ΒΑΡΒΑΡΑ ΤΕΡΖΑΚΗ
 
Επικοινωνία
Μια οικογένεια, δυο διαφορετικοί κόσμοι (Ελευθεροτυπία/The New York Times)

Για τον πατέρα η επιλογή ήταν προφανής. Μηχανικός στο επάγγελμα με πολλές δουλειές, αλλά μικρές απολαβές, θεώρησε ότι δεν υπήρχε μέλλον για την κόρη του και το γιό του στο Εκουαδόρ. Πρίν από οκτώ χρόνια πλήρωσε δουλέμπορους για να τον περάσουν λαθραία στο Τέξας και κατόπιν πήγε στη Νέα Υόρκη, όπυ είχαν ήδη φτάσει αεροπορικώς με τουριστική βίζα η γυναίκα του και τα παιδιά τπυ και εγκαταστάθηκαν εκεί.

            Οι συνέπειες όμως αυτής της απόφασης του κάθε άλλο παρά απλές ήταν. Η κόρη του αρίστευσε στο γυμνάσιο του Κουίνς και αποφοίτησε από το κολλέγιο με διακρίσεις, τώρα όμως, σε ηλικία 22 ετών, διαμένει στις ΗΠΑ ως παράνομη μετανάστης. Εργάζεται ως λογίστρια σε μια μικρή επιχείρηση που ανήκει σε μετανάστες, φοβάται να κυκλοφορήσει στην πόλη και δεν μπορεί να βγάλει δίπλωμα οδήγησης στη χώρα που λατρεύει.

            Στο μεταξύ ο 17χρονος αδερφός της, ο οποίος έχεθ γεννηθεί στις ΗΠΑ και έχει αμερικανική υπηκοότητα, απολαμβάνει προνόμια που η οικογένεια του δεν διαθέτει, όπως καλοκαιρινές διακοπές στο Εκουαδόρ με τα ξαδέρφια του. Επειδή όμως βαριέται να μένει μόνος του τα περισσότερα απογεύματα, το περασμένο φθινόπωρο δήλωσε ότι ήθελε να μετακομίσει στην πατρίδα.

            «Πώς μπορεί ακόμη να σκέφτεται κάτι τέτοιο;» αναρωτιέται η μητέρα του. «Εμείς θυσιαζόμαστε για να μπορέσει να έχει τη καλύτερη εκπαίδευση και να βρεί μια καλύτερη δουλειά. Αφού τα αφήσαμε όλα πίσω για να έρθουμε εδώ, αυτός – ο μόνος που διαθέτει χαρτιά – θέλει να γυρίσει πίσω»;

            Αυτή η τετραμελής οικογένεια – που επέλεξε την ανωνυμία, φοβούμενη την απέλαση – αποτελεί κομμάτι ενός ολοένα διογκομένου συνόλου οικογενειών «μεικτής κατάστασης». Σύμφωνα με υπολογισμούς του Pew Hispanic Center, σχεδόν 2, 3 εκατ. Μη καταγεγραμμένες οικογένειες, δηλαδή περίπου τα τρία τέταρτα αυτών που βρίσκονται παράνομα στις ΗΠΑ, έχουν τουλάχιστον ένα παιδί που είναι αμερικανός υπήκοος.

            Η 47χρονη μητέρα, η οποία εγκατέλειψε την πολλά υποσχόμενη καριέρα της στο Εκουαδόρ ως αναλύτρια ηλεκτρονικών υπολογιστών και τώρα προσέχει παιδάκια επί πληρωμή, δεν είχε σ’αυτή τη χώρα ούτε κατά διάνοια τις λίδιες ευκαιρίες με τον επίσης 47χρονο πατέρα, ο οποίος βρήκε μια καλοπληρωμένη δουλειά ως σχεδιαστής μηχανολογικών σχεδίων.

            Οι γονείς ανήκουν στο ολοένα αυξανόμενο ποσοστό παράνομων μεταναστών που έχουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση – τουλάχιστον ένας στουε τέσσερις υπολογίζεται ότι έχει φοιτήσει σε κολέγιο.

            Ο πατέρας πρωτοήρθε στη Ν. Υόρκη το 1986, μόλις αποφοίτησε με άριστα από το Πολυτεχνείο του Κουίτο. Ήρθε στις ΗΠΑ νόμιμα, με φοιτητική βίζα, για μεταπτυχιακές σπουδές μηχανολογίας στο City College και με πρόθεση να επιστρέψει κατόπιν στην πατρίδα του και στη σύζυγό του.

            Όταν έμαθε όμως το ζευγάρι έμαθε ότι εκείνη ήταν έγκυος στο πρώτο τους παιδί, εκείνος εγκατέλειψε τις σπουδές και έπιασε δουλειά σε ένα εργοστάσιο – παραβιάζοντας τους όρους της βίζας – ενώ αργότερα κανόνισε να περάσουν παράνομα η γυναίκα και η κόρη του στο Τέξας και να φτάσουν στη Νέα Υόρκη.

            «Γνώριζα ότι περνούσα στην παρανομία», δήλωνει ο πατέρας, ένας άντρας με προσεγμένη , νεανική εμφάνιση. «Η απόφαση που πήρα ήταν πολύ δύσκολη. Ήμουν όμως υποχρεωμένος να τους συντηρήσω».

            Μετακόμισαν στο Μαΐάμι. Εκεί γεννήθηκε ο γιός τους, ο οποίος απέκτησε αυτομάτως την αμερικανική υπηκοότητα. Οι ελπίδες τους όμως για μια άνετη ζωή στην Αμερική δεν ευοδώθηκαν και έτσι το 1992 επέστρεψαν στη γενέτειρα του πατέρα, το Αμπάτο, ένα γεωργικό κόμβο στο Εκουαδόρ.

            Καθώς όμως η κόρη τους διέπρεπε στο σχολείο ο πατέρας άρχισε να ανησυχεί για την ποιότητα της εκπαίδευσης στο Εκουαδόρ. Αποφάσισε λοιπόν να προσφέρει στην κόρη του και στον αδερφό της την αμερικανική εκπαίδευση που εκείνος δεν ολοκλήρωσε.

            Επέστρεψαν στη Ν. Υόρκη το 2001. Ο πατέρας βρήκε δουλειά σε μια οικοδομική εταιρεία στο Κουίνς, όπου έκανε μετρήσεις ακριβείας στα εργοτάξια και τις μετέτρεπε σε μηχανογραφημένα σχέδια.

            Η μητέρα, αντίθετα, φροντίζει παιδάκια σε μικρά διαμερίσματα που ουδεμία σχέση έχουν με το ευρύχωρο και σύγχρονο σπίτι στο οποίο μεγάλωσε η ίδια.

            Η ανισότητα στη ζωή τους έφθειρε την ήδη βεβαρημένη προσωπική τους σχέση: το ζευγάρι χώρισε τελικά πρίν από τέσσερα χρόνια. Τα παιδιά περνούν τις περισσότερες ημέρες με τον πατέρα τους, στη μικρή σοφίτα ενός σκοτεινού σπιτιού στην περιοχή Ελμχερστ του Κουίνς. Τα σαββατοκύριακα παίρνουν τον υπόγειο και ένα λεωφορείο για να φτάσουν στο διαμέρισμα που νοικιάζει η μητέρα τους στο Μπέισαΐντ, μια άλλη γειτονιά του Κουίνς.

            Ευτυχώς για την κόρη, διαμένει στη Νέα Υόρκη, μια από τις δέκα Πολιτείες που επιτρέπουν στους παράνομους μετανάστες να πληρώνουν όπως και οι μόνιμοι κάτοικοι τα δίδακτρα σε δημόσια πανεπιστήμια. Μπόρεσε έτσι να φοιτήσει σε ένα κολλέγιο υψηλών προδιαγραφών στο City University της Νέας Υόρκης. Δεν διέθετε, ωστόσο, αριθμό κοινωνικής ασφάλισης, ο οποίος είναι απαραίτητος για να κάνει κανείς μια απλή αίτηση για δουλειά ή για πρακτική άσκηση το καλοκαίρι. Ενώ οι φίλοι της βρήκαν δουλειές με ετήσιες απολαβές 70.000 δολαρίων, εκείνη «χτένιζε» τους πίνακες ανακοινώσεων του κολλεγίου για να βρεί κάποια μικρή επιχείρηση που θα αναλάμβανε το ρίσκο να την προσλάβει με τα μισά χρήματα.

            Ο γιός διατηρεί στενούς δεσμούς με το Εκουαδόρ. Καθώς είναι το μοναδικό μέλος της οικογένειας που μπορεί να ταξιδεύει ελεύθερα, έχει περάσει τρία καλοκαίρια εκεί, παίζοντας ποδόσφαιρο και συχνάζοντας σε λούνα παρκ με τα ξαδέρφια του.

            Στη άλλη άκρη του κόσμου, το ηλιόλουστο διώροφο διαμέρισμα που έκτισε η οικογένεια κατά την τελευταία της εγκατάσταση στο Αμπάτο παραμένει κενό. Οι συγγενείς τους εκλιπαρούν να επιστρέψουν. Οι γονείς αντιστέκονται στις εκκλήσεις τους. Θεωρούν ότι έφτασαν τόσο μακριά, θυσιάζοντας τις καριέρες τους και τη βολή τους για να δούν τα παιδιά τους να πετυχαίνουν στην Αμερική.

            Μόλις φτάσει αυτή η μέρα, και οι δύο γονείς λένε ευχαρίστως θα επιστρέψουν στη πατρίδα. «εμφανίστηκα σε ένα πάρτι απρόσκλητος και μια μέρα θα μου ζητηθεί να αποχωρήσω», λέει. «Το γνωρίζω. Αυτός ο τόπος είναι για να εργαστεί κανείς. Όχι για να πεθάνει».

David Gonzalez

© 2007 - easyweb team