«Εάλω
το φρούριονκαι τα στρατηγεία και την σημαία άνωθεν εν τοις πύργοις έστησαν»
παραδίδει ο Γεώργιος Σφραντζής στο Χρονικόν του, αυτόπτης μάρτυρας της πτώσης
της Κωνσταντινούπολης, τα δραματικά γεγονότα της οποίας έμελλε να εξιστορήσει.
Στο σημείο αυτό τα σχολικά βιβλία κάνουν μια μεγάλη στάση. Οι καθηγητές
επισημαίνουν τα αίτια της τραγωδίας και αναλύουν τις επιπτώσεις της, ενώ οι
μαθητές καλούνται να μελετήσουν το μέγα ορόσημο, για το οποίο αργότερα ως
ενήλικοι πολίτες θα μελαγχολούν με αναδρομική θλίψη πεντέμισι αιώνων. Οχι
άδικα, φυσικά. Αλλά όπως η άλωση της Πόλης το 1453 υπήρξε μια αναμενόμενη
εξέλιξη της πολιτικο-κοινωνικής κατάστασης που είχε αρχίσει να εδραιώνεται στην
Ανατολική Μεσόγειο ήδη από το 1204, όταν η πρωτεύουσα του Βυζαντίου καταλήφθηκε
από τους Σταυροφόρους, έτσι και η κατάλυση της αυτοκρατορίας μπορεί να ανέτρεψε
την πορεία της Ιστορίας και να άλλαξε τον χάρτη, όμως οι άνθρωποι επέζησαν. Και
μαζί τους η γλώσσα, η θρησκεία, η τέχνη, το πνεύμα, οι ιδέες. Οι αιώνες που
ακολούθησαν ήταν δύσκολοι, μια «μαύρη περίοδος» όπως χαρακτηρίζεται από
πολλούς, αλλά καθώς κατεβαίνω τις σκάλες του Βυζαντινού και Χριστιανικού
Μουσείου, οδεύοντας προς τους νέους και υπερσύγχρονους εκθεσιακούς χώρους του,
συνειδητοποιώ και την άλλη όψη του νομίσματος: υπόδουλοι μεν οι Ρωμιοί αλλά
ταυτόχρονα μεγαλουργώντας. Και η απόδειξη βρίσκεται εδώ, σε αυτήν την αφήγηση
της Ιστορίας από την πτώση της Πόλης ως την Επανάσταση του 1821 και τη
δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους. Πρόκειται για το δεύτερο μέρος της
μόνιμης έκθεσης του Βυζαντινού Μουσείου αφού το πρώτο, το οποίο λειτουργεί από
το 2004, αρχίζει από την Παλαιοχριστιανική εποχή και φθάνει ως την Αλωση. Και
αν το νέο Μουσείο της Ακρόπολης αποτελεί πλέον διεθνώς το σημείο αναφοράς για
την κλασική τέχνη της δημοκρατικής αρχαίας Αθήνας, το Βυζαντινό Μουσείο
πιάνοντας το νήμα από εκεί που το άφησαν οι αρχαίοι μιλάει για την αδιάλειπτη
συνέχεια αυτού του τόπου μέσα στους αιώνες, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.
Ετοιμο να υποδεχθεί τους επισκέπτες θα είναι εντός ολίγων ημερών το Βυζαντινό
και Χριστιανικό Μουσείο στο σύνολό του. Ενα έργο που διήρκεσε πολλά χρόνια αφού
το νέο κτιριακό συγκρότημα αναπτύχθηκε όλο εν υπογείω, κάτω δηλαδή από τη βίλα
Ιλίσια, ώστε τα διατηρητέα κτίσματα, τα οποία φιλοξένησαν επί μακρόν τις
βυζαντινές εκθεσιακές συλλογές, να μείνουν αλώβητα, ενώ ο περιβάλλων χώρος
αναπλάθεται ήδη ως πάρκο πρασίνου και αναψυχής στο κέντρο της Αθήνας: περί τα
20 στρέμματα στα πάλαι ποτέ παριλίσια πεδία με τη γειτνίαση και του Λυκείου του
Αριστοτέλη.
Αλλά εντός του μουσείου βρίσκονται τα σπουδαία, αφού στα 1.200
αντικείμενα της Βυζαντινής περιόδου, που ήδη εκτίθενται, προστίθενται τώρα περί
τα 1.000, που χρονολογούνται από τη λεγόμενη Μεταβυζαντινή εποχή. Και είναι η
πρώτη φορά που παρουσιάζεται από μουσείο αυτή η ιστορική περίοδος, με βάση
μάλιστα το κοινωνικό, πολιτιστικό και πολιτικό της πλαίσιο. Αυτή η νέα
μουσειολογική αντίληψη και η επιστράτευση των σύγχρονων τεχνολογιών συνηγορούν
στη γνωριμία με μια ιδιαίτερα προβληματική αλλά και ενδιαφέρουσα εποχή, η οποία
ως τώρα καλυπτόταν από πέπλο «ανωνυμίας».
Η ταυτότητα
Στις νέες
αίθουσες του μουσείου, έκτασης 1.400 τ.μ., πρόσωπα και πράγματα αποκτούν όνομα
και βρίσκουν ερμηνεία.«Οι Ρωμιοί αν και βρίσκονται κάτω από την οθωμανική ή τη
βενετική κυριαρχία, παράγουν,δημιουργούν,αναπτύσσουν το εμπόριο, συγκροτούν
συντεχνίες. Και,κυρίως,στο διάστημα αυτών των αιώνωνδημιουργούν ταυτότητα.Είναι
οι ορθόδοξοι Ρωμιοί σε αντίστιξη με τους οθωμανούς μουσουλμάνους. Και είναι
αυτή η ταυτότητα που θα οδηγήσει στην Επανάσταση του ΄21» όπως λέει ο
διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου κ.Δημήτρης Κωνστάντιος .
Λίγο πριν από τα εγκαίνια, ο αναβρασμός που επικρατεί στο μουσείο μπορεί να μη
συντελεί στην πλήρη κατανόηση των ανωτέρω - κάποια εκθέματα δεν έχουν ακόμη
τοποθετηθεί στη θέση τους, άλλα είναι καλυμμένα για να προστατευθούν, σκαλωσιές
και μηχανήματα βρίσκονται παντού, πλήθος άνθρωποι εργάζονται για να προφθάσουν
τις ημερομηνίες-, όμως έστω και αυτή η πρόγευση της έκθεσης είναι ισχυρή. Με
την πολύτιμη βοήθεια της επιμελήτριας του μουσείου κυρίαςΑναστασίας Λαζαρίδου
τα «κενά» συμπληρώνονται εύκολα, ενώ η αρχιτέκτονας κυρίαΑυγή Τζάχουμιλάει για
το αρχιτεκτονικό κομμάτι της έκθεσης.
Η ζωγραφική Από ενότητα σε ενότητα λοιπόν η ιστορία ανιχνεύει τις κοινωνίες των Ρωμιών,
πρώτα υπό την ενετική κυριαρχία παρουσιάζοντας τις όψεις του πολιτισμού που
αναπτύχθηκε στην Κρήτη και στα Επτάνησα, τα οποία είχαν καταληφθεί σταδιακά από
τον 13ο ως τον 16ο αιώνα. Περίφημοι ζωγράφοι όπως ο Αγγελος, ο Δαμασκηνός, ο
Λαμπάρδος, ο Κλόντζας και ο Βίκτωρ- εξαίρετα έργα τους παρουσιάζονται στην
έκθεση- θα εμφανιστούν σε αυτή την ιδιόμορφη κοινωνία, την κρητοβενετσιάνικη,
στην οποία συμβιώνουν καθολικοί, ορθόδοξοι και ουνίτες. Η τέχνη της Κρήτης αυτή
την εποχή θα υιοθετήσει επομένως μορφές βυζαντινές και υστερογοτθικές, συχνά
αναμεμειγμένες με στοιχεία της Αναγέννησης και του Μπαρόκ, σε έργα που
ισορροπούν ανάμεσα στον Μεσαίωνα και στη νεότερη εποχή.
Η άλωση του Χάνδακα από τους Τούρκους θα οδηγήσει πολλούς κρητικούς ζωγράφους
στα Επτάνησα, όπου θα δημιουργήσουν έργα επηρεασμένα ιδιαίτερα από τη βενετική
παρουσία. Ο Τζάνες, ο Πουλάκης, ο Μόσκος, ο Κόνταρης, ο Καραντινός, ο Δοξαράς
θα είναι αυτοί που θα ανανεώσουν τη θρησκευτική ζωγραφική δημιουργώντας από το
δεύτερο μισό του 17ου αιώνα την Επτανησιακή Σχολή, ανοιχτή στα ρεύματα της
Δύσης. Στην έκθεση του Βυζαντινού Μουσείου όμως περιλαμβάνεται και ολόκληρη η
τοιχογραφία του καθολικού της βυζαντινής Μονής της Παναγίας Οδηγήτριας από την
Απόλπαινα της Λευκάδας, που φιλοτεχνήθηκε πολύ νωρίτερα, στα μέσα του 15ου
αιώνα, συνδυάζοντας ωστόσο την όψιμη βυζαντινή με την όψιμη γοτθική τέχνη. Ενα
αριστούργημα που διασώθηκε από τη φθορά χάρη στον Δημήτρη Κωνστάντιο, ο οποίος
είχε μεριμνήσει μερικά χρόνια πριν για την αποτοίχισή του.
Τέλος τα ανθίβολα, τα σχέδια εργασίας επάνω σε χαρτί των μεταβυζαντινών κυρίως
ζωγράφων, πολύτιμο εργαλείο δουλειάς που μεταβιβα ζόταν μέσω πώλησης,
ανταλλαγής ή κληρονομιάς, τοποθετημένα δίπλα στις κρητικές και τις επτανησιακές
εικόνες αποτελούν μαρτυρίες της δημιουργίας των έργων.
Το Γένος Υπερήφανοι πολίτες άλλοτε μιας τεράστιας χώρας, οι οποίοι βρέθηκαν όμως κάτω
από ξένο ζυγό που κράτησε αιώνες, οι Ρωμιοί της Μεταβυζαντινής εποχής αργά αλλά
σταθερά θα ανασυγκροτούνταν σε ελληνορθόδοξες κοινότητες, εγκατεστημένες στον
ελλαδικό χώρο και σε άλλες περιοχές της Βαλκανικής χερσονήσου, της Μικράς Ασίας
και της Κωνσταντινούπολης. Εκεί όπου το Πατριαρχείο είχε κατορθώσει να
εξασφαλίσει προνόμια τα οποία επέτρεπαν την αύξηση της καλλιτεχνικής παραγωγής,
που αντιπροσωπευόταν κυρίως από έργα θρησκευτικού χαρακτήρα. Εργα μικροτεχνίας
όπως τα κοσμήματα, κεντητικής όπως τα χρυσοκέντητα πολυτελή άμφια, ασημένια
εκκλησιαστικά σκεύη τα οποία συχνά ήταν αφιερώματα των πιστών, έντυπα ή
χειρόγραφα βιβλία αναπτύσσονται στις προθήκες του μουσείου μαρτυρώντας όχι
μόνον την πολιτιστική αλλά και την οικονομική ανάπτυξη των ελληνικών
κοινοτήτων.
Η Εκκλησία άλλωστε διαδραματίζει πολυσήμαντο ρόλο για τη συνοχή των Ρωμιών και
ο ναός δεν είναι μόνον χώρος πίστης και λατρείας αλλά και τόπος συνάντησης και
επικοινωνίας. Οι μονές εξάλλου, που ήδη από τη Βυζαντινή εποχή υπήρξαν και
σημαντικές, κερδοφόρες, παραγωγικές μονάδες, εξελίσσονται τώρα σε οικονομικά,
πνευματικά και καλλιτεχνικά κέντρα, ενώ σε κάποιες από αυτές θα αναπτυχθούν και
εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η άνθηση της τοιχογραφίας μάλιστα οφείλεται ειδικά στις
μονές.
Η ζωή
Η προσέγγιση της
καθημερινότητας των ανθρώπων, της πραγματικής ζωής δηλαδή, διαφοροποιημένη
ασφαλώς από εποχή σε εποχή, αποτελεί ένα από τα πλεονεκτήματα της έκθεσης. Η
γλώσσα κοινή, η θρησκεία επίσης και μαζί οι νοοτροπίες, ανεξαρτήτως της
κυριαρχίας (οθωμανικής ή ενετικής). Οι αντιλήψεις των ανθρώπων για τον κόσμο,
αίφνης, παρέμειναν ως τον 18ο αιώνα ίδιες με εκείνες του Μεσαίωνα. Απόδειξη ένα
χειρόγραφο βιβλίο που εικονίζει τη Γη ως κέντρο του Σύμπαντος με τους πλανήτες
γύρω της. Οι δεισιδαιμονίες εξάλλου, κατάλοιπο αρχαίων, λαϊκών αντιλήψεων,
κυριαρχούν και τα φυλαχτά, τα μάγια, οι εξορκισμοί (σχετικά αντικείμενα
παρουσιάζονται στην έκθεση) αποτελούν συνήθεις πρακτικές.
Η βασική ασχολία βέβαια των χριστιανών ήταν αγροτική, γρήγορα όμως το εμπόριο
διά θαλάσσης αλλά και διά ξηράς με τα μεγάλα καραβάνια θα εμπλουτίσει και τη
ζωή τους. Από τον 17ο αιώνα βιβλία, χειρόγραφα, γκραβούρες έρχονται από τη
Δύση, ενώ η συμβολή των ξένων τυπογραφείων, που συχνά αγοράζονταν από ηπειρώτες
εμπόρους, υπήρξε καθοριστική για τη συγκρότηση της ταυτότητας του νέου
ελληνισμού. Τα λειτουργικά βιβλία της έκθεσης του Βυζαντινού Μουσείου, τυπωμένα
στη Βενετία και αλλού από τυπογραφεία των Ελλήνων της Διασποράς, όπως και
βιβλία του Ρήγα Βελεστινλή, μιλούν δυνατά για τις ιδέες και τις αξίες του
Διαφωτισμού. Τον 18ο αιώνα η Επανάσταση ήδη κυοφορείται. Η ισχυρή πλέον
εμπορική τάξη συχνά ανταγωνίζεται τους Φαναριώτες και το ιερατείο, ενώ
παράλληλα η ζωγραφική με μη θρησκευτικά θέματα κοσμεί τα σπίτια πλουσίων
Ελλήνων, ενίοτε και ναούς. Κοσμογονία!
Οσο πολύτιμη και σπουδαία είναι η έκθεση του Μουσείου για τη Βυζαντινή εποχή
τόσο αποκαλυπτική και απαλλαγμένη από ιδεοληψίες είναι αυτή της Μεταβυζαντινής
περιόδου, που θα ανοίξει σε λίγο για το κοινό. Είναι μια παρουσίαση της
ιστορίας, του πολιτισμού και των ανθρώπων στην πλησιέστερη κατά το δυνατόν
αλήθεια τους.