Αγώνας μετά την απελευθέρωση (Ελευθεροτυπία/The New York Times)
Καΐρο – Όταν τα αυταρχικά
καθεστώτα φυλακίζουν, βασανίζουν τους αντιφρονούντες και απειλούν τις
οικογένειες τους, στόχος τους είναι να λυγίσουν την αποφασιστικότητα τους να
δαμάσουν το πνεύμα τους και να τους κάνουν να σωπάσουν.
Πώς γίνεται λοιπόν και τόσοι πολλοί
αντικαθεστωτικοί, μόλις αποφυλακιστούν, επιστρέφουν στην προηγούμενη δράση
τους; Τι είναι εκείνο που τους ωθεί να συνεχίσουν τον αγώνα, ακόμα και με
τεράστιο προσωπικό ρίσκο;
Πρόσφατα ο φατχί Αλ Τζαχμί
πέθανε σε μια φυλακή της Λιβύης. Ήταν πατέρας , σύζυγος , μεγάλος αδερφός-ήταν
συγχρόνως και μεγάλος πολέμιος του στρατηγού Μοαμάρ αλ Καντάφι. Το 2004 έπειτα
από 18 μήνες φυλακή, το καθεστώς τον είχε αφήσει ελεύθερο. Έπρεπε όμως να
παραμείνει σιωπηλός, να επιστρέψει σπίτι του και να εξαφανιστεί από τη δημόσια
ζωή. Η οικογένεια του τον παρακάλεσε να υπακούσει. Εκείνος αρνήθηκε.
«Υπέφερε τόσο πολύ από τα βασανιστήρια,
που ένιωσε ότι δεν είχε άλλη επιλογή», δήλωσε ο νεότερος αδερφός του. Μοχάμεντ
Ελτζαχμί σε τηλεφωνική συνέντευξη από το σπίτι του στις ΗΠΑ. Σε ολόκληρη τη
Μέση Ανατολή, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, αυταρχικές κυβερνήσεις
καταφεύγουν στη βία για να καταστείλουν τις αντιδράσεις και να κάνουν τους
διαφωνούντες να σωπάσουν.
Η πρακτική αυτή μπορεί να
έχει κάποια επιτυχία ως αποτρεπτικό μέσο, καθώς τρομάζει όσους δεν έχουν βιώσει
το ρίγος, τον εξευτελισμό και τον πόνο που προκαλούν η φυλακή και τα
βασανιστήρια. Στην περίπτωση, όμως εκείνων που έχουν ήδη βρεθεί αντιμέτωποι με
τα χειρότερα, οι απειλές έχουν συχνά αντίθετο αποτέλεσμα. Στο Ιράν, το κράτος
φυλάκισε κάποτε τον Εμάντ Μπάγκι για τον αγώνα του ενάντια στη θανατική ποινή
και υπέρ των δικαιωμάτων των φυλακισμένων. Στη Συρία, ο Μισέλ Κιλό φυλακίστηκε
επειδή ζήτησε από τον πρόεδρο Μπασάρ Αλ Ασαντ τον εκδημοκρατισμό της χώρας.
Στην Αίγυπτο, ο Σαάντ Εντίν Ιμπραχίμ καταδικάστηκε για τον αγώνα του υπέρ της
δημοκρατίας.
Όπως και ο κ. Τζαχμί, όλοι
τους συνέχισαν να λένε τη γνώμη τους και μετά την αποφυλάκιση τους. «Αν
εγκαταλείψω το σκοπό μου, τότε θα τους επιτρέψω να επιτύχουν αυτοί το δικό
τους», παρατήρησε ο κ. Κιλό σε τηλεφωνική συνέντευξη που έδωσε αυτό το μήνα,
μόλις αφέθηκε ελεύθερος ύσετρα από τρία χρόνια φυλακή.
Ο Αΐμάν Νουρ, πρώην
υποψήφιος για την προεδρία και επικριτής του Χόσνι Μουμπάρακ, πέρασε τέσσερα
χρόνια στη φυλακή Τορά της Αιγύπτου ως πολιτικός κρατούμενος. Το βράδυ της
απεέυθέρωσης του, το Φεβρουάριο, εμφανίστηκε σε μία από τις πιο δημοφιλείς
τηλεοπτικές εκπομπές δριμύτατα εναντίον της κυβέρνησης.
Οι αντιφρονούντες αυτοί είναι
άραγε ιδιαίτεροι; Είναι μήπως τρελοί ή εγωμανείς όπως τους έχουν χαρακτηρίσει
ορισμένοι επικριτές τους; Ή μήπως δεν είναι παρά μόνο άνθρωποι, που αγωνίζονται
να υπερασπιστούν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την οποία το κράτος προσπαθεί να
εξουδετερώσει;
Οι λόγοι, βέβαια, για τους
οποίους διαφορετικοί άνθρωποι από διαφορετικούς πολιτισμούς επιλέγουν το δρόμο
της αντίστασης μέχρις εσχάτων, είναι πολλοί. Ο βασικός όμως, όπως λένε και οι
ίδιοι οι ακτιβιστές, ιδιαίτερα σε κουλτούρες όπως εκείνες της Μέσης Ανατολής
που τιμούν το μάρτυρα, είναι ότι η φυλακή μετατρέπεται σε μια καθοριστική και
ενισχυτική εμπειρία, η οποία εδραιώνει τις πεποιθήσεις και αφαιρεί και την
παραμικρή τάση συμβιβασμού.
Παραδόξως, οι ηγέτες της
Μέσης Ανατολής κάνουν το ίδιο λάθος για το οποίο κατηγορούν συχνά τη Δύση:Εξευτελίζουν τους ανθρώπους τους, με
αποτέλεσμα πολλοί να βρίσκουν πλέον νόημα και να ανακτούν την αξιοπρέπεια τους
μόνο μέσω της αντίστασης. «Το ενδιαφέρον είναι ο ρόλος που παίζει το καθεστώς
στην προσκόλληση ανθρώπων σαν το Κιλό ή τον Φατχί στην αέναη σύγκρουση τους με
την κυβέρνηση», λέει η Σάρα Λέα Γουίτσον, διευθύντρια του Παρατηρητηρίου για τα
Ανθρώπινα Δικαιώματα στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.
Πολύ συχνά η απελευθέρωση
τους συνοδεύεται από τόσους περιορισμούς, ισχυρίζεται η κ. Γουίτσον που οι
αντιφρονούντες αισθάνονται πιο παραγ ωγικοί πίσω από τα κάγκελα. Ο κ. Νουρ
μιλώντας από το σπίτι του στη Δαμασκό τόνισε: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όσον
αφορά την πολιτική ισχύ μας, είμαστε αδύναμοι. Από πνευματικής άποψης, ωστόσο,
παραμένουμε στο σωστό δρόμο και δεν έχουμε ηττηθεί. Δεν έχω ηττηθεί. Από την
άλλη, μπορεί οποιοσδήποτε αστυνομικός να έρθει ακόμα κι αυτή τη στιγμή, και να
με βάλει πάλι φυλακή;Φυσικά μπορεί».
Οι απόψεις αυτές, πάντως,
δεν αφορούν μόνο τους αντιφρονούντες της Μέσης Ανατολής. Στη Μιανμάρ η
νομπελίστρια Αουνγκ Σαν Σούου Κίι βλέπει εδώ και μία δεκαετία την ελευθερία της
να περιορίζεται εξαιτίας της αντίθεσης της στη στρατιωτική χούντα που κυβερνά
τη χώρα της.
Στην Αλβανία , ο Φάτος
Λουμπόνια ήταν 24 χρόνων όταν η αστυνομία του χτύπησε την πόρτα. Εκείνη την
εποχή, η Αλβανία ήταν ένα σταλινικό αστυνοκρατούμενο κράτος. Η αστυνομία βρήκε
στα γραπτά του αντικυβερνητικές απόψεις, τις οποίες ακόμα δεν είχε δημοσιεύσει.
Καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλακή. Μέχρι την πτώση του καθεστώτος ο Φάτος
Λουμπόνια είχε περάσει συνολικά 17 χρόνια φυλακή.
Όταν η νέα κυβέρνηση τον
απελευθέρωσε, το 1991, είχε δύο επιλογές: να εκμεταλλευτεί τη φήμη του ως
αντικαθεστωτικού ενάντια στο παλιό καθεστώς ή να συνεχίσει να αντιστέκεται
ενάντια στη καινούργια κυβέρνηση, την οποία ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει ως επίσης
αυταρχική. Ο ίδιος λέει ότι, στην πραγματικότητα δεν είχε παρά μία επιλογή.
«Είναι θέμα όχι μόνο
αξιοπρέπειας, αλλά και αξιών», υποστήριξε σε τηλεφωνική συνένετυξη από τη ν
Ιταλία. «Είναι μια επιλογή ζωής και αν την εγκαταλείψεις, χάνεις μαζί και το
νόημα της ζωής».