ΒΑΡΒΑΡΑ ΤΕΡΖΑΚΗ
 
Επικοινωνία
Ημιυπαίθριος ο βίος εν Ελλάδι (Η Καθημερινή)

Mάθαμε από παλιά να λέμε, και με κάποιο καμάρι είναι η αλήθεια, πως ο βίος εν Ελλάδι είναι υπαίθριος, επαναλαμβάνοντας τη σχετική διαπίστωση - πίστη του Περικλή Γιαννόπουλου. Αλλά στον έναν αιώνα (τουλάχιστον) που διέρρευσε από τότε, έχουν αλλάξει τα πάντα, και έχουν αλλάξει ριζικά. Δεν είναι ίδια πια η Ελλάδα, σαν τόπος, άρα και σαν τρόπος διέγερσης των αισθήσεων και πρόκλησης αισθημάτων. Η ανοιχτοσύνη της (η ανοιχτοσύνη της φύσης της εννοώ) υποχώρησε ραγδαία, οι ορίζοντές της στένεψαν εμποδισμένοι από κτίρια που υψώνονται παντού, νόμιμα και παράνομα, η ύπαιθρός της, νησιωτική και ορεινή, κατατμήθηκε, περιφράχθηκε, οικοδομήθηκε, λεηλατήθηκε, ο ουρανός της χαμήλωσε σκιασμένος από τοξικά νέφη, τα δώρα του ήλιου γυρνούν ώρες ώρες σε κατάρα. Η ύπαιθρος, λέξη που μνημονεύει την αίθρη, τον καθαρό και γαλανό ουρανό, κατακλύσθηκε από αναρίθμητες μικρές Αθήνες, αγχωμένα και αγχωτικά οικοδομικά απομιμήματα της πρωτεύουσας, που όπως κι αυτή, εκτείνονται και υψώνονται άτακτα και άτσαλα, δίχως ρυθμό και σέβας προς τη φύση που κάποτε τα περιέβαλλε, σπαταλώντας το χώμα, τα ποτάμια, τα βουνά, τις λίμνες, τη θάλασσα· η εξοχή τείνει να γίνει ανάμνηση.

Από τον υπαίθριο βίο υποχωρήσαμε εδώ και χρόνια πολλά σε κάτι σαν το πικ νικ ή τις διήμερες και τριήμερες φυγές προς όλο και περισσότερο απομακρυσμένες και όλο και σαφέστερα εξομοιωμένες γενέτειρες. Κι έχουν απομείνει μόνο κάποιες τελετές αναπαράστασης (του Πάσχα και των διακοπών, ας πούμε), για να ερεθίζουν τη νοσταλγία και να συντηρούν, όσο το μπορούν, την ψευδαίσθηση του υπαίθριου και του ανοιχτού, του έξω. Ωστε θα μπορούσε να ειπωθεί ότι, σήμερα πια, ο βίος εν Ελλάδι είναι ημιυπαίθριος. Με την προσθήκη μάλιστα ότι κι αυτούς τους ημιυπαίθριους χώρους που συνηθίσαμε να αφήνουμε στα αστικά μας διαμερίσματα, τους περικλείουμε πια, για να κερδίσουμε άλλα δέκα ή τριάντα τετραγωνικά στεγασμένου χώρου. Για τους φτωχούς αυτού του τόπου, ο βίος υπήρξε κάποτε ημιυπόγειος, όταν μετακινήθηκαν από την επαρχία στην Αθήνα, εσωτερικοί μετανάστες, κυνηγώντας τη μοίρα τους ή κυνηγημένοι από τη μοίρα τους· αλλά τα ημιυπόγεια προορίζονται πλέον για τους εξωτερικούς μετανάστες. Το καινούργιο σήμα κατατεθέν ήταν οι ημιυπαίθριοι.

Παραδόξως, τα λεξικά μας, ακόμα και τα πλέον σύγχρονα, αδικώντας τον επινοητικότατο κοινό νου, δεν φιλοξενούν το λήμμα «ημιυπαίθριος», ενώ περιέχουν φυσικά το «ημιυπόγειος». Ισως να εμπόδισε τη συμπερίληψη της λέξης η δυσκολία ορισμού της. Η λέξη πάντως υπάρχει από χρόνια, κι όχι μόνο στους κύκλους των μηχανικών και των πολεοδόμων, και κυρίως υπάρχει η πραγματικότητα, απτή και ορατή. Τώρα βέβαια, και μετά την κοινοβουλευτική «τακτοποίηση» των ημιυπαίθριων χώρων, θα υποχρεωθούν και οι λεξικογράφοι να εμπλουτίσουν τους τόμους τους, και να υποσημειώσουν εκεί ότι η λέξη οφείλει πολλά στον κ. Γεώργιο Σουφλιά, ο οποίος άλλωστε εμφανίστηκε στη Βουλή και σαν δεινός γλωσσολόγος (αρκεί η εξουσία για να σε κάνει πολυμαθή και πολυτεχνίτη, μια αυθεντία), επιμένοντας ότι άλλο είναι η «τακτοποίηση» και άλλο η «νομιμοποίηση». Πάντως καταλληλότερος από τον εν λόγω υπουργό για την τακτοποίηση ή τη νομιμοποίηση των αυθαίρετων ημιυπαίθριων δεν θα μπορούσε να υπάρξει: είναι γνωστές και οι δικές του αυθαίρετες επεμβάσεις στο σπίτι του, τακτοποιηθείσες ή νομιμοποιηθείσες διά προστίμου.

Ο κ. Σουφλιάς του ΥΠΕΧΩΔΕ, λοιπόν, από κοινού με τον κ. Παπαθανασίου της Οικονομίας, αποφάσισαν να εφαρμόσουν το σχέδιο «πληρώστε για να νομίσετε ότι θα το σώσετε και για να νομίσετε επίσης ότι δεν θα ξαναπληρώσετε». Θα πείτε, από τη στιγμή που νομιμοποιείται (και μάλιστα δίχως πρόστιμο, αλλά με συμβολικό αντίτιμο την ψήφο) η μια γενιά αυθαιρέτων μετά την άλλη, σε όρη και νησιά, συχνά μάλιστα με τις ευλογίες της Ναοδομίας (άλλη ελληνική πατέντα κι αυτή), είναι κρίμα και άδικο να εκκρεμούν στο κενό (σε ένα «ημι» μεταξύ στεγασμένου και υπαιθρίου, μεταξύ ύπαρξης και μη ύπαρξης) λίγα τετραγωνικά κλεισμένα πρόχειρα με γυαλί και αλουμίνιο. Οχι βέβαια ότι η κυβέρνηση συμμερίστηκε ξαφνικά το στεγαστικό άγχος των ανθρώπων· τον οβολό τους χρειάστηκε απλώς, για να τον ρίξει στον άπατο κρατικό κορβανά, διά του οποίου υποτίθεται ότι λαμβάνει σάρκα και οστά η εντούτοις άφαντη «κοινωνική πολιτική», ένα «πλάσμα» περισσότερο δυσεύρετο και από τον μυθικό Πήγασο. Κουτοπόνηρα έδρασε η κυβέρνηση, ανταποκρινόμενη έτσι, με την προσθήκη αρκετού κυνισμού και μάλιστα εκβιαστικού, στην κουτοπονηριά των ημιυπαιθριούχων, εκείνο το πατροπαράδοτο «έλα μωρέ, ποιος θα με δει εδώ στο στενουδάκι ανάμεσα στους ακάλυπτους, αν δεν με καρφώσουν;», το οποίο συμπληρώνεται και επικουρείται από το επίσης παραδοσιακό και τάχα αντιεξουσιαστικό «και γιατί δεν πάνε να γκρεμίσουν τα καραμπινάτα αυθαίρετα των μεγάλων και πρώτα πρώτα τα δικά τους;».

Η λέξη «ημιυπαίθριος» πάντως, και η συναφής πρακτική είναι συμβολοβριθής. Συλλαμβάνει και αποδίδει με ενάργεια όχι τόσο την περιβόητη φυλετική μας πολυμηχανία όσο την κάποια τάση μας να κινούμαστε και να πολιτευόμαστε σε ένα μετέχμιο, σε μια ενδιάμεση περιοχή μεταξύ της ημινομιμότητας και της ημιπαρανομίας, είτε για τους ημιυπαίθριους πρόκειται και τα κάθε λογής αυθαίρετα είτε γενικά για τις σχέσεις μας με την εφορία ή οποιαδήποτε άλλη μορφή του κράτους. Αυτός ο ημινόμιμος - ημιπαράνομος βίος μάς προσφέρει τη (μικρο)χαρά ότι τα καταφέρνουμε και ξεγελάμε την Εξουσία και τους δεσποτικούς κανόνες της, τη χαρά ότι «εμείς δεν είμαστε πρόβατα», όπως οι άλλοι, εμείς είμαστε τύποι ξύπνιοι, επιτήδειοι. Σε τούτο το εθιμικό αντάρτικό μας, που είναι βέβαια κίβδηλο, ένα εγωτικό, αντικοινωνικό φαντασιοκόπημα, η μοναδική νομιμότητα που αποσπούμε, κίβδηλη και αυτή, προέρχεται από την ημιπαρανομία του διπλανού μας: κρατάμε εμείς κλειστό το δεξί μας μάτι στη δική του ζαβολιά για να κρατήσει αυτός κλειστό το δικό του αριστερό όταν ενεργοποιείται η δική μας καπατσοσύνη, και από κοινού βέβαια καταγγέλλουμε δριμύτατα τη διαφθορά· και δεν συνειδητοποιούμε ή δεν παραδεχόμαστε ότι η δική μας μικρή και χαμηλή διαφθορά νομιμοποιεί με τον τρόπο της τη μεγάλη Διαφθορά, της ανοίγει χώρο για να υπάρξει και να επιβληθεί (χώρο κοινωνικό, πολιτικό, πνευματικό και ηθικό), και της προσφέρει απλόχερα άλλοθι. Τέτοια ιδιωτικά μικροαντάρτικα, αλληλοεχθρευόμενα (οι συμμαχίες, οι λυκοφιλίες μάλλον, καταρρέουν με το πρώτο κάρφωμα) και αυτολατρευτικά, δεν συνιστούν απειλή για καμιά εξουσία· το αντίθετο, αποτελούν ένα καλό λάδι για να λιπαίνει τη μηχανή της δικής της αυθαιρεσίας, της δικής της ανομικής και αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Ευτυχώς, δεν έπαψαν ποτέ να υπάρχουν τα «πρόβατα» και τα «κορόιδα», όσοι πάνε με το σταυρό στο χέρι ακόμα και αν τυχαίνει να είναι άθρησκοι· αυτοί, οι βαρύτατα λοιδορούμενοι από χαμηλούς και υψηλούς καταφερτζήδες, υπήρξαν ανέκαθεν το άλας της γης.

Παντελή Μπουκαλά

© 2007 - easyweb team