Δεν ξεκίνησε τη ζωή του ως συγγραφέας ο Εντοάρντο Νέζι από το Πράτο της Τοσκάνης. Είχε να διαχειριστεί μια παλιά οικογενειακή επιχείρηση εριουργίας, που όμως έπεσε θύμα της παγκοσμιοποίησης των καταναλωτικών προτύπων και έκλεισε.
Ο Εντοάρντο Νέζι, έχοντας την αγωγή και την παιδεία της αστικής του καταγωγής, συνέχισε τον δρόμο του από άλλη διαδρομή. Εγινε συγγραφέας. Και με το τελευταίο του βιβλίο «Οι δικοί μου άνθρωποι» (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτης σε μετάφραση Ανταίου Χρυσοστομίδη) πήρε το περσινό έγκυρο βραβείο Strega.
Είναι ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο, μεταξύ δοκιμίου, αυτοβιογραφίας και οικονομικής ανάλυσης, για την άνευ όρων παράδοση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας στην παγκοσμιοποιημένη κινεζική παραγωγή. Και σ’ αυτό αφηγείται άλλοτε με χιούμορ και άλλοτε με πικρία, πώς χάθηκε η βιομηχανική παράδοση της Ευρώπης.
Ο Εντοάρντο Νέζι ήρθε στην Αθήνα την περασμένη εβδομάδα και παρουσίασε, μαζί με τον φετινό νικητή του βραβείου Strega Αλεσάντρο Πιπέρνο, το βραβευμένο βιβλίο του. Τον συναντήσαμε στο Ιταλικό Ινστιτούτο της Αθήνας λίγο πριν από την εκδήλωση. Είχε δίπλα του τον μεταφραστή του βιβλίου του, Ανταίο Χρυσοστομίδη, που επωμίστηκε και τη διερμηνεία αυτής της συνομιλίας. Είχα απέναντί μου έναν άνθρωπο γοητευτικό, γύρω στα 50, άμεσο, ευγενή, που όμως δεν μάσαγε καθόλου τα λόγια του.
Οι εργάτες του Πράτο
Μίλησε για τα παιδικά του χρόνια και την οικονομική άνθηση του Πράτο: «Η δική μου ζωή υπήρξε πράγματι προνομιακή στην πρώτη φάση. Ενα όμως από τα πρώτα πράγματα που ήμουν υπερήφανος ήταν ότι ήμουν ο γιος ενός επιχειρηματία, που δούλευε σ’ ένα σύστημα στο οποίο επιβραβεύονταν αυτοί που το άξιζαν.
Στο Πράτο έρχονταν από τον ιταλικό Νότο πολλοί φτωχοί άνθρωποι. Μετά λίγα χρόνια, είχαν πάρει δάνειο για ν’ αγοράσουν σπίτι, είχαν μόνιμη δουλειά, που αν την έχαναν έβρισκαν πολύ γρήγορα μιαν άλλη, και κυρίως, αυτό που εγώ ονομάζω ηθική πλευρά του καπιταλισμού, μπορούσαν να πάνε πολύ εύκολα στην τράπεζα, να πάρουν δάνειο και να γίνουν μικροί επιχειρηματίες.
Η ευζωία που υπήρχε μπορούσε να μοιραστεί.
Για να καταλάβετε, ο πατέρας μου είχε μια Μερσεντές κι ένα σπίτι στη θάλασσα, αλλά δεν είχε ελικόπτερο, αλλά όλοι οι επιχειρηματίες του Πράτο το περισσότερο που είχαν ήταν ένα σπίτι στη θάλασσα και μια Μερσεντές. Γιατί ο πλούτος ήταν μοιρασμένος.
Οι εργάτες του Πράτο ήταν οι πιο καλοπληρωμένοι της Ιταλίας. Οπότε, το αίσθημα ενοχής που ένιωθα επειδή ήμουν παιδί επιχειρηματία, αντισταθμιζόταν με το ότι ζούσαν και οι άλλοι καλά, διότι υπήρχε αυτή η καλή πλευρά του καπιταλισμού, που δεν υπάρχει πλέον».
Ο Εντοάρντο Νέζι αναφέρθηκε στα αρχικά «προτερήματα» της παγκοσμιοποίησης και στην εξέλιξή της: «Είναι προφανές ότι η παγκοσμιοποίηση είχε και αβαντάζ, π. χ. στη μόδα, όσο συνεχίζουμε να είμαστε καταναλωτές. Για παράδειγμα, πηγαίνουμε σε μεγάλα πολυκαταστήματα ρούχων και αγοράζουμε πολύ πιο φτηνά προϊόντα απ’ ό, τι 10 χρόνια πριν. Οταν όμως στο σπίτι μας βρίσκεται η γυναίκα μας, που δεν είναι πια στην παραγωγική αλυσίδα που έδινε προϊόντα στα πολυκαταστήματα, τότε αρχίζει το πρόβλημα. Πολύ συχνά μου λένε ότι βλέπω μόνο ένα κομμάτι της πραγματικότητας. Πρέπει να θυμάσαι, μου λένε, ότι 1 δισ. Κινέζοι ζούνε τώρα καλύτερα. Τους είπα, ελάτε εσείς να μιλήσετε με τους απολυμένους εργάτες του Πράτο και να τους εξηγήσετε ότι 1 δισ. Κινέζοι ζουν καλύτερα. Η μεγάλη κοροϊδία ήταν ότι έκαναν τον κόσμο να πιστέψει πως η παγκοσμιοποίηση ήταν ένα καλό για όλους».
Νίκη με την ποιότητα
Στο βιβλίο του μιλάει πολύ για τον δημιουργικό και ρομαντικό ρόλο της επιχειρηματικότητας. Με ποιον τρόπο θα έπειθε τους σημερινούς νέους επιχειρηματίες γι’ αυτή του την άποψη; «Πριν απ’ όλα θα έλεγε ότι η ποιότητα που είμαστε αναγκασμένοι να χρησιμοποιήσουμε για να νικήσουμε τους Κινέζους.
Στην Ιταλία, στην Ελλάδα, στην Ισπανία έχουμε κάτι που μπορούμε να παράγουμε, σε σχέση με τους Κινέζους, σε πιο υψηλή τιμή. Είναι η κουλτούρα μας. Σήμερα, ο τρόπος με τον οποίο διαχειριζόμαστε τον πολιτισμό μας δεν είναι καλός. Η κουλτούρα μπορεί να γίνει ένα εξαιρετικό οικονομικό εργαλείο.
Είναι δυνατόν το κινητό μου να δείχνει πού είναι τα καλύτερα εστιατόρια της Αθήνας και να μην δείχνει πού είναι τα έργα τέχνης;
Ο μεγαλύτερός μας πλούτος πάει χαμένος. Και οι νέοι επιχειρηματίες πρέπει να εκμεταλλευτούν την κουλτούρα μας, αυτό που τους έμαθαν οι γονείς τους».
– Υπάρχει κάποια μαγική συνταγή για να μάθουν οι άνθρωποι να διακρίνουν τις ευκαιρίες;
– Πριν σας μίλησα για την ποιότητα, που τη θεωρώ πολύ σημαντική. Π. χ. σήμερα, στον τομέα της μόδας ο κόσμος σπρώχνεται σε μεγάλα καταστήματα μαζικής παραγωγής. Αυτοί θέλουν να μας πουλήσουν την ψευδαίσθηση της πολυτέλειας με λίγα χρήματα. Είναι μια κολοσσιαία κοροϊδία. Είμαστε διαρκώς υποταγμένοι στον εκβιασμό της τιμής. Πρέπει να μάθουμε να ζούμε στον κόσμο με λύσεις που να είναι τελείως καινούργιες...
– Και να μην εμπεριέχουν την παράδοση;
– Ασφαλώς και πρέπει να την εμπεριέχουν, αλλά πρέπει να αφηγείσαι αυτές τις παραδόσεις με τους πιο μοντέρνους τρόπους. Η πληροφόρηση που κατασκευάζεται από τους ανθρώπους είναι χαμηλότατου επιπέδου. Οποιος ασχολείται με τη σοβαρή κουλτούρα, συνήθως δεν γνωρίζει την τεχνολογία. Πρέπει να προσπαθήσουμε να συνδυάσουμε το παλιό και το καινούργιο.
Οχι στους προφήτες γκρίνιας
– Γράφετε στο βιβλίο σας για τον εφιάλτη της ανεργίας. Τι λέτε στη γενιά που αρχίζει να γερνάει στο τέλος της εποχής της αφθονίας; Σε τι να προσαρμοστούν;
– Ωραία και δύσκολη ερώτηση. Συνήθως με ρωτάνε τι πρέπει να κάνουν οι νέοι. Ομως κι αυτό είναι σοβαρό πρόβλημα. Το θέμα είναι να δεχτούμε ότι οι αλλαγές που γίνονται μας φέρνουν σε μια δυσκολία κατανόησης των αλλαγών.
Και η απειλή είναι να γίνουμε οι προφήτες της γκρίνιας, να παραμείνουμε σε μια νοσταλγία του παρελθόντος. Εζησα αρκετά χρόνια έτσι. Τώρα που μεγάλωσαν τα παιδιά μου, κατάλαβα ότι ο ρόλος μου είναι να τους εξηγήσω ότι δεν υπάρχει μόνο αυτό το παρόν.
Αλλά ότι υπάρχει η δυνατότητα να ζήσουμε καλύτερα και πιο αξιοπρεπώς. Προσπαθώ να τους πω να μη φοβούνται, γιατί ο κόσμος τους ανήκει.
Οι νέοι σήμερα δεν πρέπει να φοβούνται
– Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια κλείνουν πολλές επιχειρήσεις και υπάρχουν πολλές περισσότερες οι οποίες υπολειτουργούν. Ποιον τρόπο αντίδρασης θα προτείνατε στους επιχειρηματίες, που να συνδέεται και με τις ανάγκες της κοινωνίας;
– Ενα πράγμα χωρίς το οποίο η κοινωνία δεν μπορεί να ζήσει είναι ο τραπεζικός δανεισμός. Χωρίς τον τραπεζικό δανεισμό καμία επιχείρηση δεν μπορεί να γεννηθεί. Το χρέος σήμερα είναι ένα είδος αμαρτίας. Αντίθετα, το χρέος πρέπει να είναι η συνέπεια μιας συμφωνίας ανάμεσα σ’ αυτόν που έχει λεφτά και σ’ αυτόν που έχει τις δυνατότητες. Είναι μια πολύ παλιά συμφωνία. Είναι προφανές ότι όποιος ζητάει λεφτά, δεν έχει.
Αλλά τα λεφτά πρέπει να περνάνε από αυτόν που τα έχει σ’ αυτόν που δεν τα έχει. Αλλιώς δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αναπτυχθεί η οικονομία. Σήμερα όποιος είναι χρεωμένος αντιμετωπίζεται σαν εγκληματίας που δεν θέλει να επιστρέψει το χρέος του. Κι αυτό αφορά τόσο τις επιχειρήσεις όσο και τα κράτη. Και είναι κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί ποτέ στο παρελθόν. Αυτό είναι το πρόβλημα, ότι το χρέος σήμερα θεωρείται κάτι αφύσικο.
Είναι ο μόνος τρόπος για να περνάει η ζωή από τους παλαιότερους στους νεότερους.
Του σημειώνω το μεγάλο πρόβλημα της φοροδιαφυγής που υπάρχει στην Ελλάδα. «Το ίδιο συμβαίνει και στην Ιταλία και είναι κάτι που πρέπει να λυθεί», απαντά.
«Εχουμε κοινές ευθύνες όλοι και οι πολιτικοί μας υπήρξαν καταστροφείς. Αλλά τα κράτη δεν μπορούν να φαλιρίσουν εξαιτίας των πολιτικών».
|