Στις 7
Οκτωβρίου, ακριβώς μία ημέρα πριν από την ανακοίνωση του βραβείου Νομπέλ
Λογοτεχνίας, στο γνωστό μπλογκΤheLiterarySaloon εμφανίστηκε το όνομα της 56χρονης συγγραφέως Χέρτα Μύλερ, από τη γερμανική
μειονότητα της Τρανσυλβανίας, ως της πιο σοβαρής υποψηφιότητας για τη διάκριση.
Την ίδια ημέρα ο γάλλος δημοσιογράφος και συγγραφέας Πιερ Ασουλίν αναπαρήγαγε
στο δικό του μπλογκ, τοLaRepubliquedesLivres,την πληροφορία του αγγλόφωνου μπλογκ, με
την παρατήρηση ότι ποτέ η φημολογία δεν επιβεβαιώνεται από τις αποφάσεις της
Σουηδικής Ακαδημίας που απονέμει το Νομπέλ. Μάλιστα αναγνώστες του μπλογκ του
Ασουλίν έσπευσαν να κάνουν τα δικά τους σχόλια, του τύπου «καλύτερα ο Χάινερ
Μύλερ (σ.σ.: που έτσι κι αλλιώς έχει πεθάνει) παρά η Μύλερ». Μερικές ώρες μετά,
11 η ώρα Γκρίνουιτς της 8ης Οκτωβρίου, όλοι πάγωσαν καθώς ο μόνιμος γραμματέας
της Ακαδημίας, καθηγητής Πέτερ Ενγκλουντ, ανακοίνωσε το όνομα της Χέρτα Μύλερ.
Πάγωσαν πριν απ΄ όλα οι εκδότες και οι βιβλιοπώλες όλου του κόσμου γιατί έξω
από τη Γερμανία η Χέρτα Μύλερ είναι άγνωστη και ελάχιστα μεταφρασμένη. Στην
Ελλάδα μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε ένα και μοναδικό βιβλίο της με
τίτλοΜετέωροι ταξιδιώτες, το 1993, από τον εκδοτικό οίκο Ηρόδοτος, χωρίς καμία
τύχη. Αλλά πάγωσαν κυρίως όλοι όσοι ενδιαφέρονται για την αμεροληψία και τις
πολιτικές ίντριγκες που συνοδεύουν το βραβείο. Πώς έφτασε η πληροφορία στο
μπλογκ ΤheLiterarySaloon;
Είναι τόσοι οι εμπλεκόμενοι στη διαδικασία του Νομπέλ ώστε οι διαρροές να μην
αποκλείονται. Για το βραβείο ψηφίζουν τα 18 ισόβια μέλη της Σουηδικής
Ακαδημίας. Οι ακαδημαϊκοί ψηφίζουν επί τη βάσει των προτάσεων που κάνει η
Επιτροπή Υποψηφιοτήτων της Ακαδημίας. Η επιτροπή αποτελείται κι αυτή από μέλη
της Ακαδημίας αλλά με τριετή θητεία. Για να είναι κάποιος υποψήφιος για το
βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας και κυρίως για να κρατηθεί η υποψηφιότητά του,
δηλαδή να είναι nominee,
πρέπει να προταθεί από nominators που έχουν δικαίωμα να κάνουν προτάσεις. Αυτοί είναι τα ίδια τα μέλη της
Ακαδημίας, μέλη άλλων ακαδημιών, καθηγητές πανεπιστημίου, εταιρείες λογοτεχνών
κ.ά. Αυτό σημαίνει ότι για κάθε έτος μπορεί να υπάρχουν δεκάδες υποψήφιοι. Και
δεν αποκλείεται ένας υποψήφιος να έχει προταθεί από περισσότερους nominators.
Παλαμάς και Καζαντζάκης Μεταξύ των 30 υποψηφίων για το βραβείο του 1929 ήταν και ο Κωστής Παλαμάς. Τον
είχε προτείνει ο Φρέντερικ Πούλσεν, αρχαιολόγος, μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας
Επιστημών και Γραμμάτων της Δανίας. Το βραβείο του 1929 πήγε στον Τόμας Μαν, ο
οποίος είχε προταθεί από το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας Αντερς Εστερλινγκ. Το
1950 υπήρχαν δύο ελληνικές υποψηφιότητες μεταξύ των 79 nominees: του Νίκου Καζαντζάκη και του Αγγελου
Σικελιανού. Οι δύο έλληνες συγγραφείς είχαν προταθεί από τον σουηδό ακαδημαϊκό
Γκούλμπεργκ. Επιπλέον ο Σικελιανός είχε προταθεί και από την Εταιρεία Ελλήνων
Λογοτεχνών. Συνυποψήφιοι για αυτή τη χρονιά ήταν μεγάλα μεγέθη της παγκόσμιας
λογοτεχνίας, όπως ο Φόκνερ, ο Καμύ, ο Γκράαμ Γκριν, ο οποίος δεν πήρε ποτέ το
Νομπέλ, η Κάρεν Μπλίξεν και ο Χεμινγκγουέι. Τελικά το βραβείο πήγε σε έναν μη
λογοτέχνη, τον Μπέρτραντ Ράσελ, μεγάλο μέγεθος κατά τα άλλα, ο οποίος είχε
προταθεί από τον καθηγητή Σουηδικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι
Ευγένιο Τίγκερστεντ. Ηταν ένα από τα βραβεία που δέχθηκε σκληρή κριτική καθώς
θεωρήθηκε καθαρά πολιτικό. Το ίδιο συνέβη τρία χρόνια αργότερα, το 1953, όταν
το βραβείο δόθηκε στον Γουίνστον Τσόρτσιλ, καλόν απομνημονευματογράφο αλλά όχι
λογοτέχνη.
Αυστηρό εμπάργκο Μετά το βραβείο στη Χέρτα Μύλερ, που τηρουμένων των αναλογιών μοιάζει πολύ με
το βραβείο στην Αυστριακή Ελφρίντε Γέλινεκ, το 2004, οι κακές γλώσσες λένε ότι
κάθε συγγραφέας, ακόμη και μέτριος, μπορεί να πάρει το Νομπέλ. Οι περισσότεροι
προβάλλουν το πολιτικό προφίλ των υποψηφίων ως ισχυρότερο κριτήριο για τη
βράβευση. Ο Κινέζος Χσινγκιάν το 2000, ο οποίος επιπλέον έχει «εξαφανιστεί» ως
συγγραφέας, η πολωνέζα ποιήτρια Σιμπόρκσκα το 1996, ο Ιταλός Ντάριο Φο, ακόμη
και ο Οδυσσέας Ελύτης είναι νομπελίστες για τους οποίους έχουν πει ότι η
διάκρισή τους είναι πολιτική και όχι τόσο λογοτεχνική.
Για το τι έχει συμβεί μετά το 1951 δεν μπορούμε να το ξέρουμε καθώς η Σουηδική
Ακαδημία τηρεί αυστηρό εμπάργκο σε πληροφορίες σχετικές με τους nominators και τους nominees. Ξέρουμε όμως τι έχει συμβεί πριν από το 1950.
Μελετώντας αυτά τα παλιά αρχεία βγαίνουν ασφαλή συμπεράσματα που εξακολουθούν
να έχουν ισχύ. Το πρώτο βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας απονεμήθηκε το 1901 στον
γάλλο συγγραφέα Συλί Πρυντόμ. Εκείνη τη χρονιά οι υποψήφιοι ήταν 39, ανάμεσά
τους και ο Εμίλ Ζολά, ο οποίος είχε προταθεί από τον γάλλο ακαδημαϊκό Μαρτλέν
Μπερτελό. Το μεγαλύτερο όνομα της λογοτεχνίας τότε- όπως και σήμερα - ήταν ο
Λέων Τολστόι, ο οποίος δεν είχε προταθεί από κανέναν και επομένως δεν ήταν καν
υποψήφιος.
Από τον ξεχασμένο Πρυντόμ στην (άγνωστη) Χέρτα Μύλερ έχουν περάσει 108 χρόνια
και η Σουηδική Ακαδημία εξακολουθεί να απονέμει τα βραβεία με τον ίδιο τρόπο
αφήνοντας μαύρες τρύπες για εκμετάλλευση. Μερικοί λένε ότι, αν δεν υπήρχαν
Νομπέλ σε σχετικά άγνωστους συγγραφείς, σήμερα θα αγνοούσαμε μεγέθη όπως ο
Ούγγρος Ιμρε Κέρτες. Αυτό είναι αλήθεια. Οπως αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι
βραβευμένοι στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα είναι ελάσσονες συγγραφείς. Φυσικά η
Ακαδημία διασώζει το κύρος της με τα βραβεία στον Μπέκετ, στον Καμύ, στον
Φόκνερ, στον Χεμινγκγουέι, στον Στάινμπεκ, στον Ζιντ. Μπορούμε να πούμε ότι το
δεύτερο μισό του 20ού αιώνα είναι καλύτερο από το πρώτο. Αλλά οι θεωρίες της
συνωμοσίας εξακολουθούν να είναι ισχυρές και να βγαίνουν στο προσκήνιο κάθε
Οκτώβριο μαζί με το Νομπέλ.