ΒΑΡΒΑΡΑ ΤΕΡΖΑΚΗ
 
Επικοινωνία
Eπιθετικοί μάνατζερ, αμυνόμενοι εργάτες (Ελευθεροτυπία/Le Monde diplomatique)


Golden boys σε διατεταγμένη υπηρεσία

«Μ'αρέσουν τα αρπακτικά. Μ' αρέσουν γιατί ζουν καταφεύγοντας συνεχώς σε τεχνάσματα». Αύγουστος 1994. Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον Αλμπερτ Τζ. Ντάνλαπ, διάσημο εμπειρογνώμονα, ειδικό σε ζητήματα αναδιάρθρωσης των βιομηχανιών.

Απολυμένες υπάλληλοι της Enron ενώ ποζάρουν για το «Playboy»: το αμερικανικό όνειρο στο μεγαλείο του.Απολυμένες υπάλληλοι της Enron ενώ ποζάρουν για το «Playboy»: το αμερικανικό όνειρο στο μεγαλείο του. Στον χώρο εργασίας του, αμέσως παρατηρεί κανείς μερικά ασυνήθιστα αντικείμενα: πάνω στο γραφείο του, δύο καρχαρίες να διαγράφουν κύκλο· στο τραπέζι της αίθουσας συσκέψεων, ένα λιοντάρι τη στιγμή που πηδάει προς το θήραμά του· στη δε αίθουσα υποδοχής, έναν αετό που ορμάει στη λεία του.

Ο Ντάνλαπ ήταν τότε 52 ετών. Μερικούς μήνες πριν από αυτή τη δήλωση, συνταξιοδοτήθηκε πλουσιοπάροχα, και είχε ήδη αρχίσει να βαριέται τα γήπεδα του γκολφ και του τένις, όταν η Scott Paper, η αμερικανική επιχείρηση που εφηύρε, το 1907, το χαρτί υγείας σε ρολό, έκανε έκκληση στο ταλέντο του.

Στις εβδομάδες που ακολούθησαν την πρόσληψή του, ανήγγειλε την κατάργηση 11.000 θέσεων εργασίας, δηλαδή του ενός τρίτου του προσωπικού. Ενα «γερό αδυνάτισμα» σε όλα τα ιεραρχικά επίπεδα, αλλά κι ένα «ξεσκόνισμα»: κατά τη γνώμη του, «οφείλουμε να απαλλασσόμαστε από τους ανθρώπους που αντιπροσωπεύουν την παλιά επιχειρηματική κουλτούρα, ειδάλλως θα μας πολεμήσουν1». Είναι δε γνωστό ότι ο Αλμπερτ Τζ. Ντάνλαπ δεν φημίζεται για τη διπλωματικότητά του. Πετσοκόβει ανελέητα.

Μιλώντας γι' αυτόν, ο υπερσυντηρητικός γαλλοβρετανός δισεκατομμυριούχος Τζέιμς Γκόλντσμιθ ανέφερε χαρακτηριστικά : «Ποτέ μου δεν έχω συναντήσει κάποιον άλλον που να μπορεί να ξαναδώσει σε μια επιχείρηση τη χαμένη της θέση απέναντι στον ανταγωνισμό και να παίρνει τις σκληρές αποφάσεις που επιβάλλονται. Είναι ένας χειρουργός, με την έννοια ότι αναγκάζεται να ματώσει τον ασθενή για να λύσει το πρόβλημά του»2.

Ομως, τα αρπακτικά που δοξάζονταν χθες στις ΗΠΑ, στη χώρα που ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έδωσε το παράδειγμα της συστηματικής αποδόμησης του κοινωνικού συμβολαίου, σήμερα βρίσκονται αντιμέτωπα με την αποδοκιμασία.

Η κατά Ρέιγκαν «επανάσταση» και τα επιτεύγματά της; Βασικά, «επρόκειτο για μια απάτη που ενορχηστρώθηκε από ένα κράτος-αρπακτικό», καταγγέλλει ο Τζέιμς Γκάλμπρεϊθ, οικονομολόγος στο πανεπιστήμιο του Τέξας3. Κι οι εξαιρετικές επιδόσεις του μάνατζμεντ; Στην πραγματικότητα, ήταν η γενικευμένη, ανελέητη και δεσποτική εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού, για τον «μεγάλο εκβιασμό», όπως αποδεικνύει στο έργο του «The Big Squeeze» ο Στίβεν Γκρίνχαουζ, ανταποκριτής των «New York Times».

Και η υπόσχεση της ευημερίας για όλους, σύμφωνα με τη θεωρία των παιγνίων, που υποστηρίζει ότι όλοι μπορούν να βγουν κερδισμένοι από την εφαρμογή της, αρκεί καθένας να «φερθεί υπεύθυνα» και να δώσει τον καλύτερο εαυτό του;

Επρόκειτο μάλλον για μια υπερβολική έκθεση των ατόμων και των οικογενειών στους κοινωνικούς κινδύνους· και μάλιστα σε κοινωνικούς κινδύνους τους οποίους δεν μπορούν να ελέγξουν, ενώ για την αντιμετώπισή τους δεν επαρκούν τα οικονομικά μέσα που διαθέτουν. Επιπλέον, αυξάνεται η συχνότητα με την οποία κάνουν την εμφάνισή τους οι συγκεκριμένοι κίνδυνοι, ενώ η προστασία από αυτούς είναι πλέον σχεδόν ανύπαρκτη. Αυτή είναι η ουσία της επιχειρηματολογίας που αναπτύσσει ο Πίτερ Γκόσελιν, ανταποκριτής της «Los Angeles Times», στο έργο του «High Wire».

Σήμερα, η εργασιακή βία είναι εξαιρετικά έντονη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αντίθετα από μια αρκετά διαδεδομένη άποψη στην Ευρώπη, τα πράγματα δεν ήταν ανέκαθεν έτσι. Οι επιπτώσεις που είχε ο συνδυασμός της συρρίκνωσης της κοινωνικής προστασίας και της γενίκευσης του επιθετικού μάνατζμεντ προσέβαλαν όλα τα κοινωνικά στρώματα, με εξαίρεση το ολιγάριθμο στρώμα των πολύ ευπόρων.

Η Ευρώπη -η οποία εξακολουθεί να γοητεύεται από το αμερικανικό «μοντέλο», το οποίο, ωστόσο, έχει καταντήσει εντελώς ανυπόληπτο εξαιτίας της κρίσης- ακολούθησε την ίδια κατεύθυνση, όπως αποδεικνύεται από τη σχετική βιβλιογραφία (βλ. τελευταία σελίδα). Οι πολίτες των πλούσιων χωρών όταν βρεθούν αντιμέτωποι με την αδικία του συστήματος, αφήνονται στην προσωπική τους ευθύνη ή στις ψυχολογικές τους δυσκολίες.

Το αμερικανικό σύστημα κοινωνικής προστασίας στηρίζεται σε τρία σύνολα παροχών:

Το πρώτο προέρχεται από τους δημόσιους μηχανισμούς: η πρόσβαση είναι περιορισμένη και αφορά μινιμαλιστικές παροχές μονάχα για την έσχατη περίπτωση. Το δεύτερο σύνολο, το σημαντικότερο από όλα με μεγάλη διαφορά, αποτελείται από τις παροχές των επιχειρήσεων προς τους μισθωτούς, κυρίως στους τομείς της ασθένειας, της αναπηρίας και της σύνταξης. Το τρίτο, που επαφίεται στην ευθύνη κάθε ατόμου, εξαρτάται από την ικανότητά του να χρηματοδοτήσει με δικούς του πόρους ένα συμβόλαιο ιδιωτικής ασφάλισης.

Το σύστημα διαφέρει αισθητά από τα ευρωπαϊκά «μοντέλα» κοινωνικής προστασίας, ωστόσο, οι θεμελιώδεις αρχές στις οποίες στηρίχθηκαν οι εμπνευστές του δεν είναι και τόσο διαφορετικές όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως.

Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων δεκαετιών που ακολούθησαν τη δημιουργία του Social Security (σύστημα κοινωνικής προστασίας), το 1935, από τον Φραγκλίνο Ρούσβελτ, ο λόγος ύπαρξής του συνοψιζόταν στην προσπάθεια διατήρησης των βασικών κοινωνικών ισορροπιών, έτσι ώστε ένα σύνολο αμοιβαίων υποχρεώσεων να αντισταθμίζει τις αξίες της αγοράς και την αρχή της ατομικής ελευθερίας.

Αναγνωριζόταν ρητά και διακηρυσσόταν συχνά ότι τα άτομα δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν μόνα τους τις τυχόν απρόβλεπτες εξελίξεις στη ζωή τους, καθώς και το ότι η κοινωνική αλληλεγγύη «συμβάλλει στη σταθερότητα, στην ευρωστία, στη δικαιοσύνη και στην ανθρωπιά του συστήματός μας, το οποίο στηρίζεται στην ιδιωτική επιχείρηση(4)».

Παρά τις ατέλειες του συστήματος, η φιλοσοφία του αποτελούσε τη βάση στην οποία στηριζόταν το κοινωνικό συμβόλαιο. Ωστόσο, δεν έχει απομείνει πλέον τίποτα από αυτήν. Σαρώθηκε από το δόγμα της ελεύθερης αγοράς, αντικαταστάθηκε από μια ρητορική που διακηρύσσει τις αρετές του «empowerment»(5) και της ατομικής «ευθύνης».

Η επανεμφάνιση των αμφίσημων εννοιών (οι οποίες παραπέμπουν στο «αμερικάνικο όνειρο» του αυτοδημιούργητου επιχειρηματία που εξακολουθεί να συγκινεί πολύ κόσμο) και οι συντονισμένες εκστρατείες κατασυκοφάντησης του «big government» συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στο να αποσπαστεί η προσοχή της κοινής γνώμης και να παραμείνει σχεδόν αόρατη η έκταση του καταστροφικού έργου.

Οπως παρατηρεί ο Γκόσελιν στην εισαγωγή του, σήμερα ο δημόσιος διάλογος έχει εστιαστεί στον πλέον αδύναμο κλάδο της προστασίας, στους δημόσιους μηχανισμούς που αφορούν την κοινωνική βοήθεια, την ανεργία, την ασθένεια, τη δημόσια σύνταξη και τις υπόλοιπες παροχές που χορηγούνται υπό εξαιρετικά περιοριστικούς όρους όσον αφορά το ύψος των πόρων που διαθέτει ένα άτομο. Ακόμα και τα φτωχά -ή και εξαιρετικά φτωχά- στρώματα του πληθυσμού δεν έχουν πάντα πρόσβαση (κυρίως στις περιπτώσεις ασθένειας).

Εργοδότες κι ασφαλιστές

Τέτοιες παροχές δέχθηκαν πλήθος επιθέσεων, ακόμα και από την κυβέρνηση Κλίντον (1993-2001): η συρρίκνωσή τους προκάλεσε έντονες αντιδράσεις καθώς αύξανε τις ήδη μεγάλες κοινωνικές ανισότητες. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, και στον ιδιωτικό τομέα, η καρδιά του συστήματος (εργοδότες και ασφαλιστικές εταιρείες) υφίστατο βαθύτατες αλλαγές.

Μάλιστα, στο μεγαλύτερο μέρος τους, πέρασαν απαρατήρητες: εκτός από λιγοστές εξαιρέσεις που επικεντρώνονταν σε πολύ συγκεκριμένα σημεία τους, δεν υπήρξε δημόσια και συλλογική αντίδραση ενάντια στην υποβάθμιση -ακόμα και στην κατάργηση- των παροχών.

Οι παροχές καλύπτουν μια ευρύτατη γκάμα σημαντικότατων κοινωνικών κινδύνων. Αποτελούν το ισοδύναμο ενός έμμεσου μισθού, όμως, ο όρος ελάχιστα χρησιμοποιείται πλέον, δεδομένου ότι οι ευρωπαϊκές ελίτ προτίμησαν να χρησιμοποιούν άλλους όρους. Για παράδειγμα, στη γαλλική γλώσσα, η εργοδοτική εισφορά για τη χρηματοδότηση των παροχών αντικαταστάθηκε από την έκφραση «κοινωνικά βάρη» (charges sociales).

* Στο παρελθόν, οι παροχές εγγυώνταν ένα σημαντικό επίπεδο προστασίας των μισθωτών και κυρίως των εργαζόμενων στις μεγάλες βιομηχανίες, έστω κι αν εκλαμβάνονταν ως περιθωριακά οφέλη (εξ ου και η έκφραση «fringe benefits»): όσο διαρκούσε η οικονομική σταθερότητα, ήταν δυνατόν να αντιμετωπίζονται με μια κάποια συγκαταβατικότητα και ανοχή.

* Η αμφισβήτησή τους διευκολύνθηκε από το γεγονός ότι δεν επρόκειτο ουσιαστικά για κοινωνικά δικαιώματα κατοχυρωμένα από τον νόμο: απλούστατα, τα φορολογικά κίνητρα ωθούσαν τις επιχειρήσεις να προσφέρουν κοινωνική προστασία στους εργαζομένους· μάλιστα, όσον αφορά την τήρηση των υποχρεώσεών τους, για μεγάλο χρονικό διάστημα περιορίστηκε στην ηθική δέσμευσή τους.

* Απέκτησε δε δεσμευτικό χαρακτήρα μονάχα δέκα χρόνια μετά το σοκ που προκάλεσε, το 1963, η αδυναμία της αυτοκινητοβιομηχανίας Studebaker να εγγυηθεί ποσοστό μεγαλύτερο του 15% των συντάξεων που είχε υποσχεθεί στους 7.000 εργάτες της που απολύθηκαν όταν έκλεισε το εργοστάσιο στην Ιντιάνα.

* Προκειμένου να αποφευχθεί η επανάληψη παρόμοιων φαινομένων, νόμος του 1974 υποχρέωσε τις επιχειρήσεις να δημιουργήσουν ένα αποθεματικό ταμείο. Ομως, το 1985, η πρώτη από μια σειρά αποφάσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου προχώρησε σε μια ερμηνεία του νόμου που ήταν ευνοϊκή για τις επιχειρήσεις και για τις ασφαλιστικές εταιρείες: αντίθετα με την αρχική πρόθεση του νομοθέτη, δινόταν προτεραιότητα στην προστασία της οικονομικής υγείας των αποθεματικών ταμείων και όχι στις ανάγκες των εργαζομένων.

Ετσι, ο νόμος εξελίχθηκε σε εργαλείο για την ελάφρυνση -και στη συνέχεια για την πλήρη εξάλειψη- των υποχρεώσεων των εργοδοτών και των ασφαλιστικών εταιρειών στους ασφαλισμένους, με αποτέλεσμα να διευκολυνθεί ανάλογα η σταυροφορία ενάντια στα «κοινωνικά βάρη» των επιχειρήσεων.

Κατόπιν, επιστράτευσαν όλη την εφευρετικότητά τους για να επινοήσουν και άλλα εργαλεία που θα μπορούσαν να φορτώσουν στον εργαζόμενο την ευθύνη των κοινωνικών κινδύνων.

* Οι ασφαλιστικές εταιρείες ανέπτυξαν ιδιαίτερα πολύπλοκες τεχνικές για να κατορθώσουν να αποφεύγουν την κάλυψη -εν μέρει ή και ολοκληρωτικά- των κινδύνων που ισχυρίζονταν ότι καλύπτουν· ταυτόχρονα, η ενημέρωση των ασφαλισμένων γινόταν με μια τεχνική ορολογία ουσιαστικά ακατανόητη για τον μη μυημένο και ηθελημένα αμφίσημη.

* Το 2005, παρά τον τυφώνα Κατρίνα και αρκετές άλλες φυσικές καταστροφές, τα κέρδη της ασφαλιστικής βιομηχανίας έφθασαν στο ποσό ρεκόρ των 45 δισ. δολαρίων. Τα προγράμματα 401 (k) που έκαναν την εμφάνισή τους μετά το 1976 αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της εξέλιξης: επρόκειτο για συνταξιοδοτικά συστήματα αποταμίευσης που είχαν μικρότερο κόστος για τις επιχειρήσεις σε σχέση με τα συνταξιοδοτικά προγράμματα που προσέφεραν στους μισθωτούς τους παλαιότερα, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο αριθμός των επιχειρήσεων που τα προτιμούσαν.

Ετσι, τα 401 (k) μετατράπηκαν σε «στρατηγικό εργαλείο» για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας(6), καθώς μετέφεραν τον κίνδυνο της αφερεγγυότητας στους δικαιούχους των προγραμμάτων: πράγματι, τα χρήματα των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων επενδύονταν στις χρηματαγορές, και μάλιστα, μερικές φορές, ακόμα και σε μετοχές της ίδιας της επιχείρησης που τους απασχολούσε (Enron).

Τέλος, σε περίπτωση απώλειας της θέσης εργασίας, οι κοινωνικές παροχές όπως η ασφάλιση για ασθένεια -εάν βέβαια υπήρχαν- διακόπτονταν ή χάνονταν, εκτός κι αν ο άνεργος είχε την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει ο ίδιος τα ασφάλιστρα (προσαυξημένα με διαχειριστικά και διοικητικά έξοδα)(7).

Αναλύοντας την κρίση του 1929, ο Ρίτσαρντ Μπαρκχάουζερ και ο Γκρεγκ Ντάνκαν, δύο οικονομολόγοι που αναφέρονται από τον Γκόσελιν, απέδειξαν ότι η κατάρρευση του Χρηματιστηρίου και η ανεργία δεν εξηγούσαν από μόνες τους τις δυσκολίες με τις οποίες βρέθηκαν αντιμέτωποι οι Αμερικανοί.

Εκείνη την εποχή, η χρηματαγορά αφορούσε λίγα άτομα, ενώ το 75% των μισθωτών είχε διατηρήσει τη θέση εργασίας του. Ομως, για να συντριβεί η ζωή μιας οικογένειας, αρκούσαν μερικά όχι ιδιαίτερα ασυνήθιστα γεγονότα: μια ασθένεια, ένα ατύχημα, ένα διαζύγιο, η μη προγραμματισμένη γέννηση ενός παιδιού ή η μείωση του μισθού ή των ωρών εργασίας.

Συνεχίζοντας τη διερεύνηση και μελετώντας την περίοδο της οικονομικής ευμάρειας του '70 και του '80, οι δύο ερευνητές παρατήρησαν ένα πανομοιότυπο φαινόμενο. Κι όπως αποδεικνύει ο Γκόσελιν καταφεύγοντας σε προσωπικές μαρτυρίες, το «οικονομικό χάος» απλώς ενέτεινε την τάση.

Εξαιτίας των αλλεπάλληλων λουκέτων (ο αριθμός των επιχειρήσεων που έκλειναν κάθε χρόνο ήταν εξίσου μεγάλος με εκείνων που άνοιγαν), αλλά και της διαρκούς αναδιάρθρωσης κι αναδιοργάνωσης των επιχειρήσεων, πλήθος ατόμων βρέθηκαν αντιμέτωποι με την απότομη μείωση του εισοδήματός τους κι ανακάλυψαν ότι βάδιζαν πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί χωρίς κανένα δίχτυ ασφαλείας.

Ενα διαρκές πρέσινγκ

Ουσιαστικά, το επιθετικό μάνατζμεντ ευημερεί όταν επικρατεί η κοινωνική ανασφάλεια.

Κι ο Ντάνλαπ εξηγεί : «Αν θέλεις να σε αγαπάνε, πάρε έναν σκύλο. Στις μπίζνες, κάνε τους να σε σέβονται». Κι όταν ρωτήθηκε από τον Γκρίνχαουζ, ο καθηγητής Τζέρι Νιούμαν απάντησε ότι δύο μέθοδοι υπάρχουν για να επιτύχει κανείς να δουλεύουν σκληρά οι μισθωτοί: να τους ανταμείβεις ή να τους τιμωρείς.

Εάν κάποιος, λοιπόν, επιθυμεί τον περιορισμό του κόστους και την εκτέλεση ολοένα σφιχτότερων προϋπολογισμών, πρέπει να καταφύγει στην τιμωρία: Να ασκεί ανελέητα πιέσεις στους μισθωτούς, να τους φέρεται εξαιρετικά απότομα, να τους εκφοβίζει, να τους ταπεινώνει, να τους παρενοχλεί, να αυξάνει διαρκώς τις απαιτήσεις της εταιρείας και να μη διστάζει να παραβαίνει τον νόμο.

Η εργατική νομοθεσία, η οποία είναι ήδη εξαιρετικά χαλαρή στις ΗΠΑ, εύκολα παρακάμπτεται, προκειμένου μια επιχείρηση να απομυζήσει όσο γίνεται τον «έντρομο» εργαζόμενο, ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με τον ανταγωνισμό των μεταναστών χωρίς χαρτιά(8) ή ακόμα και της παιδικής εργασίας.

Τα «ακραία ωράρια» των 60-80 ωρών την εβδομάδα αποτελούν πλέον πολύ συχνό φαινόμενο. Ωστόσο, η αμοιβή δεν αυξάνεται ισόποσα, καθώς συνηθίζεται να μην πληρώνονται οι υπερωρίες κανονικά ή και να μην καταβάλλονται καθόλου. Κι αυτό γιατί οι «μάνατζερ» οφείλουν να συμμορφωθούν με τις προβλέψεις που έχουν γίνει στον προϋπολογισμό της επιχείρησης και τους στόχους που τους έχουν τεθεί.

Ετσι, φτάνουν στο σημείο να «διορθώσουν» τον αριθμό των δεδουλευμένων ωρών στα αρχεία των υπολογιστών τους, να εμποδίσουν τους εργαζόμενους να κάνουν διάλειμμα, να αφαιρούν από τις δεδουλευμένες ώρες τον τυχόν νεκρό χρόνο όπου δεν υπήρχε δουλειά, να αναγκάζουν τους υπαλλήλους τους να εργάζονται χωρίς να αφήνουν ίχνη της απλήρωτης εργασίας τους -εμποδίζοντάς τους, για παράδειγμα, να χτυπήσουν κάρτα... Και φυσικά, να απειλούν με απόλυση τον εργαζόμενο που τόλμησε να παραπονεθεί ή δεν κατάλαβε ότι «απαγορεύεται η πληρωμή υπερωριών»!

Επιπλέον, οδηγούνται στην αντικατάσταση ενός μέρους του προσωπικού τους από προσωρινά εργαζόμενους που καλούνται μονάχα όταν προκύψει ανάγκη. Γίνεται επίσης προσφυγή και σε «ανεξάρτητους εργαζόμενους», free-lance και διάφορες άλλες κατηγορίες του είδους: το 2005, χρησιμοποιήθηκαν 18 εκατομμύρια άτομα αυτών των ιδιαίτερων κατηγοριών, χωρίς να συνυπολογίζονται στον αριθμό αυτό οι εργαζόμενοι -κυρίως οι εργαζόμενες- με καθεστώς μερικής απασχόλησης (πρόκειται για άλλα τόσα άτομα).

Ακόμα, γίνεται προσφυγή και σε εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό που εισάγεται από το εξωτερικό, από την Ινδία, για παράδειγμα. Οσο για την καταβολή της αποζημίωσης που προβλέπεται σε περίπτωση απόλυσης, οι εργαζόμενοι πρέπει προηγουμένως να δεσμευθούν ότι θα εκπαιδεύσουν επί έναν μήνα δωρεάν τους αντικαταστάτες τους.

Σε εποχές που εφαρμόστηκαν προγράμματα μαζικών απολύσεων, οι μάνατζερ έφθασαν στο σημείο να πουν το εξής στους εργαζόμενους που έμειναν στην επιχείρηση: «Να χαμογελάς συχνότερα για να δείχνεις πόσο ευγνώμων είσαι που έχεις ακόμα δουλειά!»

Συνέβη μάλιστα να κλειδώσουν μέσα στον χώρο εργασίας τη νυχτερινή βάρδια, μπλοκάροντας ακόμα και την έξοδο κινδύνου.

Οι παράνομοι μετανάστες είναι τα πρώτα θύματα της συγκεκριμένης μεθόδου που εφαρμόζεται από τον γίγαντα των σουπερμάρκετ Wal-Mart (ή από τους προμηθευτές του), αλλά και από άλλες επιχειρήσεις (μεταξύ των οποίων ορισμένα «εθνοτικά» σουπερμάρκετ της Νέας Υόρκης).

Η κακομεταχείριση στους εργασιακούς χώρους δεν αποτελεί πλέον μεμονωμένο φαινόμενο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις, όπως και σε ορισμένες άλλες χώρες, όπως η Ιαπωνία, την κατάσταση στην οποία περιγράφει ο Σατόσι Καμάτα στο βιβλίο του «Toyota, το εργοστάσιο της απελπισίας» : «Ακουσα να διηγούνται συχνά ιστορίες με εργάτες που αυτοκτόνησαν πηδώντας στο κενό, από ένα ψηλό μηχάνημα ή από τη στέγη των κοιτώνων όπου έμεναν. Εκείνοι που μου τις διηγήθηκαν προσέθεσαν ότι, περιέργως, τα γεγονότα δεν αναφέρθηκαν από τις εφημερίδες. "Δεν είναι δουλειά, είναι τιμωρία. Γιατί, λοιπόν, να την υποστούμε χωρίς να λέμε τίποτα; (...) Τι αμαρτίες έχουμε κάνει άραγε για να καταδικαστούμε σε παρόμοια τιμωρία; Μήπως μας τιμωρούν εμάς τους εργάτες, απλώς και μόνο επειδή θελήσαμε να έχουμε μια κανονική ζωή;" Ο Κούντο, πολύ κουρασμένος, παραπονιέται ότι η δουλειά του άλλαξε άλλη μία φορά. (...) Πριν από τρία χρόνια, στο τμήμα του σκοτώθηκε ένας εργάτης, και πέρυσι άλλος ένας. "Σήμερα το πρωί, άκουσα ότι έγινε ένα ατύχημα. Ισως να είμαι εγώ ο επόμενος, δεν με νοιάζει καθόλου, στα... μου. Θα αγοράσω έναν φτηνό τάφο"».

Ομως, και στη Δυτική Ευρώπη, στην οποία υπάρχει μεγαλύτερη προστασία των εργαζομένων -αν και εντοπίζονται ορισμένες «μαύρες τρύπες» και ζώνες ανομίας- η κατάστασή τους έχει αρχίσει να γίνεται περισσότερο ευάλωτη, ενώ εξαπλώνονται επίσης οι πρακτικές και οι συνέπειες του επιθετικού μάνατζμεντ. Πώς είναι δυνατόν να το ανέχονται και να το υπομένουν οι πολίτες;

Κατ' αρχάς, η κοινωνική ανοχή οφείλεται στη σφοδρή επίθεση που επιχειρήθηκε κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριάντα ετών ενάντια στα συνδικάτα. Το γεγονός υπογραμμίζεται στο κεφάλαιο του συλλογικού έργου «Le conflit social elude», που είναι αφιερωμένο στις ευρωπαϊκές συνθήκες.

Κυνηγοί της «τελειότητας»

Ακόμα περισσότερο, οφείλεται στην απορρύθμιση και στις τεράστιες πιέσεις που ασκήθηκαν μέσα από τις νέες μορφές οργάνωσης της εργασίας. Η ιδιαιτερότητά τους είναι ότι προσπαθούν να επιβάλλουν στην κοινωνία ένα «ορθολογικό» πρόγραμμα για το οποίο δεν γίνεται ανεκτή η παραμικρή κριτική, ενώ ταυτόχρονα εκμεταλλεύονται το φαντασιακό και τις πλέον ενδόμυχες επιθυμίες των πολιτών-καταναλωτών.

Στο «L' Ideal au travail» και στο «Le travail du consommateur», η Μαρί-Αν Ντιζαριέ εμβαθύνει την ανάλυση και προτείνει, με ιδιαίτερα ζωηρό ύφος, μια μελέτη των μηχανισμών μέσα από τους οποίους η υποκειμενικότητα των μισθωτών καθώς κι εκείνη των καταναλωτών (με διαφορετικό όμως τρόπο σε αυτή την περίπτωση), ενορχηστρώνονται για μια διαρκή επιδίωξη της «τελειότητας»(9), του «ολοένα περισσότερο» (αποδοτικότητα, ηρωισμός, διαθεσιμότητα, επιδόσεις).

Οσο κι αν το ιδανικό της «τελειότητας» είναι άπιαστο, απαιτείται από τους μισθωτούς η υλοποίησή του. Οι ιθύνοντες των επιχειρήσεων τους διατάζουν να σταθούν στο ύψος των «ευθυνών» τους και να κινητοποιήσουν όλο τον «δυναμισμό των πρωτοβουλιών τους», έτσι ώστε το ιδανικό να καταστεί εφικτό και να επιλυθούν -επί ποινή κυρώσεων- οι αντιφάσεις και οι εσωτερικές συγκρούσεις που είναι συνυφασμένες με την οικονομική δραστηριότητα της επιχείρησης.

Με άλλα λόγια, η ιεραρχία αρνείται τις δυσκολίες που εμφανίζονται στην πραγματική εργασία. Είτε, ακόμα χειρότερα, φορτώνει το καθήκον της αντιμετώπισής τους στους εργαζόμενους που βρίσκονται στη βάση.

Εκπληκτος, ο αναγνώστης ανακαλύπτει ότι κι ο ίδιος, ως καταναλωτής και «εργάζεται» για να αυξήσει την περιουσία των αρπακτικών. Μεταξύ άλλων και χωρίς να το επιθυμεί στην πραγματικότητα, μεταβάλλεται σε ένα επιπλέον εργαλείο εξαναγκασμού ενάντια στον εργαζόμενο, μετατρέπεται σε ένα είδος «επιστάτη», υιοθετώντας τον προκατασκευασμένο ρόλο που επιβάλλει το αξίωμα «ο πελάτης είναι βασιλιάς».

Είτε το θέλει είτε όχι, συμβάλλει στην απόκρυψη των συσχετισμών εξουσίας, στην πυροδότηση ενός ανταγωνισμού όλων εναντίον όλων, καθώς και στην κοινωνική και πολιτισμική αλλοτρίωση. «Στόχοι όπως η παραγωγικότητα, η μείωση του κόστους, η ποιότητα θα δημιουργούσαν περισσότερες αμφισβητήσεις και συζήτηση εάν προβάλλονταν στο όνομα του συμφέροντος των μετόχων της επιχείρησης. Οταν, όμως, οι ίδιες ακριβώς απαιτήσεις προβάλλονται στο όνομα της εξυπηρέτησης του πελάτη, περνάνε χωρίς αντίδραση: ρυθμοί εργασίας, οργάνωση της εργασίας, ελαστικοποίηση ωραρίων, ιδιωτικοποιήσεις...»

Εάν, ωστόσο, θέλουμε να αποκαλύψουμε το πραγματικό μέγεθος των συνεπειών όλων των παραπάνω, πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από την απλή καταγγελία.

Πώς γίνεται, αναρωτιέται ο Εμανουέλ Ρενό («Souffrances sociales. Philosophie, psychologie et politique»), οι εργαζόμενοι να οδηγούνται να διαπράξουν ή να ανεχθούν κάτι που θεωρούν ξεκάθαρα άδικο ή αναξιοπρεπές, ανήθικο ή διεστραμμένο;

Για παράδειγμα, να αποδεχθούν την απόλυση συναδέλφων ή την επιδείνωση των δικών τους συνθηκών εργασίας και αμοιβών, να κλείσουν τα μάτια μπροστά στην παρενόχληση που υφίστανται οι άλλοι ή να αισθάνονται ένοχοι ακόμα κι όταν οι ίδιοι υφίστανται κακομεταχείριση;

Εκείνος ή εκείνη που έχει «αναισθητοποιηθεί» σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε να αντέξει κοινωνικές καταστάσεις οι οποίες «υπό κανονικές συνθήκες» είναι ανυπόφορες, πληρώνει το τίμημα μέσα από μια οδύνη της οποίας η προέλευση και οι κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες δεν αναγνωρίζονται ως τέτοιες.

Οι μορφές που παίρνει η οδύνη (ποικίλλουν ανάλογα με το κάθε άτομο: αλκοολισμός, κατάθλιψη, αυτοκτονία στον χώρο εργασίας) εμφανίζονται ως δεινά της ατομικής τους ψυχολογικής κατάστασης. Η μέθοδος χρησιμοποιείται για να καταστήσει αόρατα τα κοινωνικά προβλήματα και για να στερήσει από τα άτομα τη δυνατότητά τους να διεκδικήσουν. Αλλά και για να εδραιωθεί ακόμα περισσότερο μια οικονομική και πολιτική τάξη πραγμάτων που «αποκρύπτει» τη σύγκρουση και δεν αναγνωρίζει τη νομιμότητά της.

  Noelle Burgi

© 2007 - easyweb team