Στόχος του υπουργείου είναι να φανεί μικρότερος ο
αριθμός των θέσεων που θα μείνουν κενές στα ΤΕΙ
Σε ανακατανομές θέσεων και
ψαλίδισμα εκείνων που έμεναν στα αζήτητα τα προηγούμενα χρόνια προχώρησε χθες
το υπουργείο Παιδείας. Ο στόχος του είναι να φανεί μικρότερος ο αριθμός των
θέσεων που θα μείνουν κενές στα ΤΕΙ μετά την ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής
στα μέσα Αυγούστου, και έτσι να αμβλυνθούν οι αντιδράσεις των τοπικών
κοινωνιών. Ταυτόχρονα, για μία ακόμη χρονιά η εκάστοτε ηγεσία του υπουργείου
αυξάνει τον αριθμό των εισακτέων της «αγαπημένης» της -κατά περίπτωση-
περιοχής. Πέρυσι τα δύο από τα τέσσερα πανεπιστημιακά τμήματα με τη μεγαλύτερη
αύξηση εισακτέων είχαν έδρα την Κομοτηνή - πρωτεύουσα της εκλογικής περιφέρειας
του πρώην υπουργού Παιδείας (πλέον υπουργού Μεταφορών) κ. Ευριπίδη Στυλιανίδη.
Φέτος, ο νέος υπουργός, κ. Αρης Σπηλιωτόπουλος, θυμήθηκε τη γενέτειρά του Πάτρα
(εκλέγεται στη Β΄ Αθηνών), το πανεπιστήμιο της οποίας πριμοδότησε με 160
επιπλέον θέσεις. Επίσης, όπως φαίνεται στον πίνακα, από τα 12 τμήματα με τις
μεγαλύτερες αυξήσεις θέσεων, τα επτά είναι στο Πανεπιστήμιο Πατρών.
Ειδικότερα, οι θέσεις στα τμήματα
ΤΕΙ χαμηλής ζήτησης μειώθηκαν, κάτι που επί της ουσίας αποτελεί επικοινωνιακό
μέτρο. Το υπουργείο Παιδείας έκοψε θέσεις που τα προηγούμενα χρόνια -και μετά
την καθιέρωση της βάσης του 10- έμειναν κενές λόγω της έλλειψης εισακτέων που
πέρασαν τη βάση.
Για πρώτη φορά
Συγκεκριμένα, οι εισακτέοι των
κεντρικών ΤΕΙ (Αθηνών, Πειραιά, Θεσσαλονίκης, Πάτρας, Χαλκίδας και στην Ανώτατη
Σχολή Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης) αυξήθηκαν από 11.880 πέρυσι σε
12.105 φέτος (+225 θέσεις). Στα περιφερειακά ΤΕΙ ο αριθμός των θέσεων μειώθηκε
από 31.430 το 2008 σε 31.205 φέτος (-225 θέσεις). Με δεδομένο ότι από το
2009-2010 θα λειτουργήσουν για πρώτη φορά στην περιφέρεια 13 νέα τμήματα ΤΕΙ,
οι θέσεις των οποίων αυξάνουν τον αριθμό των συνολικών περιφερειακών θέσεων, η
μείωση προκύπτει από το ψαλίδισμα σε ΤΕΙ χαμηλής ζήτησης. Πρόκειται για θέσεις
οι οποίες έως πέρυσι έμεναν κενές λόγω της έλλειψης υποψηφίων που είχαν περάσει
τα βαθμολογικά όρια εισαγωγής. Ενδεικτικά, πέρυσι, στα ΤΕΙ έμειναν 17.411 κενές
θέσεις, το 2007, 12.578 ενώ το 2006 (πρώτη χρονιά καθιέρωσης του ορίου
εισαγωγής) έμειναν 18.768 κενές θέσεις. Χαρακτηριστικό της στόχευσης του
υπουργείου να μην υπάρξει η... γκρίνια για τις κενές θέσεις τον Αύγουστο, είναι
ότι έκοψε περισσότερες θέσεις από τα γεωτεχνολογικά τμήματα (φυτικής παραγωγής,
ζωικής παραγωγής κ.λπ.) περιφερειακών ΤΕΙ (Δυτικής Μακεδονίας, Ηπείρου,
Μεσολογγίου κ.λπ.), όπου υπάρχουν ετησίως τα μεγαλύτερα κενά. Βέβαια, ο αριθμός
των θέσεων που θα μείνουν τελικά κενές κάθε χρονιά εξαρτάται από τη φουρνιά των
υποψηφίων αλλά και τη δυσκολία των θεμάτων που θα τεθούν στις πανελλαδικές
εξετάσεις.
Αγνοήθηκαν οι προτάσεις
Από την άλλη, για μία ακόμη
χρονιά αγνοήθηκαν οι προτάσεις των πανεπιστημίων όσον αφορά στον αριθμό των
φοιτητών που θα δεχθούν. Φέτος τα ιδρύματα ζήτησαν συνολικά 26.509 φοιτητές και
έλαβαν 40.180, δηλαδή 13.671 επιπλέον. Πέρυσι είχαν λάβει 13.033 παραπάνω
φοιτητές απ' ό,τι πρότειναν (από 26.177 σε 39.210). Δηλαδή, πρόκειται για μία
αύξηση της τάξης του 50% ετησίως. Το υπουργείο Παιδείας δεν δημοσιοποίησε τις
προτάσεις των ΤΕΙ όσον αφορά τον αριθμό των εισακτέων, όμως πληροφορίες της «Κ»
αναφέρουν ότι ήταν περί το 35% μικρότερος σε σχέση με τον τελικό αριθμό, δηλαδή
οι διοικήσεις των ΤΕΙ ζήτησαν περίπου 32.000 σπουδαστές και έλαβαν 43.310.
«Σήμερα για μια ακόμη φορά στα
πανεπιστήμια επιβάλλεται από την πολιτεία να παίξουν τον ρόλο του χωνευτηρίου
και του καταστολέα του «θυμού» της νιότης. Στην πιο κρίσιμη καμπή της ζωής τους
«ρίχνουμε» τα παιδιά μας στα πανεπιστήμια χωρίς προγραμματισμό, χωρίς
επαγγελματική κατάρτιση, χωρίς μέλλον κι ό,τι ήθελε προκύψει. Μια ευθύνη που
φέρει εξ ολοκλήρου η πολιτεία και η οικογένεια, διότι και οι δύο βολεύονται
προς ώρας από αυτή τη λύση» ανέφερε, μιλώντας για το θέμα στην «Κ», ο πρύτανης
του πανεπιστημίου Κρήτης κ. Ιωάννης Παλλήκαρης. «Με δεδομένο ότι το 20% των
πτυχιούχων ασκούν εντελώς διαφορετικά επαγγέλματα από το αντικείμενο των
σπουδών τους, ο αριθμός των εισακτέων στα ΑΕΙ θα έπρεπε να ήταν ο μισός. Είναι
δε εκείνος ακριβώς που βάσει των διεθνών στάνταρ αντιστοιχεί στις υπάρχουσες
υποδομές των ΑΕΙ στη χώρα. Οσο τα πανεπιστήμια δεν έχουν λόγο σε αυτές τις
επιλογές, τόσο θα υποβιβάζεται ο ρόλος τους και το επίπεδο σπουδών δεν θα
φτάνει στην ποθητή ποιότητα και ανταγωνιστικότητα για την οποία όλοι συζητούμε.
Βεβαίως, τα πανεπιστήμια έχουν κι αυτά ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης, όταν έξω
από κάθε προγραμματισμό και συσχέτιση με την ελληνική πραγματικότητα, έξω από
κάθε πνεύμα αξιοκρατίας, δημιουργούν τμήματα, παραρτήματα, υποπαραρτήματα για
καθαρά «εσωτερική κατανάλωση» καταλήγει ο ίδιος.
Απ. Λακασας
|