Εξακολουθούν να υπάρχουν μικρά
παιδιά που οι εκφράσεις τους είναι ζωγραφισμένες σ' έναν καμβά στωικής και
καλοσυνάτης μελαγχολίας και που οι γραμμές του προσώπου τους καμπυλώνονται απ'
τη θερμότητα μιας τόσο απαλής ανάσας του ψυχισμού, ώστε νομίζεις ότι θα
κινδυνέψουν στο ελάχιστο σκίρτημα της πρώτης τυχαίας αντιξοότητας· παιδιά με
μια κρούστα ζάχαρης πάνω στα μάτια, κοριτσάκια με μαλλιά σαν βρεγμένα στάχυα
που δεν έχουν δείξει ούτε μία φορά εχθρότητα για κάποιον, γαλήνια, σκεφτικά
παιδιά που άγγιξαν το φεγγαρόφωτο.
Απ' την άλλη, υπάρχουν παιδιά που οι τρόποι τους
είναι ύπουλοι και η ματιά τους γεμάτη μνησικακία, έφηβοι που θα γίνουν, με δικά
μας έξοδα, οι ψυχροί, μοχθηροί γραφειοκράτες και τοποτηρητές του συστήματος,
για τους οποίους κάθε μέτρηση πρόκειται να είναι αντίστροφη. Ομως και τα μεν
και τα δε συναντιούνται με το πλήθος των υπολοίπων, των περισσότερων, εκείνων
που ζουν σ' έναν ωκεανό αδιαφορίας και διεκδικούν μαζί κάτι αναπόδραστο, κάτι
επιτακτικό: αυτό το κάτι είναι το ανεπίγνωστο αντικείμενο της επιθυμίας.
Π ροσοχή: όχι της επιθυμίας που
θέλει να ικανοποιηθεί αλλά εκείνης που θέλει να διαιωνίζεται. Αυτή μοιάζει μ'
ένα παράσιτο, μ' έναν βιολογικό οργανισμό που, όπως όλοι οι οργανισμοί,
επιδιώκει να διατηρηθεί στη ζωή πάση θυσία. Ως εκ τούτου, μεταπηδά
παραπλανητικά από στόχο σε στόχο ώστε να μην εκπληρώνεται ποτέ και συνεπώς να
μακροημερεύει: το αντικείμενό της δεν είναι εκείνο που η ίδια θα κατόρθωνε να
κυνηγήσει, αλλά μάλλον αυτό που την υποκινεί, αυτό που την τροφοδοτεί με την
αγωνία της έλλειψης ώστε να επιβιώνει. Δεν ξέρουμε, ούτε θα μάθουμε ποιο
ακριβώς είναι το αντικείμενο, ωστόσο, άπαξ και ο άνθρωπος βγαίνει απ' την
κατάσταση του νηπίου διδασκόμενος να εκφράζεται γλωσσικά, το μυστικό παραμένει
στην κατοχή του ασυνειδήτου.
Ετσι η δύναμή του
πολλαπλασιάζεται, ειδικά επειδή την αγνοούμε. Βέβαια, είχαμε μέχρι χτες τη
δυνατότητα να αναχαιτίσουμε την τρέλα της βουλιμίας μας με τον φόβο του νόμου
και των θεσμών, με την αγάπη του Θεού ή με την προσήλωση σε νοσταλγικές αξίες,
σε έρωτες και εκλάμψεις αξιοπρέπειας, σε ενδόμυχα πάθη και προτιμήσεις για
νοήματα που αντιπολιτεύονταν τη συμφορά της πλεονεξίας, ζώντας ως επί το
πλείστον σ' έναν κόσμο όπου η φτώχεια και η βραδεία κατανάλωση του χρόνου
συνιστούσαν ιδανικά. Μας προστάτευαν οι μεγάλες μητέρες, φύση, γλώσσα,
ιδιοσυγκρασία, παράδοση, εκκλησία, μια πατρίδα που οι ποιητές την υμνούσαν
δίχως να ανησυχούν μήπως θεωρηθούν εθνικόφρονες - τέλος, η Αριστερά, σε πείσμα
των μυωπικών ιδεολογικών της αντιφάσεων και ψεμάτων, υπήρξε μια τέτοια
αξιαγάπητη μητέρα. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, αντέχαμε πολέμους και
αρρώστιες, κυρίως δε φρικτές απογοητεύσεις, δίχως να χάνουμε εντελώς τους
δεσμούς με την ιδέα μιας ανθρωπιάς που μας κρατούσε σε απόσταση απ' τη λατρεία
του αντικειμένου. Το αντικείμενο ήταν στη χειρότερη περίπτωση ένα άγαλμα. Αφού
ο Θεός ζούσε ακόμη, έστω ετοιμοθάνατος, δεν σπεύδαμε να το θεοποιήσουμε. Τώρα,
χωρίς τις παλιές μας άμυνες απέναντι στη ραγδαία απομυθοποίηση, χωρίς
μεταφυσική και με την ανάμνηση της πολιτικής μας καταγωγής ξεθωριασμένη,
οικειοθελώς αιχμάλωτοι στις συνθήκες της βαρβαρότητας αυτού που αποκαλούμε
καταναλωτική κοινωνία, ή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, ή παντοκρατορία των
ΜΜΕ, ή ψηφιακό σύμπαν, ή όπως αλλιώς διαλέξετε να το πείτε, βλέπουμε ότι το
αντικείμενο αποχαλινώθηκε.
Ιδού γιατί ο κόσμος, γύρω μας,
γίνεται η σκηνή όπου προβάλλουν απειράριθμες πρόσκαιρες ενσαρκώσεις αυτού του
αντικειμένου, το οποίο μεταμορφώνεται πηδώντας απ' το ένα δόλωμα στο άλλο, και
ιδού γιατί η κρίση μας εμπιστεύεται παθητικά την ψευδαίσθηση ότι, αν
αποκτήσουμε το εκάστοτε διαφημιζόμενο υποκατάστατο του αντικειμένου, σπίτι,
ρούχο, όχημα, συσκευή, ταξίδι, δάνειο, ερωτικό παρτενέρ, ή οτιδήποτε άλλο, θα
έχουμε αποκτήσει εκείνο το φυλακτό των φυλακτών, το πρωτογενές χαμένο πράγμα
που υπολογίζεται σαν θησαυρός της εμπειρίας και που οι θεολόγοι ονομάζουν
Παράδεισο. Ομως το μοντέρνο αντικείμενο διαφεύγει αιωνίως· έχει κανείς την
εντύπωση ότι το πλησιάζει, ενώ αυτό μεταπηδάει και επανεμφανίζεται με
διαφορετική μορφή, πάλι και πάλι, επ' άπειρον, ακολουθώντας τις σπασμωδικές
εκδηλώσεις της απληστίας του ανθρώπινου είδους, τις οποίες αυτό το ίδιο οδηγεί
σε μονόπλευρη σύγκρουση με τις κραυγαλέες αποδείξεις της ματαιότητας. Το
αντικείμενο μας κυβερνάει κι εμείς το υπηρετούμε αυτοκτονικά.
Γινόμαστε έτσι φανατικοί
καταναλωτές. Αυτό, για μας τους ενήλικους, μ' έναν αποκαρδιωτικά περιορισμένο
αριθμό εκκεντρικών εξαιρέσεων, αποτελεί δεύτερη φύση. Εντούτοις, τα πιο ευφυή
απ' τα παιδιά το διαισθάνονται, καταλαβαίνουν ότι εκείνο για το οποίο η
επιθυμία πάσχει είναι ένα «τίποτα», κάτι που θα αποκτήσουν μόνον και μόνον για
να απαλλαγούν στη συνέχεια απ' αυτό, με το βλέμμα στραμμένο στο αμέσως επόμενο
«τίποτα», π.χ. σ' ένα ακόμη κινητό πρωτοποριακής τεχνολογίας, στο ΑΠΟΛΥΤΟ
κινητό, στο ΑΔΥΝΑΤΟΝ, όπως υπόσχονταν οι διαφημιστές, οι οποίοι εξάλλου μας
θυμίζουν εμμέσως, ανά πεντάλεπτον, ότι το υπέρτατο αντικείμενο, το θεϊκό
προϊόν, είναι άυλο, μια μυστηριώδης ουσία που πέφτει απ' τον ουρανό ή
«κατεβαίνει» απ' το Διαδίκτυο και που οι συμβολισμοί της ερωτοτροπούν με τις
καινούριες μορφές μαγείας, ελαφρότητα, διαφάνεια, ελαστικότητα, αισθητήρες,
προσαρμογή της μοριακής δομής ή οτιδήποτε άλλο παραπέμπει στο αστρικό πεδίο.
Μοιραία, το κακό πλεονέκτημα που
επιτρέπει σ' αυτή τη νέα γενιά παιδιών, αντίθετα απ' ό,τι στις προηγούμενες, να
αντιλαμβάνεται εγκαίρως την κενότητα του καταναλωτικού αντικειμένου πηγάζει από
τις πολύπλοκες αλλά προφανείς πολιτισμικές προσαρμογές στην επιτάχυνση,
εξαιτίας των οποίων επενδύει επάνω στο αντικείμενο φαντασιώσεις χρήσης και όχι
απόκτησης όπως εμείς οι ενήλικοι, η δε χρήση είναι, εξ υποθέσεως,
βραχυπρόθεσμη. Αθελά τους, λοιπόν, τα σημερινά παιδιά είναι κήρυκες φιλαλήθειας
-τοποθετούν κατευθείαν το τρόπαιο στον ορίζοντα της παρωδίας, μολονότι το
κρατούν ζηλότυπα στα χέρια, και επομένως το δηλώνουν εξαρχής σαν καθρέφτη του
ανθρώπινου διχασμού, με μια λέξη: σαν αυτό που είναι. Το κυνηγούν θεωρώντας το
ένα φετίχ της στιγμής και συνάμα το γελοιογραφούν, ακριβώς όπως κάνουν (σε
σχέση μ' εμάς, τους προηγούμενους) σε ό,τι αφορά π.χ. τις αναπαραστάσεις του
σεξ, τηλεοπτικές ή διαδικτυακές: τις παρατηρούν λοξά και, ταυτόχρονα, τις
σνομπάρουν μ' ένα χαμόγελο.
Τα παιδιά είναι κατ' ανάγκην
σοφότερα από μας, για τον λόγο ότι εμείς οι ίδιοι τα εκπαιδεύσαμε αρνητικά στην
ειρωνική αντιμετώπιση αυτού του συνεχούς διπλού μηνύματος που εκπέμπει ο κόσμος
μας: αναγνώριση αξίας σε κάτι που δεν αξίζει και διαφυγή μέσω προσποίησης
-σκεφτείτε τον θεσμό του Λυκείου σε σχέση με τα φροντιστήρια.
Ευγένιος Αρανίτσης |