Στο νέο βιβλίο του ο Τσβετάν Τόντοροφ αναλύει τις πολλές συγκρούσεις και
τις διαιρέσεις που ταλανίζουν σήμερα την ανθρωπότητα Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα
απόσπασμα από το βιβλίο του Τσβετάν Τόντοροφ «La peur des barbares» (Robert Laffont, 2008).
Σήμερα είναι δυνατό να
διαιρέσουμε τις χώρες του κόσμου σε διάφορες ομάδες, ανάλογα με το πώς
αντιδρούν στη νέα συγκυρία. Θα ορίσω το κυρίαρχο συναίσθημα μιας πρώτης ομάδας
χωρών ως «όρεξη». Ο πληθυσμός τους έχει συχνά την πεποίθηση, για τους πιο
διαφορετικούς λόγους, ότι έχει αποκλειστεί από την κατανομή του πλούτου. Σήμερα
έχει έρθει η σειρά του. Οι κάτοικοι αυτών των χωρών θέλουν να επωφεληθούν από
την παγκοσμιοποίηση, τον καταναλωτισμό, τις διασκεδάσεις, και για να πετύχουν αυτό
το σκοπό δεν φείδονται μέσων. Ηταν η Ιαπωνία, πριν από μερικές δεκαετίες, αυτή
που άνοιξε αυτόν τον δρόμο, τον οποίο ακολούθησαν πολλές χώρες της
Νοτιοανατολικής Ασίας, στις οποίες προστέθηκαν πρόσφατα η Ινδία και η Κίνα.
Αλλες χώρες, άλλα μέρη του κόσμου έχουν την ίδια πρόθεση: η Βραζιλία, αύριο
αναμφίβολα το Μεξικό, η Νότια Αφρική.
Η δεύτερη ομάδα χωρών είναι
εκείνη στην οποία η «μνησικακία» παίζει θεμελιώδη ρόλο. Αυτή η στάση πηγάζει
από μια -πραγματική ή υποθετική- ταπείνωση που τους προκάλεσαν οι πλουσιότερες
και ισχυρότερες χώρες. Είναι διαδεδομένη, σε διαφορετικά επίπεδα, σε πολλές από
τις χώρες που έχουν πληθυσμό με μουσουλμανική πλειοψηφία, από το Μαρόκο ώς το
Πακιστάν. Πιο πρόσφατα είναι παρούσα και σε άλλες ασιατικές χώρες ή σε χώρες
της Λατινικής Αμερικής. Ο στόχος της μνησικακίας είναι οι παλιές
αποικιοκρατικές χώρες της Ευρώπης και, σε αυξανόμενο βαθμό, οι Ηνωμένες
Πολιτείες, που θεωρούνται υπεύθυνες για την ιδιωτική εξαθλίωση και τη δημόσια
αδυναμία.
Η τρίτη ομάδα χωρών διακρίνεται
για το ρόλο που κατέχει σε αυτές ο «φόβος». Είναι οι χώρες που αποτελούν τη
Δύση και που κυριαρχούν στον κόσμο για πολλούς αιώνες. Ο φόβος τους αναφέρεται
στις δύο ομάδες χωρών που περιγράψαμε πριν, αλλά δεν έχει τον ίδιο χαρακτήρα.
Σε ό,τι αφορά τις χώρες της «όρεξης»,
οι δυτικές χώρες, κυρίως οι ευρωπαϊκές, φοβούνται την οικονομική τους δύναμη,
την ικανότητά τους να παράγουν με μικρότερο κόστος και, επομένως, να
επωφελούνται στις αγορές, με δυο λόγια φοβούνται μήπως υποστούν την οικονομική
τους επικυριαρχία.
Από τις «χώρες της μνησικακίας»
φοβούνται, αντίθετα, τις φυσικές επιθέσεις που θα μπορούσαν να προκύψουν, τις
τρομοκρατικές απόπειρες, τις εκρήξεις βίας. Κι έπειτα φοβούνται τα μέτρα που θα
μπορούσαν αυτές οι χώρες να πάρουν ως αντίποινα στο ενεργειακό πεδίο, από τη
στιγμή που τα μεγαλύτερα κοιτάσματα πετρελαίου βρίσκονται στα εδάφη τους.
Μια τελευταία, τέταρτη, ομάδα
χωρών, στις οποίες βρίσκονται σε διάφορες ηπείρους, θα μπορούσε να
χαρακτηριστεί ως ομάδα της «αναποφασιστικότητας». Τα μέλη αυτής της ομάδας
κινδυνεύουν να κυριαρχηθούν άλλοτε από την όρεξη και άλλοτε από τη μνησικακία,
αλλά προς το παρόν παραμένουν ξένα προς αυτά τα συναισθήματα. Στο μεταξύ, οι
φυσικοί πόροι αυτών των περιοχών λεηλατούνται από τους κατοίκους άλλων ομάδων
χωρών, με την ενεργό συμμετοχή των διεφθαρμένων ηγετών τους. Σε αυτό
προστίθεται η καταστροφή που προκαλείται από τις εθνικές συγκρούσεις. Ορισμένα
στρώματα του πληθυσμού τους, που εξαθλιώνονται, προσπαθούν να μπουν στις «χώρες
του φόβου», στις πλουσιότερες χώρες, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή.
Οι δυτικές χώρες έχουν όλο το
δικαίωμα να υπερασπίζονται από τις προσβολές και τις επιθέσεις τις αξίες, πάνω
στις οποίες επέλεξαν να θεμελιώσουν τα δημοκρατικά τους καθεστώτα. Οφείλουν,
κυρίως, να καταπολεμούν με σταθερότητα κάθε τρομοκρατική απειλή και κάθε μορφή
βίας.
Ωστόσο, έχουν κάθε συμφέρον να
μην επιτρέπουν την εμπλοκή τους σε δράση που θα γεννούσε αποτελέσματα αντίθετα
από τα αναμενόμενα. Ο φόβος μετατρέπεται σε κίνδυνο για εκείνους που τον
νιώθουν, γι' αυτό και δεν πρέπει να τον αφήνουμε να παίζει το ρόλο του
κυρίαρχου συναισθήματος. Ο φόβος είναι και η κυριότερη δικαιολόγηση των
συμπεριφορών που συχνά ορίζουμε ως «απάνθρωπες».
Ο φόβος του θανάτου, που απειλεί
τη δική μου ακεραιότητα, ή, ακόμα χειρότερα, αγαπημένα μου πρόσωπα, με καθιστά
ικανό να σκοτώσω, να ακρωτηριάσω, να βασανίσω. Στο όνομα της προστασίας των
γυναικών και των παιδιών (των δικών μας) σφαγιάστηκε ένας μεγάλος αριθμός
ανδρών και γυναικών, γέρων και παιδιών (των άλλων). Εκείνοι που θα τους
χαρακτηρίζαμε τέρατα έδρασαν πολύ συχνά υποκινούμενοι από το φόβο για τους
αγαπημένους τους και για τους εαυτούς τους.
Και από τη στιγμή που
αποδεχόμαστε να σκοτώσουμε, γίνονται αποδεκτά και τα μεταγενέστερα βήματα: τα
βασανιστήρια (για να αποκτήσουμε πληροφορίες για τους «τρομοκράτες»), ο
ακρωτηριασμός των σωμάτων (για να συγκαλύψουμε τις δολοφονίες με εγκλήματα που
έχουν σκοπό τη ληστεία, ή με τυχαίες εκρήξεις). Κάθε μέσο είναι καλό
προκειμένου να επιτευχθεί η νίκη -και έτσι να απομακρύνουμε το φόβο.
Ο φόβος των βαρβάρων είναι αυτό
που απειλεί να μας κάνει βάρβαρους. Και το κακό που θα διαπράξουμε θα είναι
μεγαλύτερο από εκείνο που φοβόμασταν ότι θα υποστούμε. Η Ιστορία διδάσκει: το
φάρμακο μπορεί να είναι χειρότερο από το κακό. Οι ολοκληρωτισμοί παρουσιάστηκαν
ως ένα μέσο για να θεραπεύσουμε την αστική κοινωνία από τα ελαττώματά της, κι
ωστόσο γέννησαν έναν κόσμο πιο επικίνδυνο από εκείνον που καταπολεμούσαν.
Η τωρινή κατάσταση αναμφίβολα δεν
είναι τόσο σοβαρή, αλλά παραμένει ανησυχητική. Υπάρχει ακόμα καιρός για να
αλλάξουμε προσανατολισμό.
Θανάσης Γιαλκετσής |