ΒΑΡΒΑΡΑ ΤΕΡΖΑΚΗ
 
Επικοινωνία
Θυμωμένη φωνή των γυναικών στο Μαρόκο (Ελευθεροτυπία/ Le Monde Diplomatique)

Συνοικισμός Ταμγκούτε Ελ Τζαντίντ, επαρχία Αουλούζ (Μαρόκο). Πρίν ξημερώσει , η Καμπίρα, 26 χρονών και άλλες δεκαπέντε γειτόνισσες στριμώχνονται όρθιες στην καρότσα ενός μικρού φορτηγού: «Δεν θα γυρίσουμε σπίτι πριν από τις οκτώ το βράδυ», μουρμουρίζουν.

Μετά την πρώτη προσευχή, οχήματα που μεταφέρουν σαν να ήταν ζώα τις εργάτριες γης τυλιγμένες με τις μαντίλες τους, κυκλοφορούν στους δρόμους της πεδιάδας της Σους. Τις πηγαίνουν σε μεγάλα αγροκτήματα εντατικής γεωργίας, στην πλειονότητα τους  μαροκινών (κυρίως βασιλικών), γαλλικών ή ισπανικών συμφερόντων.

«Παλιά δουλεύαμε στα χωράφια τα δικά μας και των γειτόνων μας», λένε θλιμμένα. «Αυτό γινόταν χωρίς εργοδηγούς και χωρίς διενέξεις μεταξύ των μελών της κοινότητας. Στα σημερινά μεγάλα αγροκτήματα δεν έχουμε το δικαίωμα ούτε να μιλάμε. Όταν κάποια από μας δεν δουλεύει αρκετά γρήγορα, οι επιστάτες τη βρίζουν. Μερικές φορές μας χτυπούν με ρόπαλα...». Μία από τις φάρμες τις περιοχής έχει τόσος κακή φήμη ώστε την έχουν ονομάσει Γκουαντάναμο.

Η πεδιάδα της Σους εκτείνεται από το Αγκαντίρ, στα αντολικά, μέχρι το Αουλούζ, ανάμεσα στις οροσειρές του Ατλαντα και του Αντιάτλαντα. Μια περιοχή που κατοικείται από περίπου 3 εκατομμύρια ανθρώπους, κατά 60% αγρότες, κυρίως βερβέρικης κουλτούρας.

Από γενιά σε γενιά, η ζωή τους είναι άρρηκτα δεμένη με το τοπικό δάσος Αργκάν: ένα δάσος που, μέσα στο σχεδόν άνυδρο κλίμα, αποτελεί ανάχωμα στην ερημοποίηση,

Από το 1925, με νόμο αναγνωρίζεται στους κατοίκους το δικαίωμα χρήσης αυτού του πλουτοπαραγωγικού πόρου όπου, λόγω της υπερχείλισης των ποταμών ή των σπάνιων βροχών, καλλιεργούν σιτάρι ανάμεσα στα δέντρα, βόσκουν τις κατσίκες τους και μαζεύουν τους καρπούς που ωριμάζουν το καλοκαίρι για να εξάγουν ένα σπάνιο λάδι που ονομάζεται αργανέλαιο.

Όμως, οι αγροτικές πολιτικές ενσωμάτωσης στην παγκόσμια οικονομία έχουν περιθωριοποιήσει την οικογενειακή αγροκαλλιέργεια.

Από τη δεκαετία του 1970, εξηγεί ο οικονομολόγος Ναζίμπ Ακεσμπί, καθηγητης στο Γεωπονικό και Κτηνιατρικό Ινστιτούτο Χασάν ΙΙ, το κράτος επικέντρωσε την προσοχή του και τα περισσότερα μέσα του σε κάποιες εμπορικές και εξαγωγικές καλλιέργειες, εγκαταλείποντας σταδιακά την ιδέα της διατροφικής αυτάρκειας.

Το 1985, με την εποπτεία της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), τα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής εγκαινίασαν τη φιλελευθεροποίηση του αγροτικού τομέα. Έτσι, προετοίμασαν το έδαφος για τις συμφωνίες ελευθέρου εμπορίου, κυρίως με την Ευρωπαική Ένωση, οι οποίες ευνόησαν την απελευθέρωση των εισαγωγών και τον περιορισμό των κρατικών δαπανών για τον αγροτικό τομέα.

Μέρος των κρατικών ή συλλογικής ιδιοκτησίας εκτάσεων εκχωρήθηκε στον ιδιωτικό τομέα, ενώ προσελκύστηκαν ξένες επενδύσεις.

 

Η επένδυση της Σους

 

          Στο πλαίσιο αυτό, η πεδιάδα της Σους γίνεται η σημαντικότερη περιοχή καλλιέργειας οπωροκηπευτικών στη χώρα. Σήμερα, παράγει 685.000 τόνους κηπευτικά, μεταξύ των οποίων και το 95% των εθνικών εξαγωγών ντομάτας που καταλήγουν κυρίως στη γαλλική αγορά , από τον Οκτώβριο έως τον Ιούνιο. Παράγει επίσης 666.000 τόνους εσπεριδοειδή, από τα οποία το ημισυ προορίζεται για εξαγωγή.

          Ως πρόεδρος της επαρχίας Σους Μάσα Ντράα, ο Αζιζ Ακανούς, υπουργός Γεωργίας της χώρας, διακηρύσσει τη φιλοδοξία του να μετατρέψει, μέχρι το 2015, την πεδιάδα «σε ένα από τα δυναμικότερα αγροτικά κέντρα του κόσμου».

          Η Καμπίρα όμως δεν βλέπει με τον ίδιο τρόπο τις προοπτικές ανάπτυξης της γής όπου γεννήθηκε. «ντομάτες, πορτοκάλια...», ξεσπάει. «Τα έχω κάνει όλα».

          Με την εγκαινίαση του φράγματος Αουλούζ, πριν από δεκαοκτώ χρόνια, οι δικοί της έχασαν το χωράφι τους, που το κατάπιαν τα νερά. Μόλις ενηλικιώθηκε, υποχρεώθηκε να δουλέψει, χωρίς σύμβαση, σε διάφορα μεγάλα αγροκτήματα στη συγκομιδή πολλών προιόντων, παίρνοντας 50 ντιρχάμ (4,5 ευρώ) την ημέρα.

          Με την κατασκευή του φράγματος, πολλές πηγές στέρεψαν. Εκείνοι που το πλήρωσαν ήταν οι χωρικοί του Αουλούζ. Το σενάριο επαναλήφθηκε το 2001, με τη λειτουργία του γειτονικού φράγματος του Μοκτάρ Σουσί. «Φέτος, δουλέψαμε και μπήκαμε μέσα, τόσο πενιχρή ήταν η σοδειά του σιταριού. Ούτε και οι ελιές έδωσαν καρπό. Για να επιβιώσουμε, οι περισσότεροι από εμάς υποχρεώνονται να δουλέψουν αλλού», μας ενημερώνει ο Ντρις Αακίκ, πρόεδρος του συνδικάτου φτωχών αγροτών του Αουλούζ, όπου συμμετέχουν γύρω στις εκατό οικογένειες που έχουν καταδικαστεί σε ισχνές σοδειές και ξερά χωράφια.

          Το 2006, με επικεφαλής τις γυναίκες, οργάνωσαν πορεία για να διεκδικήσουν το δικαίωμα τους  στο νερό και το ηλεκτρικό ρεύμα. Αποτέλεσμα; Στους ηγέτες της πορείας ασκήθηκαν διώξεις. Οι χωρικοί διαδηλώνουν τακτικά, αμφισβητώντας την πολιτική επενδύσεων του κράτους. «Επικεντρώνεται σε ορισμένες περιοχές που αρδεύονται χάρη στα μεγάλα φράγματα», καταγγέλει ο Αμάλ λαχουσίν, μέλος του συνδικάτου και της Μαροκινής Ένωσης Εργατών (ΜΕΕ) του Ταρουντάν.

          Με την ενθάρρυνση της Παγκόσμιας Τράπεζας, η πολιτική των μεγάλων φραγμάτων προκάλεσε σημαντικές ανισότητες, σύμφωνα με τον καθηγητή Ακσμπί. Αακόμη και ο διεθνής οργανισμός το παραδέχεται σε μια από τις αμέτρητες εκθέσεις του: «πάνω από το 70% των δημοσίων επενδύσεων στη γεωργία κατευθύνεται στα μεγάλα έργα άρδευσης, από τα οποία επωφελούνται οι σχετικά πιο ευκατάστατοι αγρότες και τα μεγαλύτερα αγροκτήματα». Παράλληλα, χιλιάδες μικρές εκμεταλλεύσεις συνέχισαν να παράγουν σε εκτάσεις «bour» (μη αρδευόμενες), ακολουθώντας αρχαΐκές μεθόδους παραγωγής, χωρίς πρόσβαση σε τραπεζικές χρηματοδοτήσεις.

          Λαμβάνοντας ως βάση τα δεδομένα του 2005, η έκθεση του προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για την Ανάπτυξη το 2008 υποβίβασε το Μαρόκο κατά τρείς θέσεις στη βαθμολογία ανθρώπινης ανάπτυξης, κατατάσσοντας το στην 126η θέση σε σύνολο 177 χωρών.

          Μάταια η κυβέρνηση προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις. Αρκεί ένα μικρό οδοιπορικό στην  ενδοχώρα για να διαπιστώσει κανείς την έλλειψη πρόσβασης στην περίθαλψη, στο πόσιμο νερό, στην εκπαίδευση – που πλήττει πρωτίστως τις γυναίκες.

          Σύμφωνα με τον Λαχουσίν μπουλμπέρζ, περιφεριακό υπευθυνο του αγροτικού τομέα της ΜΕΕ, «από τους 70.000 εργάτες γης της περιοχής (γυναίκες κατά 70%), μόνο οι 15.000 είναι δηλωμένοι. Και επιπλέον, πολλοί εργοδότες κλέβουν στα ωράρια!». Συνέπειες; Υπερευελιξία χωρίς αποζημιώσεις σε περίπτωση απόλυσης, καμία πρόβλεψη για άδειες και ένσημα, ούτε για περίθαλψη και αναρρωτικές άδειες.

          «Μόλις τώρα αρχίζει να γίνεται λόγος για επαγγελματικές ασθένειες εξαιτίας των φυτοφαρμάκων», προσθέτει ο Μπουλπέρζ. «Εδώ η χρήση τοξικών προιόντων χωρίς προδιαγραφές ασφαλείας αποτελεί συνήθη πρακτική. Κατά κανόνα, οι προΐστάμενοι λένε στους ασθενείς να ξαναγυρίσουν όταν αισθανθούν καλύτερα! Όποιος τολμά να διαφωνήσει απολύεται! Το δικαίωμα στον συνδικαλισμό είναι ανεκτό μόνο σε ορισμένα μέρη», καταλήγει το στέλεχος της ΜΜΕ.

 

Παρέμβαση στα συνδικάτα

 

          Η γαλλική εταιρεία Soprofel, μια απο τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις στην περιοχή, διανέμει τις ντομάτες της στη Γαλλία με την ονομασία Idyl. «Όταν συστήνεται συνδικαλιστικός φορέας, η εταορεία διεισδύει στο εσωτερικό του», δηλώνουν οι εκπρόσωποι της ΜΕΕ και της Δημοκρατικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (ΔΣΕ), οι οποίοι κατάφεραν να οργανώσουν σειρά απεργιών και καταλήψεων σε αρκετά από τα εργοστάσια της εταιρείας το 2008.

          Η ΜΕΕ διαμαρτύρεται για τη μη εφαρμογή των συμφωνιών που υπέγραψε η εταιρεία με το συνδικάτο. Η διοίκηση της γαλλικής εταιρείας που έχει έδρα τη νότια Γαλλία και πέρυσι παρήγαγε 75.000 τόνους οπωροκηπευτικά στο Μαρόκο, δεν θέλησε να τοποθετηθεί πάνω σε αυτό. Αξιοποιώντας τα «παραθυράκια» του μαροκινού εργατικού κώδικα, που θεσπίστηκε το 2004, πολλές εταιρείες απέλυσαν απεργούς για «παρεμπόδιση εργασίας». Οι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι των βασιλικών αγροκτημάτων του Στούκι καταγγέλουν απολύσεις με ψευδή προσχήματα «που αποσκοπούν στην απαλλαγή από τους συνδικαλισμένους εργατες».

          Στην μπιούγκρα, η Μαροκινή Ένωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΜΕΑΔ) έχει καταγράψει πολλά περιστατικά βιασμών στα αγροκτήματα. Η αντιπρόεδρος της ένωσης, Φατίφα Σακρ, μαία στο επάγγελμα ανησυχεί για την εξάπλωση του AIDS και των άλλων νοσημάτων που μεταδίδονται με τη σεξουαλική επαφή. «δεν υπάρχει κοινωνική στέγη», διαμαρτύρεται. «Ορισμένες εταιρείες διαθέτουν προσωρινές κατοικίες μέσα στα αγροκτήματα». Στην αγροτική κοινότητα της Αΐτ Αμίρα, στον οικισμό λααράμπ, εργάτες γης κοιμούνται σε πρόχειρα καταλύματα, μέσα σε σκουπιδότοπους. Σύμφωνα  με τον Ουλχούς Λαχουσίν, πρόεδρο της τοπικής οργάνωσης της ΜΕΑΔ, «η εγκληματικότητα και η κατανάλωση ναρκωτικών αγγίζουν ανησυχητικά επίπεδα».

          Ο σκονισμένος δρόμος που οδηγεί στην παραγκούπολη εντάσσεται σε ένα θλιβερό τοπίο: ρημαγμένα θερμοκήπια στέκουν με το ζόρι στο αυλακωμένο έδαφος που είναι γεμάτο ξεραμένα Αργκάν. Πρόκειται για μέρη που έχουν εγκαταλειφθεί από τους μεγάλους γαιοκτήμονες. Στο Ελ Γκουερντάνε, σχεδόν 3.000 εκτάρια με περιβόλια εκγαταλείφθηκαν ή ξεριζώθηκαν μεταξύ 1995 και 2002, καθώς στέρεψαν οι υδάτινοι πόροι. Ένας αγωγός μήκους 90 χιλιομέτρων, που βρίσκεται στο στάδιο της κατασκευής θα πρέπει να αρδεύει τις καλλιέργειες εσπεριδοειδών που έχουν απομείνει. Ξεκινώντας από τα φράγματα του Αουλούζ, το σύστημα καναλιών περνά δίπλα από τα ξεραμένα χωράφια των φτωχών χωρικών που διψούν για λίγο νερό.

          Παρά την εξοικονόμηση δαπανώνπροσωπικού, το κόστος άρδευσης περιορίζει τα κέρδη των μεγάλων αγροκτημάτων. «Οι περισσότερες εταιρείες υποχρεώνονται να κάνουν γεωτρήσεις σε πάνω από 200 μέτρα βάθος», ΔΙΑΠΙΣΤΏΝΕΙ Ο Αμπντελκρίμ Αζενφάρ, διευθυντής Δασών και Υδάτινων Πόρων στο νοτιοδυτικό Μαρόκο.

          «Αυτό προκαλεί μείωση της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα κατά περίπου 3 μέτρα το χρόνο...Το ετήσιο υδρολογικό έλλειμμα της περιοχής έφτασε τα 240 εκατομμύρια κυβικά μέτρα».

          Πέραν της Soprofel, που έχει εγκατασταθεί στην έρημο, η Azura, εταιρεία γαλλομαροκινών συμφερόντων, διαθέτει 25 αγροκτήματα στο Αγκαντίρ και 2 στη Ντάκλα. Η εταιρεία αυτή, της οποίας η παραγωγή διακινείται εμπορικά από την Disma International(με έδρα το Περπινιάν της νότιας Γαλλίας), διαφημίζει τις βιολογικές τεχνικές της με τη χρησιμοποίηση βοηθητικών εντόμων, αλλά δεν αναφέρεται καθόλου στο ζήτημα του διαθέσιμου νερού.

          Στην πεδιάδα της Σους, σύμφωνα με έκθεση της Διεύθυνσης Δασών και Υδάτινων πόρων, οι επιπτώσεις του συγκεκριμένου είδους καλλιέργειας στο δάσος με τα Αργκάν είναι ήδη σοβαρές: «Μετάλλαξη των κοινωνικών δομών με την ανάπτυξη των αγοραίων εκμεταλλεύσεων που ευνοεί τους κερδοσκόπους και τιμωρεί τους τοπικούς χρήστες, θνησιμότητα των δέντρων κατόπιν διάβρωσης του εδάφους και διακοπής της ροής νερού...».

          Ωστόσο όπως τονίζει ο Μπεναμού Μπουζεμουρί, εθνικός διευθυντής Δασικής Ανάπτυξης, το τοπικό δάσος συμμβάλλει στο οικογενειακό εισόδημα των χωρικών σε ποσοστό 25% έως 45%. Ανήσυχος από τις επιπτώσεις της υδροβόρας αγροτικής ανάπτυξης , ο Μπουζεμουρί έχει θορυβηθεί εξίσου από την αυξανόμενη διεθνή εμπορική επιτυχία του αργανέλαιου, που εντείνει την πίεση στο δάσος: «Μακροπρόθεσμα, εαν δεν ληφθεί κανένα μέτρο, ενδεχομένως να φθάσουμε σε πλήρη ερημοποίηση».

 

Εναλλακτική Παραγωγή

 

          Η εμπορική επιτυχία του αργανέλαιου θα μπορούσε πάντως να συμβάλει στην ανάπτυξη μιας εναλλακτικής αγροτικής οικονομίας στη Σους.

          Ήδη υπάρχουν περισσότεροι από εκατό συνεταιρισμοί παραγωγής όπου δουλεύουν περίπου 4.000 γυναίκες..

          Οι πρώτες γυναικείες επιχειρήσεις εξαγωγής του ελαίου εμφανίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990, χάρη κυρίως στη Ζουμπίντα Σαρούφ. Οι έρευνες της μαροκινής χημικού είχαν ήδη επιβεβαιώσει τις ευεργετικές ιδιότητες του αργανέλαιου, του οποίου η πηγή δεν ξεπερνούσε τις παρυφές του δάσους.

          Η παραγωγή γινόταν οικογενειακά. Μόλις αποξηραίνονται οι καρποί που έχουν συλλεχθεί ξεφλουδίζονται για να δώσουν το κουκούτσι, που πρέπει να χτυπηθεί ανάμεσα σε δύο πέτρες για να εξαχθούν τα αμύγδαλα. Η τεχνογνωσία που κατέχουν οι χωρικές του Σους στηρίζεται στην υπεραιωνόβια παράδοση: παράγουν λίγο περισσότερο από ένα κιλό αμύγδαλα την ημέρα. Όμως χρειάζεται να λιώσει κανείς δυόμισυ κιλά για να πάρει ένα λίτρο λάδι.

          Η παραγωγή άρχισε να προωθείται στη διεθνή αγορά γύρω στο 2004. «Τα μεγάλα εργαστήρια ξεκίνησαν να διακινούν συστηματικά την εικόνα της βερβέρας γυναίκας στην οποία προσέφεραν δουλειά και αξιοπρέπεια», σημειώνει με ειρωνεία η Σαρούφ. Μέσα σε μερικά χρόνια, ενώ οι μεσάζοντες πολλαπλασιάζονταν, μαροκινές και ευρωπαΐκές βιομηχανίες εγκατέστησαν στην Καζαμπλάνκα και το Μαρακές μικρές μονάδες παραγωγής ή εργοστάσια μεγάλης δυναμικότητας, εξοπλισμένα με μηχανές εξαγωγής ελαίων που διαθέτουν προδιαγραφές παραγωγής κατάλληλες για το εξαγωγικό εμπόριο.

          Ωστόσο, καμία μηχανή δεν σπάει σωστά τον πυρήνα του καρπού. Έτσι, οι περισσότεροι από τους βιομηχάνους του κλάδου αγοράζουν από τους χονδρεμπόρους τόνους αμυγδάλων σε εξευτελιστικές τιμές. Οι χονδρέμπορεοι εφοδιάζονται από απομονωμένες χωρικές που δεν είναι σε θέση να διαπραγματευτούν την αξία του προιόντος τους.

          Στους συνεταιρισμούς, αντίθετα μια εργαζόμενη αμείβεται τουλάχιστον με 4 ευρώ την ημέρα και διαθέτει επιπλέον πλεονεκτήματα (μαθήματα βασικής εκπαίδευσης, βρεφονηπιακό σταθμό, ενδεχόμενο διαμοιρασμό των κερδών), επισημαίνει η Ταράαμπτ Ραχμέν, πρόεδρος της Εθνικής Ένωσης Συνεταιρισμών Αμυγδάλου (ΕΕΣΑ).

          Χάρη στην ευρωπαική συνεργασία, οι περισσότεροι από τους 42 συνεταιρισμούς – μέλη της ΕΕΣΑ έχουν εξοπλιστεί με ηλεκτρικές πρέσες. Δεν καταφέρνουν όμως να παρακολουθήσουν τον πόλεμο τιμών που έχουν αξαπολύσει πο βιομήχανοι. Ανάμεσα τους ο γάλλος επιχειρηματίας Μπενουά Ρομπίν κατέχει μία από τις πρώτες θέσεις. «Απασχολούμε φασόν 2.000 με 3.000 γυναίκες στους οικισμούς, στις οποίες δίνουμς σακούλες με καρπό και τις πληρώνουμε 5.30 ευρώ το κιλό (επομένως την ημέρα) για το σπάσιμο του πυρήνα», διαβεβαιώνει ο Ρόμπιν.

          Μάλιστα, ο Ρομπίν κινηματογραφήθηκε από τους δημοσιογράφους της τηλεοπτικής εκπομπής «Ειδικός απεσταλμένος», να μεταβαίνει στο σκεπαστό παζάρι, με τη συνοδεία συνεργάτη του που κουβαλούσε βαλίτσα γεμάτη χαρτονομίσματα, για να διαπραγματευτεί μεγάλες ποσότητες αμυγδάλου.

 

Ονομασίες προελεύσεως

 

          Ξαφνικά κάτω από την πίεση της ζήτησης, το δάσος που καλύπτει έκταση 820.000 εκταρίων απειλείται όλο και περισσότερο, μολονότι έχει ανακηρυχθεί «καταφύγιο βιοποικιλότητας» από την Unesco. «‘Όλος ο καρπός συλλέγεται. Το δάσος ανανεώνεται πλέον φυσικά. Υπάρχουν ορισμένοι που ραβδίζουν τα δέντρα κάτι που δημιουργεί πρόβλημα στην επόμενη σοδειά», διαμαρτύρεται ο Αζενφάρ.

          Καθώς δεν ελήφθησαν μέτρα, τα δέντρα δεν έδωσαν σχεδόν καθόλου καρπό το περσινό καλοκαίρι, εξαιτίας της ξηρασίας που έχει γίνει δομική. Κι εφόσον η πρώτη ύλη σπάνιζε, η τιμή της τριπλασιάστηκε μέσα σε δύο μήνες.

          Κερδοσκόποι έχουν ήδη συγκεντρώσει αποθέματα καρπού για να τα μεταπωλήσουν στους βιομηχάνους που είναι υποχρεωμένοι να τηρήσουν τις παραγγελίες τους. «Ορισμένοι συνεταιρισμοί διέκοψαν την παραγωγή ελλείψει χρημάτων για την αγορά καρπού», αναφέρει με ανησυχία η Ραχμέν. Μολονότι η φετινή συγκομιδή προβλέπεται καλύτερη, μακροπρόθεσμα η κατάσταση χειροτερεύει: τα προγράμματα φύτευσης του δέντρου, το οποίο δίνει καρπό μόνο μετά από δέκα χρόνια, δεν επαρκούν για να καλύψουν την απώλεια περίπου 600εκταρίων δάσους το χρόνο.

          Βέβαια , το υπουργείο Γεωργίας καταβάλλει προσπάθειες για την προστασία της περιοχής και της ιδιαίτερης παραγωγής της. Η δημιουργία προστατευόμενης ονομασίας προελεύσεως (ΠΟΠ) για το αμυγδαλέλαιο της Σους αναμένεται να βοηθήσει στη διατήρηση της προστιθέμενης αξίας. Οι δυσκολίες, όμως είναι πάρα πολλές, με πρώτη την επιλογή της προστατευόμενης ονομασίας.

          «Αργκάν, το τοπικό όνομα του λαδιού!», υποστηρίζουν οι γυναίκες του συνεταιρισμού. Πρόκειται για ένα όνομα που κατοχυρώθηκε κατά τη δεκαετία του 1980 από τα γαλλικά εργαστήρια Pierre Fabre, τα οποία, με την ονομασία αυτή, κυκλοφόρησαν στο εμπόριο μια κρέμα με βάση το αργανέλαιο.

          Τη στιγμή που οι γυναίκες παραγωγοί έχουν σκανδαλιστεί, ο οίκος Fabreπροσποιείται και αγνοεί την κατοχυρωμένη ονομασία του.

          Εξάλλου τίποτα δεν δείχνει για την ώρα ότι η ΠΟΠ θα προστατεύσει τους παραδοσιακούς ή ημί-εκμηχανισμένους συνεταιρισμούς απέναντι στους βιομηχάνους του κλάδου που διαπραγματεύονται σκληρά τις τιμές αγοράς. Η πολιτική του Υπουργείου, αντί να ενθαρρύνει τους μικρούς παραγωγούς, είτε πρόκειται για την παραγωγή αργανέλαιου είτε για άλλες καλλιέργειες ευνοεί κυρίως τους επενδυτές –εξαγωγείς.

          Καταρχάς, με τις σημαντικές επιδοτήσεις στις εκμεταλλεύσεις οπωροκηπευτικών, για την προμήθεια συστημάτων εξοπλισμού «σταγόνα σταγόνα», που εξοικονομούν νερό. Στη συνέχεια, με την υποστήριξη των εργοστασίων βιομηχανικής παραγωγής αργανέλαιου που έχουν εγκατασταθεί κοντά στο δλασος για να βρίσκονται μέσα στη ζώνη ΠΟΠ. Ταυτόχρονα, οι ενισχύσεις που προορίζονται για τους συνεταιρισμούς επικεντρώνονται στη διάσωση ορισμένων προβληματικών σημερινών δομών, παρά στη δημιουργία νέων μονάδων.

          Έτσι, ο νέος συνεταιρισμός Οκόβα στο Ταρουντάντ δεν έχει ενισχυθεί με μηχανολογικό εξοπλισμό ούτε έχει λάβει οικονομική στήριξη. Η μαλίκα, μια νέα γυναίκα της οποίας το χωράφι χάθηκε κάτω από τα νερά του φράγματος του Αουλούζ, δεν μπορεί να υπολογίζει παρά μόνο στο πείσμα και την αλληλεγγύη που επιδεικνύουν οι περίπου τριάντα συνεργάτριές της.

          «Μπουχτίσαμε να δουλεύουμε στα μεγάλα αγροκτήματα», εξηγούν οι περισσότερες. Αλλά και οι γυναίκες του συνδικάτου των φτωχών αγροτών του Αουλούζ θα ήθελαν να δημιουργήσουνε ένα συνεταιρισμό. Και στις δύο ομάδες, όμως, λείπουν τα μέσα. «Τι άλλο να κάνουμε;», αναρωτιούνται.

          Οικογενειακή γεωργία, καρπός του Αργκάν και κτηνοτροφία αποτελούσαν τις τείς παραδοσιακές πηγές εισοδήματος για τις βερβέρες χωρικές της Σους Μάσα Ντράα. Οι δραστηριότητες αυτές συντηρούσαν μια αγροτική οικονομία με διατροφική αυτάρκεια και με μεθόδους εκμετάλλευσης που μπορούσαν να εξελίσσονται. Μαζί τους, εξαφανίζεται και η βερβερική κουλτούρα.

          Η Καμπίρα εκφράζει την ανησυχία της με μια χειρονομία. Μιμείται την πτήση ενός αεροπλάνου προς την Ευρώπη και λέει: «Εδώ, walou (τίποτα)!».

Cecile Raimbeau

© 2007 - easyweb team