ΒΑΡΒΑΡΑ ΤΕΡΖΑΚΗ
 
Επικοινωνία
Πώς καθαρίζονται τ αφτιά (Ελευθεροτυπία/ Ε7ΤΑ)
Μαζί με τον αληθινό κόσμο, καταργήσαμε και τη μουσικότητα των εμπειριών μας. Ο αντίλαλος του χρόνου, το τρέμισμα της ψυχικής ανταύγειας που άφηνε πίσω του, εκμηδενίστηκε. Οι ενδόμυχες, ελαφρά αγωνιώδεις ηχητικές φωτοσκιάσεις που συνόδευαν το πέρασμα των ωρών, η ανάδυση της νοσταλγίας, στα σοκάκια, μες απ' τα ραδιοφωνικά μήκη κύματος, το ξάφνιασμα των ίσκιων από τον αιώνιο χτύπο των ρολογιών στους τοίχους, όλ' αυτά έχουν εξανεμιστεί στην άβυσσο της επιτάχυνσης. Εξίσου και οι κορυφώσεις της έντασης.

Ηδη από τα μέσα της δεκαετίας του '60, οι σκηνοθέτες του κινηματογράφου μάς ξεναγούσαν στην κακογουστιά προσομοιωμένων αστικών διαμερισμάτων του Κολωνακίου, όπου χτυπούσε κανείς την πόρτα όχι πια με το ρόπτρο αλλά μ' εκείνα τα δήθεν μελωδικά κουδούνια σε -τρεις- νότες, στα οποία είχε ανατεθεί η αναγγελία συμβάντων όλο και λιγότερο αυθεντικών. Εξαρχής, σ' αυτόν τον αμήχανο τόνο, ενυπήρχε κάτι το θλιβερά άχαρο, ένα ζοφερό νεύμα για την απίσχνανση των συναναστροφών, αλλά τότε ακόμη δεν το συνειδητοποιούσαμε. Μας αρκούσε το ότι υποδεχόμαστε την ηλεκτρική δόνηση σαν το προοίμιο μιας ποθητής αφθονίας απλουστεύσεων και άνεσης, όπου η ζωή θα αποτελούσε, μόλις και μετά βίας, ένα πρόσχημα για να πιέζουμε κουμπιά και πλήκτρα.

Εκ των υστέρων έγινε κατανοητό ότι εκείνο που διαλαλούσε ο μηχανικός ήχος ήταν οι θετικές συνέπειες της ουδετερότητας, η βολική απαλλαγή από τις συναισθηματικές δοσοληψίες. Παρόμοιοι ήχοι θα διευκόλυναν την εξοικείωσή μας με μια χρονικότητα εντελώς απρόσωπη. Διότι δεν ήταν δυνατόν να χειρίζεσαι κατά βούλησιν ένα ηλεκτρικό κουδούνι, δεν μπορούσες πλέον να χτυπάς άλλοτε δυνατά και άλλοτε δειλά, άλλοτε αποφασιστικά και άλλοτε με διακριτικότητα, άλλοτε σαν ερωτευμένος και άλλοτε σαν δανειστής, κι αυτό έλεγε πολλά για την κατάστασή μας και για το κατά πόσον η τελευταία θα αποτύγχανε να αντισταθεί στην αποκοπή της από κάθε διαπροσωπικό τόλμημα. Τώρα, οσονδήποτε αγαπητό ή επίφοβο κι αν ήταν το πρόσωπο που χτυπούσε το κουδούνι, ο ήχος παρέμενε κενός κι εσύ άνοιγες την πόρτα έχοντας προετοιμαστεί να αντιμετωπίσεις έναν πλασιέ κουζινικών ή τον Αι-Βασίλη - που ήταν το ίδιο.

Βεβαίως, μια τέτοια αοριστία όχι μόνον δεν ευνοούσε τις πιθανότητες να εκπλαγείς ευχάριστα αλλά, τουναντίον, επιτρέπεται να πούμε πως κάποιο υπόλειμμα της ηθικής αστοχίας του ήχου φτερούγιζε στο δωμάτιο, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, και τη δηλητηρίαζε. Ηταν ο ήχος της ίδιας της αποξένωσης που έμελλε να γίνει η μοίρα μας. Ωστόσο υπήρχε σ' αυτόν μια νότα θανατερής υπόμνησης, σαν ο επισκέπτης να ήταν απεσταλμένος του γραφείου κηδειών. Τον συνηθίσαμε, εννοείται, όπως όλα, όμως αν είχε κανείς την ευκαιρία να βγει προσωρινά απ' την τρέλα της κοινοτοπίας και να αφουγκραστεί με λεπτότητα τον υπαινιγμό αυτού του αγγελτηρίου θα καταλάβαινε ότι, στην καρδιά του ήχου, παλλόταν ο βαθμός μηδέν του νοήματος. Αυτό που έλειπε απ' τον μοντέρνο ήχο ήταν η ψυχοσωματική μεσολάβηση, το ακανόνιστο μουσικό διάστημα του εσωτερικού χρόνου, στον οποίο πειθαρχούσε το ανθρώπινο χέρι. Μιλάμε εξάλλου για την εποχή που τα πρώτα ηλεκτρονικά μουσικά όργανα αντικαθιστούσαν τα φυσικά.

Σήμερα, η ουδετερότητα γενικεύθηκε σαν κάτι το, ομολογουμένως, αποτρόπαιο. Σε αντιστάθμισμα, η κλίμακα ντεσιμπέλ εκσυγχρονίστηκε: τίποτα το εκκωφαντικό δεν είναι ευπρόσδεκτο, από φόβο μήπως προδώσει κάποιου είδους διαφοροποίηση απ' τον μέσον όρο της συναίνεσης. Αντιστρόφως ανάλογα, ο θόρυβος, με την σημασία που δίνει στη λέξη η κυβερνητική, πολλαπλασιάζεται. Ο,τι ακούμε γύρω μας πνίγει τον λόγο και συμβάλλει σ' ένα ήρεμο πανδαιμόνιο μοχλών και εμβόλων, γραναζιών που αναστενάζουν και σημάτων που εκπέμπονται απ' τα ηλεκτρονικά κυκλώματα, συλλαμβάνουμε απειράριθμους μικρούς θανάτους ενορχηστρωμένους στην περιπλοκότητα πολλών, παράλληλα εκμετρούμενων, τμημάτων διάρκειας. Αυτό που ονομάζουν «realtime» διαρρέει σαν μια ηχητική αναπαράσταση του άγχους της αγλωσσίας που μαστίζει την κοινωνία μας και η διαρροή εξελίσσεται σε προϊούσα τεχνολογική μόλυνση της συνείδησης απ' την ωμότητα που ασφαλώς προϋποθέτει η ανοχή μας.

Εν ολίγοις, το μουρμουρητό του πολιτισμού, γύρω μας, αποκτάει μια χροιά κακόβουλης ανεμελιάς για τα όσα προσπερνάμε ασυγκίνητοι, μια χροιά, ως εκ τούτου, κρυφά απειλητική. Ολοι αυτοί οι συριγμοί και οι παγιδευμένοι κρότοι, αυτά τα ρουλεμάν που θροΐζουν και τα σιγανά γκονγκ, οι ύπουλες σειρήνες των συναγερμών και η πυρετώδης, μουλωχτή βαναυσότητα των βιντεοπαιγνιδιών, τα τριξίματα και το κροτάλισμα των ταμειακών συσκευών, όλοι αυτοί οι ανεπαίσθητοι γδούποι, αυτά τα απόκοσμα σήμαντρα, αυτά τα εξακολουθητικά μπιιιμπ, το παραλήρημα των τηλεοράσεων, τα κινητά τηλέφωνα που διαμαρτύρονται με δέκα διαφορετικούς τρόπους, οι αυτόματες πόρτες που δεν μπορούν παρά να κλείνουν μ' έναν συγκρατημένο πάταγο και τα ηλεκτρικά ξυπνητήρια που συνοδεύουν μνησίκακα την περιπέτεια της απόδρασης από τους ανυπόφορους περιορισμούς της εκάστοτε παρούσας στιγμής, μονίμως άπιαστης, δηλώνουν ακριβώς ότι η, ερήμην του ανθρώπου, επίσπευση της χρονικότητας είναι εντούτοις, τάχα, μια λειτουργία «φιλική στον χρήστη». Ο κόσμος βρίσκεται πάντοτε μπροστά, σε απόσταση, σαν κάτι ξένο προς την αντίληψη, όμως αυτή εκπαιδεύεται ήδη, οικειοθελώς, στα ρομποτικά ανακλαστικά που απαιτεί η εν λόγω απόσταση, με την παρήγορη πεποίθηση ότι έτσι, δηλαδή αποστασιοποιούμενη, θα αποτρέψει τη συνάντηση με την αλήθεια της. Γιατί η αλήθεια του μελλοθάνατου θα ήταν τρομακτική.

Οντως, όλοι αυτοί οι ήπιοι, αμυδρά διαπεραστικοί θόρυβοι, οι λοξές, παράφωνες εντολές που τα μηχανήματα δίνουν στον άνθρωπο, ο βόμβος των υπολογιστών, το σφυροκόπημα των χρονόμετρων, οι χαμηλοί βρυχηθμοί των κινητήρων, οι υπόκωφες εκρήξεις των εξατμίσεων, το ξερό, υποτονικό τερέτισμα των όπλων στις ειδήσεις και οι μονότονες ανακοινώσεις των μεγαφώνων, όλα αυτά τα έμμεσα αλλά αγχογόνα ακουστικά μηνύματα, όλα ανεξαιρέτως, είναι πένθιμα διότι κάτι μετρούν. Χρόνο, ταχύτητα, ποσότητα, κίνδυνο, χρήμα, αντοχή, δοσολογίες, ημερομηνίες, απώλειες, σφάλματα, πρόστιμα και απαγορευτικά όρια, πάντως κάτι μετρούν, κάτι υπολογίζουν, κάτι εκταμιεύουν, κάπου λογοδοτούν. Κάποιους ειδοποιούν ότι κάπου, κάποιο απόθεμα λιγοστεύει. Ολα υποβάλλουν τη μη ενσυνείδητη και γι' αυτό ιδιαίτερα ανθεκτική ιδέα της αντίστροφης μέτρησης. Η λογική της ακοής μας συντονίζεται με τον ρυθμό ελάττωσης μιας προθεσμίας που εκπνέει.

Εκτοτε, ο ψυχισμός μας, το θύμα αυτής της γενικευμένης ηχητικής παραίσθησης, οδηγείται στην κώφωση. Αν το μάτι εθίζεται στον ίλιγγο της ταχύτητας, το αφτί, που όχι τυχαία είναι η ανατομική έδρα του ιλίγγου, δέχεται τον αχό του κόσμου σαν τελεσίγραφο και ο άνθρωπος, παίρνοντας έντρομος μια τελευταία εισπνοή, παύει να ακούει.

© 2007 - easyweb team