Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο του γάλλου φιλοσόφου Αλέν Φινκιελκρότ «Nousautres, modernes» (Ellipses, 2005).
Η Χάνα Αρεντ ήταν αυτή που πήρε κατά λέξη και μπόρεσε να κατανοήσει την κατανάλωση σαν μια γαστριμαργική δραστηριότητα. Καταναλώνω σημαίνει καταβροχθίζω. Τείνουμε να γίνουμε παμφάγοι, αδηφάγοι φαταούλες, που καταβροχθίζουμε τον κόσμο, γράφει ουσιαστικά η Χάνα Αρεντ στο σπουδαίο βιβλίο της «Η ανθρώπινη κατάσταση». Κυριευμένοι από μια καθολική λαιμαργία καταβροχθίζουμε «τα σπίτια μας, τα έπιπλά μας, τα αυτοκίνητά μας σαν να ήταν αγαθά της φύσης, τα οποία αχρηστεύονται και πάνε χαμένα αν δεν απορροφηθούν εγκαίρως από τον ατέρμονα κύκλο του μεταβολισμού ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση».
Βομβαρδίζοντάς μας με τεχνητά πράγματα και δημιουργώντας ψεύτικες ανάγκες, η κατανάλωση μας απομακρύνει όλο και περισσότερο από τη φυσική ζωή.
Αλλά το ουσιώδες δεν είναι αυτό, σύμφωνα με την Χάνα Αρεντ. Το ουσιώδες και το πιο ανησυχητικό είναι η «μη φυσική ανάπτυξη του φυσικού», η αναγωγή όλων των πραγματικοτήτων του κόσμου στον κύκλο της βιοτικής μέριμνας. Αυτό που είχε κάποτε μια δική του υπόσταση, μια σταθερότητα, μια ανεξαρτησία, εμφανίζεται τώρα ως το επακόλουθο μιας όρεξης τόσο επιβλητικής όσο και εφήμερης. Κανένα αντικείμενο δεν ξεφεύγει από αυτή τη βουλιμία, ούτε καν τα έργα τέχνης.
Ο σκοπός της μαζικής κουλτούρας, πράγματι, δεν είναι ούτε να διαδώσει την κουλτούρα στις μάζες, ούτε να απελευθερώσει τις μάζες από τον φετιχισμό της υψηλής κουλτούρας, ούτε να τις κάνει να ξεχάσουν την αλήθεια της κατάστασής τους. Το ζητούμενο είναι, πιο αγοραία, να φτιάξει το reader'sdigest, δηλαδή να κάνει εύπεπτα τα έργα του πνεύματος: «Η μαζική κουλτούρα εμφανίζεται όταν η μαζική κοινωνία προσφεύγει σε πολιτιστικά αντικείμενα και ο κίνδυνός της είναι ότι η βιοτική μέριμνα της κοινωνίας (η οποία, όπως κάθε βιοτική διαδικασία, παρασύρει ακόρεστα ό,τι της είναι προσιτό στον κύκλο του μεταβολισμού της) καταναλώνει κυριολεκτικά τα πολιτιστικά αντικείμενα, τα καταβροχθίζει και τα καταστρέφει. Δεν αναφέρομαι βεβαίως στη μαζική διάδοση. Οταν βιβλία και αναπαραγωγές έργων τέχνης ρίχνονται στην αγορά σε χαμηλές τιμές και πωλούνται σε πολλά αντίτυπα, αυτό δεν θίγει τη φύση αυτών των αντικειμένων. Η φύση τους όμως θίγεται όταν τα ίδια τα αντικείμενα τροποποιούνται, ευτελίζονται με την αναπαραγωγή ή την απεικόνιση».
Οπως και οι θεωρητικοί της αλλοτρίωσης, η Χάνα Αρεντ ανησυχεί για τη μαζική κουλτούρα. Αλλά αυτό στο οποίο ασκεί κριτική δεν είναι η καθυπόταξη της ζωής στους αστικούς κανόνες αλλά είναι η συγκρότηση του κόσμου ως τροφής για τη ζωή. Οπως οι θιασώτες της δημοκρατικής επανάστασης, η Αρεντ δυσπιστεί απέναντι στη συγκατάβαση και στιγματίζει τις απάτες της διάκρισης: «Η αλήθεια είναι ότι είμαστε όλοι δεσμευμένοι από την ανάγκη αναψυχής και διασκεδάσεων της μιας ή της άλλης μορφής, επειδή είμαστε όλοι μας υποταγμένοι στον μεγάλο κύκλο της ζωής. Και είναι καθαρή υποκρισία ή κοινωνικός σνομπισμός να αρνούμαστε για μας τη δύναμη διασκέδασης των πραγμάτων -ακριβώς των ίδιων πραγμάτων- που αποτελούν τη διασκέδαση και την αναψυχή των συνανθρώπων μας». Αυτό που φοβάται όμως η Χάνα Αρεντ είναι το ενδεχόμενο οι διασκεδάσεις να κυριαρχήσουν απόλυτα στη σφαίρα του ελεύθερου χρόνου.
Αυτός ο φόβος, που δεν υπάρχει διόλου στους σημερινούς οπαδούς του Τοκβίλ, ήταν ωστόσο ήδη παρών στο έργο του «Η δημοκρατία στην Αμερική». Ο Τοκβίλ έβλεπε με ανησυχία το πάθος της ευημερίας να κατακυριεύσει τον σύγχρονο άνθρωπο ώς το σημείο να τον κάνει να ξεχνάει την ύπαρξη άλλων ανθρώπινων επιδιώξεων. Η δημοκρατική διαδικασία έχει ξεκινήσει, έλεγε, αλλά προς τα πού βαδίζει; «Βλέπω καθαρά στην ισότητα δύο τάσεις, η μία που οδηγεί το πνεύμα κάθε ανθρώπου προς νέες σκέψεις και η άλλη που θα τον οδηγούσε εθελούσια να μην σκέφτεται πλέον». Πράγματι, δεν υπάρχει χώρος για τη σκέψη σε πνεύματα που ασχολούνται αποκλειστικά με «τη φροντίδα να ικανοποιούν και την παραμικρή ανάγκη του σώματος και να αποκτούν τις μικρές ανέσεις της ζωής».
Με δυο λόγια, το δημοκρατικό κίνημα που παρασύρει τους ανθρώπους δεν είναι υποχρεωτικά ένα κίνημα προς το καλύτερο. Θα μπορούσε μάλιστα, αντίθετα, «να εγκαθιδρυθεί στον κόσμο ένα είδος μέτριου υλισμού που δεν διέφθειρε τις ψυχές, αλλά που θα τις μαλάκωνε και θα κατέληγε να αποδυναμώσει αθόρυβα όλη την ενεργητικότητά τους».
Αυτή η ζωή μπορεί να είναι άνετη αλλά δεν είναι πλήρως ανθρώπινη. Γιατί το ανθρώπινο στη ζωή σηματοδοτείται ακριβώς από τη διακοπή της ζωικής διαδικασίας. «Προκειμένου να υπάρξει μια αρχή δημιουργήθηκε ο άνθρωπος, ενώ πριν δεν υπήρχε τίποτα», επαναλαμβάνει η Αρεντ μετά τον Αυγουστίνο. Αλλά για να υπάρξει η αρχή, δεν αρκεί να υπάρχουν άνθρωποι, χρειάζεται επίσης να υπάρχει ανθρώπινος κόσμος. Σε όλο το έργο της η Χάνα Αρεντ δεν παύει να επιμένει στο δεσμό ανάμεσα σε δημιουργία του καινούριου και σε συντήρηση του κόσμου. Και το σύγχρονο σχολείο, στο βαθμό που διαπλάθει την αυτονομία, της φαίνεται ως ο ναός αυτής της εύθραυστης σύζευξης. «Ακριβώς προκειμένου να διαφυλάξει αυτό που είναι νέο και επαναστατικό σε κάθε παιδί, το σχολείο πρέπει να είναι συντηρητικό». Δεν φτάνει κανείς στη χειραφέτηση ακολουθώντας απλώς το βέλος του χρόνου, αλλά ακολουθώντας την πορεία που χαράσσουν τα σημάδια ανθρωπιάς που ενυπάρχουν στα έργα της κουλτούρας.
Του Θανάση Γιαλκετση
|