Εκθεση στο ΜΟΜΑ εξετάζει τη σύνδεση ντιζάιν - νεωτερικής σκέψης για τα παιδιά
Η παιδική ηλικία, όπως συχνά λέγεται, είναι μια σχετικά πρόσφατη
επινόηση. Παλαιότερα τα παιδιά τα μεταχειρίζονταν σαν μικρούς ενηλίκους
που πρέπει ν’ αρχίσουν να δουλεύουν το συντομότερο. Η εκπαίδευση σήμαινε
πειθαρχία και τιμωρία. Εφτασε κατόπιν ο 20ός αιώνας και μαζί του η ιδέα
ότι τα παιδιά διαφέρουν θεμελιακά από τους ενήλικες και πρέπει να έχουν
ανάλογη μεταχείριση. Το ιδεατό παιδί, ένα πλάσμα με τεράστιες
δυνατότητες, έγινε ένα πανίσχυρο σύμβολο του μέλλοντος, ενώ η φροντίδα
και η μόρφωση των πραγματικών παιδιών απασχόλησε τη σκέψη μεγάλων
στοχαστών σε όλα τα πεδία, ανάμεσά τους και εκείνα της τέχνης και του
ντιζάιν.
Η έκθεση «Century of the Child: Growing by Design, 1900 -
2000», στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, εξετάζει τη
σύνδεση του μοντέρνου ντιζάιν με τη νεωτερική σκέψη σχετικά με τα
παιδιά.
Είναι μια μεγάλη, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διοργάνωση, με
πάνω από 500 εκθέματα που περιλαμβάνουν έπιπλα, παιχνίδια όλων των
ειδών, αφίσες, βιβλία, αρχιτεκτονικές μακέτες, φωτογραφικό και
κινηματογραφικό υλικό και πολλά άλλα.
Η Τζούλιετ Κίντσιν, η έφορος
του μουσείου στο τμήμα αρχιτεκτονικής και ντιζάιν, η οποία οργάνωσε την
έκθεση μαζί με τον επιμελητή Αϊνταν Ο’ Κόνορ, παρατηρεί στην εισαγωγή
της στον κατάλογο ότι σε καμιά περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας δεν έγινε
τόσο μεγάλη επένδυση σε ενδιαφέρον και ανησυχία για τα παιδιά όσο τον
20ό αιώνα. Ωστόσο, οι αντιθέσεις αφθονούν. «Ελαστική και πανίσχυρη»,
γράφει η Τ. Κίντσιν, «η συμβολική φιγούρα του παιδιού έχει συγκαλύψει
παράδοξες πλευρές της ανθρώπινης διαδρομής στον σύγχρονο κόσμο».
Πόση
ελευθερία πρέπει να επιτρέπεται και πόσος έλεγχος να επιβάλλεται, είναι
ερωτήματα που δεν αφορούν μόνο τα παιδιά αλλά τους ανθρώπους παντού
στον κόσμο, σε μια εποχή παρακμής των παραδοσιακών αξιών και
ανατρεπτικών αλλαγών στον τρόπο ζωής.
Τι χρειάζονται τα παιδιά για
να ευδοκιμήσουν στην κοινωνία; Το πώς απαντάει κανείς σ’ αυτό το
ερώτημα εξαρτάται από το πώς αντιλαμβάνεται την ουσιαστική φύση του
παιδιού. Μια διαφορετική εικόνα του παιδιού προβάλλει πάνω από την κάθε
μία από τις επτά ενότητες της έκθεσης.
Στην αρχή συναντάμε αυτό
που θα μπορούσε να αποκαλέσει κανείς το ορθολογικό-δημιουργικό παιδί, το
οποίο, με δεδομένα τα σωστά υλικά παιχνιδιού και τις σωστές οδηγίες,
μπορεί να γίνει, π. χ., ένας μικρός αρχιτέκτονας.
Εδώ βλέπουμε τα
σετ εξαρτημάτων για κατασκευές δύο και τριών διαστάσεων που δημιούργησε ο
Φρίντριχ Φρέμπελ, ο ιδρυτής του κινήματος για την προσχολική
εκπαίδευση, τα kindergarten, κατά τον 19ο αιώνα. Η εργαλειοθήκη
κατασκευών με τα διαφόρων σχημάτων μη αναπαραστατικά αντικείμενα που
δημιούργησε η Μαρία Μοντεσόρι είναι πιο ζωηρόχρωμη και ελκυστική, αλλά
κι αυτή βασίζεται στην αντίληψη ότι τα μεγάλα, περίπλοκα πράγματα
αποτελούνται συνήθως από μικρά πράγματα που ακολουθούν απλούς κανόνες.
Προχωρώντας
στην περίοδο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια άλλη εικόνα της παιδικής
ηλικίας έρχεται στο προσκήνιο. Η ενότητα έχει τον τίτλο «Αβάν-γκαρντ
παιχνίδια» και ένα από τα πιο εντυπωσιακά εκθέματα εδώ είναι ένα έργο
ζωγραφικής του 1924 με τίτλο «Το κακό παιδί», διακοσμητικό πάνελ για
παιδικό δωμάτιο, που ζωγράφισε ο εικονογράφος και ντιζάινερ Αντόνιο
Ρουμπίνο.
Σε ρετρό βικτωριανό στυλ, απεικονίζει ένα αγόρι που
μορφάζει κωμικά περιτριγυρισμένο από απειλητικούς ήρωες παραμυθιών. Το
δίδαγμα μπορεί να είναι ότι το παιδί, που διαολίζεται από ανόητους
καλικάντζαρους και μπαμπούλες κάθε λογής, μπορεί και το ίδιο να γίνει
τέρας.
Η εκδοχή αυτή του παιδιού μπορεί να θεωρηθεί αντανάκλαση
της επιθυμίας των καλλιτεχνών της αβάν-γκαρντ να απαλλαγούν από τις
ενοχλητικές ηθικές και αισθητικές συμβάσεις και να ελευθερώσουν τις
δικές τους δυνάμεις. Ηταν μια εποχή όπου η ιδέα του παιδιού ως μιας
αγνής δημιουργικής ιδιοφυΐας αιχμαλώτισε καλλιτέχνες σαν τον Κλέε, τον
Μιρό και τον Πικάσο.
Ετσι δεν προκαλεί απορία το γεγονός ότι
καλλιτέχνες όπως ο φουτουριστής Τζάκομο Μπάλα και ο Γκέριτ Ρίτβελντ, από
τους πρωτεργάτες του κινήματος De Stijl, σχεδίασαν έπιπλα για παιδιά
–καρέκλες, γραφεία, ντουλάπες, καροτσάκια– που τα χαρακτήριζε η
απλότητα, το χιούμορ και η παιχνιδιάρικη διάθεση. Οι κατασκευές αυτές
δεν διαφέρουν από το στυλ της τέχνης τους, με τις απλές φόρμες και τη
χρησιμοποίηση ανόθευτων βασικών χρωμάτων.
Το παιδί... εξάρτημα σε Ιαπωνία Γερμανία
Μια
αντίθετη προσέγγιση στην παιδική ηλικία έρχεται στο προσκήνιο τη
δεκαετία του 1930, όταν οι φασίστες κοινωνικοί «αναμορφωτές» στη
Γερμανία και στην Ιαπωνία είδαν τα παιδιά σαν εύπλαστη πρώτη ύλη που
πρέπει να την καλουπώσουν σε εξαρτήματα για τον βιομηχανικό και
στρατιωτικό μηχανισμό. Η ενότητα που αφιερώνεται σε αυτή την εξέλιξη,
όπως αντανακλάται σε φωτογραφίες, αντικείμενα και παιδικά βιβλία,
περιλαμβάνει, π. χ., κιμονό για μικρούς Ιάπωνες διακοσμημένα με εικόνες
αεροπλάνων και βομβών.
Η συνειδητοποίηση των αναγκών του παιδιού
και ο προβληματισμός για τον καλύτερο τρόπο ικανοποίησής τους
επεκτάθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μεγάλη έμφαση δόθηκε στην υγεία, σωματική και ψυχολογική. Οι ντιζάινερ
κλήθηκαν να δημιουργήσουν όχι μόνο εποικοδομητικά παιχνίδια και
λειτουργικά έπιπλα αλλά ολόκληρα σχολικά κτίρια που θα πρόσφεραν το φως,
τον αέρα και τον χώρο που χρειάζονται τα παιδιά για να αναπτύξουν υγιές
σώμα και νου. Το ορθολογικό–δημιουργικό παιδί, το ατίθασο και
φιλοπαίγμον παιδί έδωσαν τη θέση τους στο υγιές παιδί, το οποίο θα ήταν
καλύτερα προσαρμοσμένο στη νέα εποχή κοινωνικής συμμόρφωσης της
δεκαετίας του ’50.
Γρήγορα έφτασε η εποχή του καταναλωτισμού και η
ανάδυση του παιδιού που συνεχώς κάτι ζητάει, παρακινημένο από ανάγκες
και επιθυμίες που δεν ήξερε ότι έχει, πριν πυροδοτηθούν από τη διαφήμιση
και τα media. Από τις στολές αστροναυτών και τα πιστόλια ακτίνων της
δεκαετίας του ’60 μέχρι το Game Boy της Nintendo το 1989, σχεδιαστές και
κατασκευαστές πλημμύρισαν τα καταστήματα με «αντικείμενα πόθου» για τα
παιδιά.
Η έκθεση τελειώνει με μια ενότητα αφιερωμένη στις παιδικές
χαρές, που περιλαμβάνει ένα μοντέλο για βουκολική παιδική χαρά
σχεδιασμένη από τον Ιάπωνα γλύπτη Ισάμου Νογκούσι, το 1961. |