ΒΑΡΒΑΡΑ ΤΕΡΖΑΚΗ
 
Επικοινωνία
Η ελληνική απόβαση και ο τουρκικός εθνικισμός (Το Βήμα)

Η απόφαση για την ελληνική απόβαση στη Σμύρνη το 1919 παραμένει η πιο επίμαχη και αμφισβητούμενη πολιτική πράξη του Ελευθερίου Βενιζέλου. Παρά τα εκατέρωθεν σοβαρά επιχειρήματα, υπέρ και κατά της απόφασης και της εφαρμογής της, το ζήτημα παρουσιάζει και αξιόλογο γνωσιολογικό ενδιαφέρον για τη θεωρία της Ιστορίας: η κρίση μας χρωματίζεται σε μεγάλο ποσοστό από την τραγική απόληξη της «μικρασιατικής περιπέτειας» της Ελλάδος με την καταστροφή του 1922 και την ανταλλαγή των πληθυσμών. Τι θα λέγαμε όμως αν η απόληξη των πραγμάτων ήταν διαφορετική; Και πώς θα μπορούσαν να κριθούν τα πράγματα σε κανονιστικό επίπεδο, ανεξάρτητα από τις εθνικές σκοπιμότητες που κατά κανόνα καθορίζουν τη συμβατική αξιολόγηση των πολιτικών πράξεων; Αυτές είναι όψεις του προβλήματος που δεν θα πρέπει να διαφεύγουν την προσοχή μας αν θέλουμε να ανακτήσουμε σε όλο της το εύρος τη συναφή προβληματική.

Στην οπτική μιας θεώρησης του συνολικού σκηνικού του ιστορικού δράματος πάντως διαφαίνεται μία μόνο αναμφίλεκτη βεβαιότητα. Η ελληνική επέμβαση στη Μικρά Ασία υπήρξε ο καταλύτης για τη συνάρθρωση του τουρκικού εθνικισμού σε μαχητικό απελευθερωτικό κίνημα. Το Μικρασιατικό Ζήτημα, όπως λεγόταν παλαιότερα, αντιμετωπίζεται, εσφαλμένα, ως σχεδόν αποκλειστικά ελληνικό ζήτημα: όμως κατά πρώτο λόγο ήταν ζήτημα διεθνές, υπόθεση της διεθνούς διπλωματίας του τέλους του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Επιπλέον ήταν εξίσου ζήτημα τουρκικό και μάλιστα ζωτικότατης σημασίας, διότι αφορούσε την εδαφική ακεραιότητα και ανεξαρτησία της πατρίδας του τουρκικού λαού. Αυτές όλες οι παράμετροι συχνά διαφεύγουν τη σημερινή συζήτηση στην Ελλάδα, η οποία ακόμη δεν έχει ξεπεράσει το πλέγμα της δικανικής αντίληψης της Ιστορίας. Η συνθετότητα του προβλήματος αναδύεται απ΄ όσα έγραψε σχετικά ο Α
rnold Τoynbee ήδη στα 1922 στο βιβλίο του Τhe Western Question in Greece and Τurkey. Εχω την εντύπωση ότι οι σημερινές συζητήσεις διεξάγονται εν αγνοία της οξυδερκέστερης ίσως ανάλυσης που συνδέει την ελληνική απόβαση με τη γένεση του τουρκικού εθνικισμού.

Για την τουρκική πλευρά η ελληνική απόβαση στη Σμύρνη στις 15 Μαΐου 1919 ήταν μια ανυπόφορη πρόκληση, ριζικά διαφορετική από την οδυνηρή απώλεια των ευρωπαϊκών εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Τώρα, το 1919, φαινόταν ότι όντως κατέρρεε οριστικά η Τουρκία και ότι η επιβίωση του τουρκικού έθνους στην κοιτίδα του ετίθετο εν αμφιβόλω. Ετσι τουλάχιστον προσέλαβε την πρόκληση εκείνος που επρόκειτο να αποβεί διά πυρός και σιδήρου ο «πατέρας των Τούρκων», ο Μουσταφά Κεμάλ. Εξαιτίας του τρόπου που συνέλαβε το πρόβλημα ο Κεμάλ και της δράσης στην οποία η στάθμιση του προβλήματος τον ώθησε κατά τα επόμενα χρόνια, ο τουρκικός εθνικισμός διαθέτει ακριβή ημερομηνία γέννησης: 19 Μαΐου 1919, ημέρα της αποβίβασης του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα του Πόντου, την αρχαία Αμισό των Ελλήνων, για να αναλάβει το έργο του επιθεωρητή των οθωμανικών στρατευμάτων της Ανατολής.

Πέρα από την αναδιοργάνωση των στρατιωτικών μονάδων, ο Κεμάλ, σταθμίζοντας τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα του, συνέλαβε το στρατηγικό σχέδιο της μετάπλασης του πολυεθνοτικού μωσαϊκού της Μικράς Ασίας σε ένα ενιαίο έθνος που θα μπορούσε με κινητήριο δύναμη την ακαταμάχητη σαγήνη του εθνικισμού να συνεγερθεί και να αντισταθεί. Το αποτέλεσμα υπήρξε ένα από τα εντυπωσιακότερα επιτεύγματα της ιστορίας των νέων χρόνων: ο Κεμάλ κατόρθωσε σε ελάχιστο χρόνο χάρη στην ισχυρή του βούληση και στην άκαμπτη προσήλωση στους σχεδιασμούς του όχι μόνο να απωθήσει την ελληνική εκστρατεία στη Μικρά Ασία μετερχόμενος κάθε μέσο, καταστρατηγώντας βεβαίως κάθε έννοια
juris in bello, κυρίως εις βάρος των γηγενών ορθόδοξων χριστιανικών πληθυσμών ελληνόφωνων και τουρκόφωνων, αλλά εν τέλει επίσης να δημιουργήσει από ετερόκλητα στοιχεία έναν καινούργιο λαό. Και στο δεύτερο αυτό σκέλος του έργου του ο Κεμάλ δεν δίστασε να μετέλθει και πάλι κάθε μέσο, περιλαμβανομένης της βίας σε μεγάλη κλίμακα.

Το μέγεθος του επιτεύγματος του Κεμάλ στη διάπλαση του τουρκικού έθνους θα μπορούσε να εκτιμηθεί με αρκετή ακρίβεια αν ανακαλέσουμε τις πληροφορίες που παρουσιάζει άλλο ένα ξεχασμένο έργο, το βιβλίο του Γεωργίου Σκαλιέρη Λαοί και φυλαί της Μικράς Ασίας, εκδεδομένο και αυτό το 1922. Ο Σκαλιέρης καταμετρεί εκτός από τους Τούρκους και τους Αθιγγάνους είκοσι τέσσερις ακόμη μουσουλμανικές πληθυσμιακές ομάδες στη Μικρά Ασία με τις γλώσσες τους, τις θρησκευτικές αποκλίσεις τους και τις διακριτές ταυτότητές τους. Μέσα από τη χοάνη του απελευθερωτικού πολέμου κατά των Ελλήνων, ο Κεμάλ κατόρθωσε να ενσωματώσει όλους αυτούς τους λαούς και εθνοτικές ομάδες σε ένα νέο έθνος. Γι΄ αυτό και επάξια μπορεί να διεκδικεί πλάι στους μεγάλους πρωταγωνιστές της Ιστορίας την πλουτάρχεια αίγλη του ιδρυτή όχι μόνο μιας πολιτείας αλλά και ενός ολόκληρου λαού.

Το εγχείρημα του Κεμάλ σε δεύτερο στάδιο περιελάμβανε και το ευρύτερο πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων, κυρίως πολιτισμικών, με τις οποίες επεδίωκε να θεμελιώσει και να τροφοδοτήσει τη συλλογική συνείδηση του νέου έθνους. Από την άποψη αυτή παρουσιάζει εξαιρετικό αναλυτικό ενδιαφέρον για τη μελέτη του εθνικισμού, γιατί αποκαλύπτει ανάγλυφα, σχεδόν εργαστηριακά, τις διαδικασίες σφυρηλάτησης της εθνικής κοινότητας.

Ο κ. Πασχάλης Κ. Κιτρομηλίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διευθυντής του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών.

Π. Κ. Κιτρομιλίδης

© 2007 - easyweb team