράφει στίχους από μικρή. Ένα από τα
πρώτα της ποιήματα το αφιέρωσε στον θρυλικό τραπεζίτη Ενρίκο Κούτσια. «Μια μέρα
τον συνάντησα στον δρόμο και του είπα: ΄΄Πεινάω΄΄. Εκείνος απάντησε: ΄΄Καλό
σημάδι΄΄. Και απομακρύνθηκε». Η πρώτη της συλλογή κυκλοφόρησε το 1953 με τίτλο
«Η παρουσία του Ορφέα». Οκτώ χρόνια μετά την έκλεισαν σε άσυλο.
«Γεννήθηκα προορισμένη να υποφέρω./ Ευχόμουν να πεθάνω. / Αλλά η ζωή
ήταν σκληρή:/ με άφησε να επιβιώσω».
Ο σύζυγός της λεγόταν Έτορε Καρνίτι και ήταν ένας άνδρας ζηλιάρης και άπιστος.
Μια νύχτα που γύρισε στο σπίτι μυρίζοντας άρωμα μιας άλλης γυναίκας, η Άλντα
άρπαξε μια καρέκλα και του την έσπασε στο κεφάλι. Εκείνον τον πήραν στο
νοσοκομείο, εκείνη την έστειλαν στο Πάολο Πίνι, το παλιό ψυχιατρείο του
Μιλάνου, και τις τέσσερις κόρες τους τις έδωσαν σε τρεις οικογένειες. «Ο τόπος
είχε τρόμο, μίσος, σκοτάδι και θάνατο, ήταν η ίδια η κόλαση του Δάντη, αλλά έκανα
φίλους. Αυτό ήταν το δικό μου βραβείο Νόμπελ». Της έκαναν 37 ηλεκτροσόκ. «Το
ότι βγήκα ζωντανή ήταν θαύμα. Εκεί έμπαινες για να πεθάνεις».
«Είμαι μια μικρή οργισμένη μέλισσα./ Μ΄ αρέσει να αλλάζω χρώμα. / Μ΄
αρέσει να αλλάζω μέγεθος». Κάπνιζε 70 με 80 τσιγάρα την ημέρα και μέχρι το
τέλος έλεγε ότι το τσιγάρο τής χάριζε ζωή. Φορούσε πάντα ένα μαργαριταρένιο
κολιέ, αλλά έζησε και πέθανε φτωχή από προσωπική της επιλογή. «Η ποίηση»,
έλεγε, «γεννιέται από τη γλύκα και τον έρωτα. Οι αλήθειες έρχονται σε μένα από
τα όνειρα, οι νεκροί με επισκέπτονται». Ήταν θρήσκα και παγανίστρια. «Ήμουν
πάντα μια μεγάλη αμαρτωλή και δεν μετανιώνω για τίποτα», είπε σε μια συ
νέντευξη που έδωσε το 2006 στη «Ρεπούμπλικα». «Δεν πάω στην Εκκλησία για να
μουρμουράω, αλλά ο Θεός είναι εδώ μαζί μου. Οσμίζομαι τη μυρωδιά του. Δύο
πράγματα με πείθουν για την ύπαρξή του: ότι δεν ελέγχω τη θέλησή μου κι ότι τον
Ειρηνικό Ωκεανό δεν μπορεί να τον έφτιαξαν οι επιστήμονες».
«Οι ποιητές εργάζονταιτη νύχτα/ ότανο χρόνος δεν τους
βιάζει/ τότε που σβήνειο θόρυβος του πλήθους/ και φτάνει το λιντσάρισμα
των ωρών στο τέλος» (μετάφραση Α. Σελλενίδη).
Πέθανε την περασμένη Κυριακή από όγκο στα κόκαλα. Η κηδεία της γίνεται σήμερα,
στις 2 το μεσημέρι, στον καθεδρικό ναό του Μιλάνου. Όπως είπε ο Ντάριο Φο, ήταν
μια μοναχική γυναίκα που ήξερε να συνυπάρχει με τους άλλους.