Η μεγάλη αίθουσα τελετών του υπουργείου
Παιδείας έχει το όνομα της Ζακλίν ντε Ρομιγί. Αυτή η γαλλίδα φιλόλογος, διάσημη
παγκοσμίως, ασχολήθηκε όλη της τη ζωή με την ελληνική γραμματεία. Ήταν ας
πούμε, η πιο γνωστή ελληνίστρια. Διότι, εάν δεν το έχετε καταλάβει, μόνον οι
Ευρωπαίοι πλέον ασχολούνται με τη γλώσσα και τον πολιτισμό μας. Εμείς έχουμε
άλλες ασχολίες.
Μέχρι να χτίσουμε και
μέχρι να κάψουμε, μέχρι να μαζέψουμε τα λέφτα για τις επιδοτήσεις των ξενοδοχείων,
πού να βρούμε χρόνο να ασχοληθούμε με τη γλώσσα, την ιστορία και τη λογοτεχνία
την ελληνική; Αυτά είναι πολυτέλειες για τον σημερινό Έλληνα. Οπότε,
πηγαίνοντας στην αίθουσα «Ζακλίν ντε Ρομιγί» να δω τα παιδιά από την Ευρώπη,
τους μαθητές που θα βραβευτούν στον πανευρωπαϊκό διαγωνισμό ελληνικών, σκέφτηκα
αμέσως τον Ερνέστο Ρενάν. Αυτός ο γάλλος ποιητής και φιλόσοφος, μεγάλος
φιλέλληνας, ήρθε στην Αθήνα το 1865. Και επισκέφτηκε την Ακρόπολη. Ήταν τέτοια
η επιρροή του μνημείου πάνω στη συνείδηση του, που επιστρέφοντας στο Παρίσι, ο
Ρενάν δημοσίευσε το περίφημο δοκίμιό του «Προσευχή πάνω στην Ακρόπολη». Λέει
κάπου για τον Παρθενώνα, σχεδόν αποσβολωμένος: «Προτιμώ να είμαι ο τελευταίος
στην οικία σου, παρά ο πρώτος αλλού. Ναι, θα προσδεθώ στον στυλοβάτη του ναού
σου, θα λησμονήσω κάθε παιδεία εκτός από τη δική σου. Θα μάθω τη γλώσσα σου, θα
ξεμάθω τα υπόλοιπα!»
Και έτσι έγινε ακριβώς.
Οι Γάλλοι και οι Ιταλοί και οι Γερμανοί έμαθαν τη γλώσσα μας, έμαθαν την
ιστορία μας και την φιλολογία μας και τα ξεμάθαμε εμείς! Μας έπεσαν κάπως
άχρηστα, ως φαίνεται. Δεν θα είναι υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος πως οι
πραγματικοί κληρονόμοι της κλασικής Ελλάδας, για να μην πω και του μεσαιωνικού
Ελληνισμού – του Βυζαντίου, δηλαδή – είναι Ευρωπαίοι. Αυτοί έσκυψαν πάνω από τα
βιβλία μας, αυτοί τα διάβασαν, αυτοί τα ερμήνευσαν. Οι φιλόλογοί τους, οι
ποιητές τους και οι φιλόσοφοί τους, που είναι πάντα οι καλύτεροι κλασικοί
φιλόλογοι, οι καλύτεροι βυζαντινολόγοι και θεατρολόγοι.
Είναι γεγονός πως κάπου στον Μεσοπόλεμο και μέχρι τα πρώτα
μεταπολιτευτικά χρόνια η Ελλάδα ανέβηκε ψηλά από πνευματική άποψη, μέσα σε μια
έξαρση σπουδής της κλασικής και μεσαιωνικής γραμματείας. Ήταν η τελευταία
αναλαμπή του ελληνικού πνεύματος. Τότε βγήκαν οι πιο γνωστοί μας λόγιοι, από
τον Συκουτρή μέχρι τον Σεφέρη, τον Τσάτσο και τον Λορεντζάτο. Από τον Πικιώνη
μέχρι τον Ανδρόνικο. Από τη Μεταπολίτευση και μετά, τέλος. Όσοι καλοί
βρίσκονται ακόμη σήμερα, είναι από εκείνες τις σπουδές. Δεν χρειάζεται να πάμε
μακριά. Ας πάμε στην παρούσα κυβερνητική θητεία. Τι έχει να επιδείξει σε 5
χρόνια η κυβέρνηση στην ελληνική παιδεία; Το εξής: ένα προβληματικό βιβλίο
ιστορίας για το δημοτικό και τρείς υπουργούς παιδείας. Έφτιαξε έστω ένα κλασικό
λύκειο όταν ακόμη και η Ιταλία έχει 900; Όχι. Άλλαξε κάτι στα πανεπιστήμια;
Όχι. Παντού κουλούρια.
Πάμε λοιπόν, σήμερα να δούμε και τα τελευταία κουλούρια,
διότι αυτή η εκδήλωση έγινε λίγες μέρες προ του διαγγέλματος Καραμανλή.
Καταλαβαίνετε. Να ξέρεις ότι καίγεσαι, πως δηλαδή σε λίγες ώρες ο πρωθυπουργός
σου θα σε βάλει να τρέξεις σε έναν αγώνα όπου θα χάσεις, και να είσαι
υποχρεωμένος να δίνεις βραβεία σε αλλοδαπούς νεαρούς! Για τον Άρη μιλάω. Δεν
είναι μαρτύριο αυτό; Είναι.
Κι όμως. Ο υπουργός
εμφανίστηκε να βραβεύσει τους Γάλλους. Και αφού έβγαλε έναν σύντομο λόγο περί
ελληνικού πολιτισμού, συνέστησε στα παιδιά να πάνε στο Μουσείο της Ακρόπολης!
Και μείναμε εμείς με τα αρχαία μας.
Η πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων η κ. Γεωργία
Ξανθάκη, λέει μιλώντας στο βήμα: «η ανθρωπιστική παιδεία συμβάλλει καθοριστικά
στην ολοκλήρωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, στην καλλιέργεια της κριτικής
του σκέψης και στην ανάπτυξη όλων των πνευματικών του δεξιοτήτων. Αποτελεί, ως
εκ τούτου, κινητήρια δύναμη για την ουσιαστική αποδοτικότητα της εκπαίδευσης
στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
» Ο σύγχρονος ευρωπαίος πολίτης, με την ιδιαίτερη εθνική
και πολιτιστική του οντότητα, σκέπτεται και εκφράζεται με έννοιες και λέξεις
που προέρχονται από την πολιτιστική δεξαμενή του σημερινού πολιτισμού. Την
κλασική παιδεία, με αυτήν την ηθική, κοινωνική και πνευματική της παρακαταθήκη,
έχει πρώτιστα ανάγκη ο σύγχρονος άνθρωπος της παγκοσμιοποιημένης εποχής μας,
για να αντιμετωπίσει ευθύβολα τα ποικίλα προβλήματα του 21ου αιώνα.
Γι’αυτούς τους λόγους οι θεμελιώδεις αρετές των κλασικών σπουδών έχουν
αναγνωριστεί από όλες σχεδόν τις χώρες, οι οποίες έχουν θεσπίσει τη διδασκαλία
των ανθρωπιστικών γραμμάτων στη Δευτεροβάθμια και στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση
με την ίδρυση κλασικών λυκείων και πολλών εδρών (περίπου 500) Κλασικών Σπουδών
στα πανεπιστήμια».
Το αίτημα σαφές: να
ιδρυθούν ξανά κλασικά λύκεια στην Ελλάδα. Από τα οποία δεν θα βγαίνουν μόνο
φιλόλογοι, αλλά θα έχουν μιαν αυξημένη παιδεία ελληνικής γραμματείας. Γιατί δεν
γίνονται; Είπαμε. Διότι δεν έχουμε χρόνο για τέτοια. Μας απασχολεί ο Χριστοφοράκος.
Και οι εκλογές. Αλλά χωρίς ελληνικά και ιστορία και φιλολογία, δεν πάμε
πουθενά.
Ας κλείσουμε με τον Ρενάν, καθώς τα παιδιά πήραν τα βραβεία
τους και πάνε για φρέντο στο Μουσείο, όπως τους είπε ο Άρης. Λέει, λοιπόν, ο
γάλλος φιλόσοφος στην Ακρόπολη: «Θα έρθουν αιώνες που οι μαθητές σου θα
περνιούνται για μαθητές της ανίας...Αλλά ο κόσμος δεν θα σωθεί παρά μόνον
επιστρέφοντας σε εσένα. Ας έρθουμε ομαδικά. Τι ωραία ημέρα κι αυτή, όταν όλες
οι πόλεις που πήραν τα λείψανα από το ναό σου, Βενετία, Παρίσι,Λονδίνο, Κοπεγχάγη, θα επανορθώσουν τις
κλοπές τους, λέγοντας: ‘Συγχώρεσε μας, θεά. Ήταν για να τα σώσουμε από τα κακά
πνεύματα της νύχτας’»