Μια πρόσκληση από τον σκηνοθέτη Μάικλ Μουρ «Φίλοι μου, επιτέλους έφτασε η ώρα γι΄ αυτό που το
περιοδικό “Τάιμ” χαρακτήρισε “magnumopus”. Δεν τα πηγαίνω καλά με τα Λατινικά,
αλλά μου φάνηκε μάλλον κάτι καλό. Δύο χρόνια γύριζα τη νέα μου ταινία
“Καπιταλισμός, μια ερωτική ιστορία”. Σίγουρα θα εξοργίσει πολλούς από εσάς. Αλλά
και θα σας αναπτερώσει τις ελπίδες ότι μπορείτε να αλλάξετε αυτή την
αρρωστημένη κατάσταση».
Τι δείχνει η νέα ταινία του; Τραπεζίτες που έπιασαν με την κρίση την καλή σαν να ήταν
ληστές. Πιλότους αεροπορικών εταιρειών που ζουν με κουπόνια (τόσο πολύ
κουτσούρεψαν τον μισθό τους). Δικαστές που παίρνουν μίζες για να βάζουν αθώα
παιδιά σε ιδιωτικές φυλακές. Δημοσιογράφους που δηλώνουν ότι δεν δίνουν δεκάρα
για τη δημοκρατία προκειμένου να σωθεί ο καπιταλισμός. Ανθρώπους που τους
πετούν στον δρόμο επειδή δεν μπορούν να ξεπληρώσουν το δάνειο για το σπίτι τους
(μια έξωση κάθε επτάμισι δευτερόλεπτα γίνεται στις ΗΠΑ). Άλλο να ξέρει κανείς
ότι αυτά τα πράγματα συμβαίνουν κι άλλο να τα βλέπει να γίνονται μπροστά στα
μάτια του. Ο Μάικλ Μουρ δεν δείχνει απλώς. Λέει ονόματα. Κατονομάζει τις
ασφαλιστικές εταιρείες που θησαυρίζουν από τα ασφαλιστήρια ποντάροντας στον
πρόωρο θάνατο των ασφαλισμένων. Κατονομάζει εκείνους που έκλεψαν τις συντάξεις
των εργαζομένων και ξεπούλησαν το μέλλον των παιδιών τους, εκείνους που νόμιζαν
ότι θα πιστεύαμε το μεγάλο ψέμα τους ότι τάχα η μεγάλη κρίση προκλήθηκε από
ανθρώπους χαμηλού εισοδήματος που έπαιρναν δάνεια, τα οποία δεν μπορούσαν να αντέξουν.
«Είναι μια ιστορία με κλέφτες και αστυνόμους», λέει για την ταινία του ο Μάικλ
Μουρ. «Μόνο που αυτήν τη φορά οι κλέφτες φορούν κοστούμια και γραβάτες».
Στα γυρίσματα της ταινίας, σε μια σκηνή στη Γουόλ Στριτ, ο σκηνοθέτης έπρεπε να τυλίξει
μερικές αμαρτωλές τράπεζες με την κίτρινη ταινία που χρησιμοποιούν οι
αστυνομικοί όταν θέλουν αποκλείσουν έναν χώρο, όπου έχει γίνει κάποιο έγκλημα. Εκεί
που ξετύλιγε την ταινία, είδε να τον πλησιάζουν μερικοί αστυνομικοί. Ο Μάικλ
Μουρ έχει ογκώδη φάκελο στην αστυνομία. Ήξερε πως αυτήν τη φορά θα μπορούσαν να
τον κατηγορήσουν για φθορά ξένης ιδιοκτησίας. Και τα γυρίσματα δεν του άφηναν
περιθώρια για μια επίσκεψη στο κοντινότερο κρατητήριο. Έτσι, μόλις έφτασε κοντά
του ο επικεφαλής αστυνομικός, ο Μουρ προσπάθησε να τον παραπλανήσει λέγοντας:
«Γυρίζω απλώς μια κωμωδιούλα. Σ΄ ένα λεπτό θα τα έχω μαζέψει». Ο αστυνομικός
τον κοίταξε μια στιγμή κι έσκυψε από πάνω του. «Κάνε όση ώρα θες», του είπε. Και
ύστερα του έδειξε την τράπεζα. «Αυτοί εδώ ξεπούλησαν το συνταξιοδοτικό μας
ταμείο».
Ο αστυνομικός επέστρεψε με αργά βήματα στο περιπολικό του. Ο Μουρ θα έβαζε κι αυτή τη σκηνή
στην ταινία του, αν δεν φοβόταν ότι θα κόστιζε στον αστυνομικό τη δουλειά του. «Για
να έχουν χάσει ακόμη και την αστυνομία», λέει ο σκηνοθέτης, «φαντάζομαι πόσο
την έχουν άσχημα».